Σάββατο, 11 Μαϊ, 2024
Γενέθλια, ήτοι εγκαίνια της Κωνσταντινουπόλεως, Μωκίου ιερομάρτυρος, Διοσκούρου μάρτυρος, Κυρίλλου και Μεθοδίου των ισαποστόλων, νεομάρτυρος Αργύρη (Αργυρού ή Ασημάκη) του εξ Επανωμής Θεσσαλονίκης.

Ευλαβείς προσκυνητές στην Αγία Αυλή προσμένοντας το Άγιο Φως

Η τελετή της Αφής του Αγίου Φωτός


Η πρώτη αφορμή της τελετής του Αγίου Φωτός ήταν η συμβολική ανάμνηση της Αναστάσεως του Σωτήρος ημών και των περιστατικών που ακολούθησαν. Ήταν η ιδέα ότι ο Κύριος με την Ανάστασή Του επεκύρωσε την ουράνια διδασκαλία Του, που φωτίζει κάθε άνθρωπο στον κόσμο. Ο Άγγελος που κατέβηκε από τον ουρανό, του οποίου η ιδέα ήταν σαν αστραπή (Ματθ. κη’. 2-3 Λουκ. κδ’ 4) αυτά ενέπνευσαν βεβαίως στην τελετουργία της Εκκλησίας μας το έθιμο του «λαμπαδοφορεὶν» κατά την εορτή του Πάσχα. Η διαδεδομένη τελετή της διανομής του φωτός κατά τη νύχτα της Κυριακής του Πάσχα σε όλες τις Εκκλησίες μας, ενώ ψάλλεται «Δεῦτε λάβετε φῶς ἐκ τοῦ ἀνεσπέρου φωτός, καὶ ἀσπάσασθε Χριστὸν τὸν ἀναστάντα ἐκ νεκρῶν» είναι αναντίρρητα αρχαιότατη[1].

Από το πρωί του Αγίου και Μεγάλου Σαββάτου όλοι οι προσκυνητές στην Ιερουσαλήμ, όλων των Χριστιανικών δογμάτων, εκτός των Λατίνων, συρρέουν στον Πανίερο Ναό της Αναστάσεως, ο οποίος κατακλύζεται από κόσμο, ενώ καμία από τις πολυάριθμες λυχνίες δεν ανάβει. Η παρουσία του στρατού και της Αστυνομίας εντός του Ιερού Ναού, γύρω από το Ιερό Κουβούκλιο και αλλού είναι έντονη, προκειμένου να διασφαλίζεται η ευταξία και η ηρεμία εντός του ιερού χώρου[2].

Ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων, περίπου ώρα 7, προσέρχεται από το Πατριαρχείο με όλο τον Κλήρο στον Πάνσεπτο Ναό της Αναστάσεως και λαμβάνουν θέση στο Ιερό Βήμα. Ακολουθεί ο Κλήρος των Αρμενίων και κατόπιν οι κληρικοί των άλλων εθνών. Μετά από λίγα λεπτά οι Επίτροποι του Πατριάρχου των Αρμενίων και των Κοπτών, αφού εισέλθουν στο Ιερό Βήμα ασπάζονται τη δεξιά του Πατριάρχου, λαμβάνοντας την άδεια για να συμμετάσχουν στην τελετή. Η εθιμοτυπία αυτή βασίζεται σε ρητές διατάξεις των Σουλτανικών ορισμών, σχετικά με την ιδιοκτητική κυριαρχία του έθνους μας επί του Παναγίου Τάφου[3].

Μια ώρα πριν, οι θύρες του Αγίου Κουβουκλίου κλείνονται και σφραγίζονται με την ειδική σφραγίδα των θυρωρών του Παναγίου Τάφου. Όταν όλα είναι έτοιμα ο Πατριάρχης και ιερείς που συλλειτουργούν, έχοντας φορέσει τις ιερατικές τους στολές, εξέρχονται από το Άγιο Βήμα, προπορευομένων σημαιών και επευφημούντος του πλήθους. Μέσα στη γενική επευφημία και συγκίνηση ακούγεται η γλυκιά και πολυπόθητη μελωδία των ψαλτών μας που ψάλλουν το γνωστό τροπάριο: «Τὴν Ἀνάστασίν σου Χριστὲ Σωτήρ, Ἄγγελοι ὑμνοῦσι ἐν οὐρανοῖς…».[4]

Ο Κλήρος περιέρχεται με ψαλμωδίες προς το Άγιο Κουβούκλιο. Μετά τη λιτανεία η θύρα του Αγίου Κουβουκλίου αποσφραγίζεται και ο μεν Πατριάρχης, εισερχόμενος σε αυτό, διαβάζει την ευχή, παρακαλώντας να διανεμηθεί το φως από το εσωτερικό του Παναγίου Τάφου στους λαμβάνοντες με ευλάβεια χάρη, ενώ ο Κλήρος επιστρέφει στο Άγιο Βήμα. Μετά από λίγα λεπτά ακούγεται δυνατή βοή. Το άγιο φως μεταδίδεται από τον Πατριάρχη σε αργυρούς πυρσούς σε όλες τις οπές του Ιερού Κουβουκλίου, και από τη δεξιά οπή παραλαμβάνει το φως κάποια προνομιούχα οικογένεια από τους ντόπιους Ορθοδόξους και το μεταφέρει στο Άγιο Βήμα, από όπου διανέμεται στα πλήθη από το Σκευοφύλακα του Παναγίου Τάφου, ενώ από την αριστερή οπή το παραλαμβάνουν οι Αρμένιοι, οι Κόπτες και οι Συριανοί (Ιακωβίτες), οι οποίοι το μεταφέρουν στα παρεκκλήσια τους εντός του Ιερού Ναού και το διανέμουν στο ποίμνιό τους. Οι ήχοι των καμπανών και των σημάντρων ηχούν δυνατά και ο μέχρι εκείνη την ώρα σκοτεινός Ναός μεταβάλλεται σε θάλασσα φωτός, φωτιζόμενος από 3.000 περίπου φώτα[5].

Αφού περάσουν λίγα λεπτά ο Πατριάρχης εξέρχεται από το Ιερό Κουβούκλιο, κρατώντας αναμμένες δεσμίδες κεριών και μεταβαίνει στο Άγιο Βήμα. Την τελετή επισφραγίζει η έναρξη της λειτουργίας του Μεγάλου Σαββάτου, ενώ ο λαός διασκορπίζεται με τα αναμμένα κεριά στα χέρια του. Ορθόδοξοι Φελλάχοι από τα παρακείμενα χωριά αφού παραλάβουν σε φανάρια το Άγιο Φως, το μεταφέρουν πεζοί στα χωριά τους, όπου οι κάτοικοι τους αναμένουν με ευφημίες, χειροκροτήματα και αλαλαγμούς. Η τελετή αυτή ενέπνευσε τον κορυφαίο ασματογράφο της Εκκλησίας μας το ψαλλόμενο τροπάριο κατά τη νύχτα του Πάσχα «Νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός, οὐρανὸς τὲ καὶ γῆ καὶ τὰ καταχθόνια»[6].

Πρώτος ο Μοναχός Βερνάρδος που επισκέφθηκε την Αγία Γη το 870 αναφέρει την τελετή του Αγίου Φωτός, αλλά η περιγραφή αυτή είναι συντομότατη και ανακριβής. Κάποιο αρχαίο χειρόγραφο τυπικό των Ιερών Ακολουθιών του Ναού της Αναστάσεως  την περιγράφει ως εξής: «Τη δεύτερη ώρα της αγίας ημέρας του Μεγάλου Σαββάτου έρχονται οι Μυροφόρες και αρχίζουν να πλένουν τα καντήλια, τα καθαρίζουν και τα τοποθετούν στο εσωτερικό του Παναγίου και Ζωοποιού Τάφου, παρόντος του Πατριάρχου, του Αρχιδιακόνου, του Δευτεραρίου και του Παραμοναρίου, ενώ τρεις διάκονοι και ψάλτες ψάλλουν. Οι Μυροφόρες, ενώ εκτελούν το έργο, ψάλλουν τον κανόνα και την ακολουθία των Ωρών και όταν ολοκληρώσουν την ετοιμασία των καντηλιών, ξεκινά δόξα ήχος πλάγιος Β΄ «τὴν σήμερον μυστικῶς». Και τότε κλειδώνει ο Πατριάρχης τον Άγιο Τάφο και λαμβάνει τα κλειδιά. Τότε σβήνουν τα καντήλια σε όλο τον Ναό και ανεβαίνει ο Πατριάρχης στα κατηχούμενα για να ψάλλει τις Ώρες και όταν σημάνει ώρα 9, κατεβαίνει για να επιτελέσει την ακολουθία[7].

Όταν η ώρα σημάνει 9, κατεβαίνει ο Πατριάρχης με τον Κλήρο ενδεδυμένοι με άσπρα άμφια στην Αγία Ανάσταση, χωρίς φωταψίες και θυμιατά και τότε ξεκινούν τον εσπερινό πίσω από τον Πανάγιο Τάφο. Μετά το τέλος των προφητειών αμέσως εισέρχεται ο Πατριάρχης στο Άγιο Βήμα και ρογεύει το θυμίαμα στους Μητροπολίτες, Επισκόπους και Πρεσβυτέρους και ξεκινούν να θυμιάζουν το Ναό και οι Αρχιερείς και ιερείς, έξω από τον Πανάγιο Τάφο και κάνουν τον κύκλο τρεις φορές, ενώ αυτός είναι κλειστός. Αμέσως μετά ανεβαίνουν στον Άγιο Γολγοθά και στον κήπο και στον Άγιο Κωνσταντίνο και την Αγία Φυλακή, μέχρι να φτάσουν στην Πύλη της Αγίας Αναστάσεως, που καλείται η Πύλη των Μυροφόρων. Τότε παραλαμβάνουν οι υποδιάκονοι τους θυμιατούς από τους Αρχιερείς και τους ιερείς και εισέρχονται όλοι μαζί στο Άγιο Βήμα και ξεκινά ο Πατριάρχης το «Κύριε ἐλέησον». Και τότε ο ευλαβής λαός, όλοι μαζί αναφωνούν «Κύριε ἐλέησον» εκτενώς και ακατάπαυστα και τότε εξέρχεται ο Πατριάρχης από το Βήμα, και κρατούν τα χέρια του από τις δύο πλευρές ο Αρχιδιάκονος και ο Πρωτονοτάριος και προπορεύεται αυτών ο Σακελλάριος. Και τον ακολουθούν από πίσω ο Παραμονάριος και ο Καστρίνσιος και τότε πέφτει ο Πατριάρχης στο μπροστινό μέρος του Αγίου Βήματος με το πρόσωπο στο έδαφος και προσεύχεται με δάκρυα για τις αμαρτίες του κόσμου και εκτείνει τα χέρια του ψηλά. Και αυτό γίνεται τρεις φορές. Το ίδιο πράττουν και οι συνοδεύοντες αυτόν, ενώ ο λαός αναφωνεί «Κύριε ἐλέησον» αδιαλείπτως. Και τότε κατά την είσοδο του Πατριάρχη και των συνοδευόντων αυτόν στον Πανάγιο Τάφο γονατίζει με το πρόσωπο τρεις φορές και προσεύχεται και παρακαλά για αυτόν και το λαό και τότε ανάβει από το Άγιο Φως και το μεταδίδει στον Αρχιδιάκονο και ο Αρχιδιάκονος στο λαό. Και μετά από αυτό βγαίνει ο Πατριάρχης και η συνοδεία του ψάλλοντες στιχηρά, ήχος α΄ «Φωτίζου φωτίζου ἡ νέα Ἱερουσαλὴμ». Αμέσως μετά ακολουθεί λιτή στον Άγιο Κωνσταντίνο. Και μετά το «Νῦν ἀπολύεις» δίνει ευχή ο Πατριάρχης και ανέρχεται στο βαπτιστήριο για να βαπτίσει και πάλι επιστρέφει στον Άγιο Κωνσταντίνο και αρχίζει η λειτουργία. Και μετά τη λειτουργία μένουν οι Μυροφόρες στον Πανάγιο και Ζωοποιό Τάφο, τον θυμιάζουν και τον μυρίζουν. Και όταν φύγουν από εκεί και οι πιστοί από το Ναό, κλειδώνουν το Ναό και δε μένει κανένας εκεί και μένει έτσι κλειδωμένος ο Ναός μέχρι να κατέβει ο Πατριάρχης με τον Κλήρο «ὄρθρου βαθέως»[8].

Στο Ναό του Αγίου  Ιακώβου τελούνταν η θεία Λειτουργία στην ελληνική, όπως και στο Ναό της Αναστάσεως, ενώ κατά το Πάσχα, όπως ορίζει το Τυπικό, γινόταν το ανάγνωσµα και στην αραβική, χάριν των αραβοφώνων. Και δε γνωρίζουμε αν σε αυτό συλλειτουργούσαν Έλληνες και Λατίνοι, αλλά στη µεγάλη τελετή του αγίου Φωτός λιτάνευαν µε τους Λατίνους και οι  Έλληνες. Το 1101 συνέβη κάποιο περίεργο επεισόδιο, το οποίο συντάραξε τους Λατίνους. Διηγείται αυτόπτης Λατίνος µάρτυρας, ο Πουλχέριος, μετέπειτα Πατριάρχης, ότι κατά το έτος εκείνο δε φαινόταν το Άγιον Φως, παρ’όλες τις λιτανείες που τελούνταν, κατά τις οποίες ψαλλόταν το «Κύριε ἐλέησον» από όλους τους λιτανεύοντες. «Κατελήφθηµεν ὑπὸ µεγίστης λύπης καὶ θλίψεως. Πόσαι ἀνακραυγαὶ πρὸς τὸν Κύριον! πόσοι στεναγµοί, πόσοι ὀδυρµοί! Διότι ἐν ὀδυρµοῖς πάντες ἐψάλλοµεν Κύριε ἐλέησον ἵνα διὰ τῆς ψαλµωδίας ἐκζητήσωµεν τὸ ἔλεος τοῦ Κυρίου, ἀλλὰ καὶ καθικετεύοντες αὐτὸν οὐδαµῶς ἐλαµβάνοµεν τὸ ζητούµενον. Ἐγένετο ἤδη ἑσπέρα καὶ ἡ ἠµέρα ἔληξε καὶ ἐπειδὴ ἐσκέφθηµεν, ὅτι ἕνεκα τῶν ἀµαρτιῶν ἡµῶν συνέβη ὅ,τι ἐν ἄλλοις χρόνοις δὲν συνέβη, ἕκαστος ἡµῶν ἀπεφάσισεν ἐνδοµύχως νὰ διορθωθῆ, ἐν οἷς ἐξήµαρτε πρὸς τὸν Θεὸν». Το Άγιο Φως δε φάνηκε ούτε κατά το πρωί του Πάσχα, ο βασιλιάς Βαλδουΐνος απελπισμένος προσευχόταν στον Πανάγιο Τάφο, ο λατινικός κλήρος βρέθηκε σε πολύ δυσάρεστη θέση, αγνοώντας αν έπρεπε να τελέσει ή όχι την εορτή του Πάσχα, χωρίς το Άγιο Φως. Διατελούντες σε τέτοια αγωνιώδη κατάσταση οι Λατίνοι αποφάσισαν να εξέλθουν από το Ναό της Αναστάσεως. Οι εναπομείναντες όµως Έλληνες, συνέχιζαν με θέρμη τις προσευχές τους. Ακολουθούµενοι από τους Ιακωβίτες και τους Αρμένιους, λιτάνευσαν, ικέτευσαν το Θεό και το Άγιο Φως φάνηκε, πλημμυρίζοντας όλο το Ναό.  Με αλαλαγµό προσέτρεξαν οι Λατίνοι για να λάβουν από τους Έλληνες το  Άγιο Φως. Μετά από το επεισόδιο αυτό οι ταπεινωθέντες και περιφρονηθέντες από τους Σταυροφόρους Έλληνες εξυψώθησαν στα μάτια τους. Έκτοτε η τελετή του Αγίου Φωτός και επί των Σταυροφόρων ακόμη παρέµεινε καθαρά ελληνική τελετή[9].

Συνέπεια των παραπάνω ήταν η βελτίωση της θέσης στο Ναό των  Ελλήνων µοναχών. Διότι το 1107, έξι χρόνια µετά από αυτό, ο ρώσος ηγούµενος Δανιήλ, που επισκέφθηκε τους Αγίους Τόπους, παρείχε στην περιγραφή του πολύτιμα  στοιχεία. Μεταξύ άλλων λέγει ότι επικρατούσε η συνήθεια να τοποθετούν οι Λατίνοι στον Πανάγιο Τάφο δύο καντήλια ελληνικά, εκ των οποίων η άλλη εκ της Μονής του αγίου Σάββα, ως αντιπροσωπεύουσας τις λοιπές ελληνικές Μονές της Παλαιστίνης «ἡ κανδήλα τῶν Ἑλλήνων ἦτο τοποθετηµένη πρὸς τὸ µέρος τῆς κεφαλῆς, διηγεῖται ὁ Δανιήλ, ἡ δὲ τοῦ Μοναστηρίου τοῦ ἁγίου Σάββα καὶ τῶν λοιπῶν Μοναστηρίων εὐρίσκετο εἰς τὸ στῆθος (τοῦ ἁγίου Μνήµατος). Συνήθεια ὑπάρχει ἵνα θέτωσιν ἐνταῦθα κανδήλαν τῶν Ἑλλήνων καὶ ἰδιαιτέρως µίαν ἄλλην διὰ τὸ Μοναστήριον τοῦ ἁγίου Σάββα». Κατά την ηµέρα του Μ. Σαββάτου, επειδή ο ελληνικός κλήρος δεν υπέκειτο στο λατίνο Πατριάρχη, προσερχόταν αυτός ο λατίνος Βασιλιάς και προσκαλούσε αυτόν, τον ελληνικό κλήρο, από το Μετόχι του αγίου Σάββα, για να συµµετάσχει στην τελετή του Αγίου Φωτός. «Προσεκάλεσε δὲ ἐκ τοῦ Μετοχίου τοῦ ἁγίου Σάββα τὸν Ἡγούμενον καὶ τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ µοναχούς, οἵτινες ὠσαύτως διηυθύνθησαν εἰς τὸν Τάφον τοῦ Σωτῆρος, µετ’ αὐτῶν δὲ ἤµην καὶ ὁ ἐλάχιστος ἐγώ. Ἅπαντες παρέστηµεν ἐνώπιον τοῦ ἡγεμόνος καὶ ἐχαιρετήσαµεν αὐτόν, ἔπειτα δὲ ἀντεχαιρέτησεν ἐκεῖνος τὸν Ἡγούμενον καὶ τοὺς περὶ αὐτὸν ἀδελφοὺς καὶ ὑπεχρέωσε τὸν ἡγούμενον τοῦ ἁγίου  Σάββα καὶ ἐµὲ τὸν ἐλάχιστον ἵνα πλησιάσωµεν καὶ στῶµεν περὶ αὐτόν, ὅπερ καὶ ἐπράξαµεν. Ὑπεχρέωσε πρὸς τούτοις τοὺς λοιποὺς ἡγουμένους καὶ τοὺς ἄλλους µοναχοὺς ἵνα προηγῶνται αὐτοῦ, ἐν ᾧ οἱ περὶ αὐτὸν ἐπηκολούθουν τὴν ποµπὴν τῆς τελετῆς. Ἐφθάσαµεν τέλος εἰς τὴν δυτικὴν θύραν τοῦ Ναοῦ τῆς Ἀναστάσεως ἀλλὰ τὸ συµπεπυκνωµένον πλῆθος ἐκώλυεν ἡµᾶς νὰ εἰσέλθωµεν. Τότε λοιπὸν ὁ Βασιλεὺς Βαλδουΐνος διέταξε τὸ στράτευµα αὐτοῦ νὰ διασκορπίσωσι τὸ πλῆθος καὶ ἤνοιξαν ἡµῖν ὁδὸν διὰ τοῦ πλήθους µέχρι τοῦ ἁγίου Τάφου. Ὁ Βασιλεὺς εἰσῆλθε µεθ’ ἡµᾶς καὶ κατέλαβε πρὸς τὸ δεξιὸν µέρος, παρὰ τὸν τοῖχον τὸν χωρίζοντα τὸ ἀρχικὸν θυσιαστήριον πρὸς τῆς ἀνατολικῆς θύρας, ὑψηλὴν τίνα θέσιν προωρισµένην διὰ τὸν Ἡγεμόνα. Διέταξε δὲ τὸν Ἡγούμενον τοῦ ἁγίου Σάββα νὰ στῇ µετὰ τῶν µοναχῶν αὐτοῦ καὶ τῶν ὀρθοδόξων ἱερέων ἀπέναντι τῶν θυρῶν τοῦ ἁγίου Τάφου. Οἱ λατίνοι ἱερεῖς εὐρίσκοντο εἰς τὸ ἀρχικὸν θυσιαστήριον. Κατὰ τὴν ὀγδόην ὥραν τῆς ἠµέρας οἱ ὀρθόδοξοι ἱερεῖς ἤρξαντο τῆς ἀκολουθίας τοῦ ἑσπερινοῦ, µέγας δὲ ἀριθµὸς ἐκκλησιαστικῶν, µοναχῶν καὶ ἀναχωρητῶν εὐρίσκετο µετ’ αὐτῶν. Οἱ Λατίνοι ἐπίσης ἔψαλλον τὴν ἀκολουθίαν κατὰ τὸ ἑαυτῶν τυπικὸν».  Επειδή καθυστερούσε η εµφάνιση του Αγίου Φωτός όλος ο λαός δακρύζοντας άρχισε να αναφωνεί «Κύριε ἐλέησον», ενώ µετά δε την εµφάνισή του «δὲν ἔπαυεν ἐπαναλαµβάνων τὸ Κύριε ἐλέησον». Την επαύριο με µεγάλη ποµπή ο ελληνικός κλήρος κατέβαινε από το Μετόχι του αγίου Σάββα με άσματα, απαρτίζοντας λαμπρή ποµπή, προσκυνούσε τον Πανάγιο Τάφο και λάµβανε τα καντήλια του[10].

Τέτοιες συνήθειες και προνόµια είχαν οι Έλληνες στο Ναό της Αναστάσεως, όπως επεξηγεί και το Τυπικό του Ναού της Αναστάσεως της εποχής εκείνης. Αντίγραφο αυτού σώθηκε, γραµµένο το 1122 από τον Ιεροσολυµίτη Έλληνα µοναχό Βασίλειο «κατὰ πρόσταξιν τοῦ εὐλαβοῦς Γεωργίου, ἄρχοντος καὶ κριτοῦ τῆς ἁγίας Πόλεως, χαρτοφύλακος τὲ καὶ µεγάλου Σκευοφύλακος τῆς ἁγίας Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡµῶν Ἀναστάσεως». Το αντίγραφο αυτό έγινε 15 έτη µετά την επίσκεψη των αγίων Τόπων από το Δανιήλ και περιγράφει με λεπτοµέρεια τις τελετές της Μ.  Εβδοµάδος και κυρίως του Αγίου Φωτός, υποδεικνύει, ότι τελούνταν στα  Ιεροσόλυμα η αρχαία λειτουργία του αγίου  Ιακώβου[11].

Λεπτομερής και πολύ ενδιαφέρουσα είναι η περιγραφή της τελετής του Αγίου Φωτός από το Ρώσο Ηγούμενο Δανιήλ, ο οποίος επισκέφθηκε την Αγία Γη κατά την εποχή της Σταυροφοροκρατίας. Μεταξύ άλλων αναφέρει ότι η θεία χάρις κατεβαίνει με αόρατο τρόπο από τον ουρανό και τα καντήλια ανάβουν από το Άγιο Φως. Και περιγράφει ότι τη Μεγάλη Παρασκευή πλένουν τα καντήλια που βρίσκονται μέσα στον Πανάγιο Τάφο και τα γεμίζουν κατόπιν με καθαρό λάδι, χωρίς καθόλου νερό. Και αφού τοποθετήσουν τη θρυαλλίδα τα αφήνουν εκεί. Και κατά τη δεύτερη ώρα της νύχτας σφραγίζουν τον Άγιο Τάφο. Τότε σβήνουν όλα τα καντήλια και τα κεριά, όχι μόνο στο Ναό, αλλά και σε όλες τις Εκκλησίες της Ιερουσαλήμ. Στον Πανάγιο Τάφο, στο μέρος όπου κείτονταν τα ιερά πόδια του Σωτήρος ημών, το καντήλι των Ελλήνων ήταν τοποθετημένο προς το μέρος του κεφαλιού, ενώ το καντήλι του Μοναστηρίου του Αγίου Σάββα και των λοιπών Μονών βρισκόταν στο μέρος του στήθους, κάτι που συνηθιζόταν να γίνεται. Αυτά τα καντήλια άναψαν με τη χάρη του Θεού, αλλά τα καντήλια των Φράγκων, που κρέμονταν δεν άναψαν. Το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου, κατά την έκτη ώρα της ημέρας, πλήθη λαού συγκεντρώθηκε στο Ναό της Αναστάσεως, κάτοικοι και περιηγητές και προσκυνητές που είχαν έρθει από τη Βαβυλώνα, την Αίγυπτο, την Αντιόχεια και άλλες χώρες για το σκοπό αυτό. Χιλιάδες κόσμος πλημμύρισε την πλατεία γύρω από το Ναό και το Γολγοθά. Όλοι, κρατώντας στα χέρια τους σβησμένα κεριά, περίμεναν τη στιγμή που θα άνοιγαν οι θύρες της Εκκλησίας. Στο εσωτερικό της Εκκλησίας βρίσκονταν μόνο οι ιερείς, προσμένοντας την έλευση του Ηγεμόνος Βαλδουΐνου και των συνοδών του. Και όταν εκείνος ήρθε, τότε ο λαός όρμησε στο Ναό, γεμίζοντας όλη την Εκκλησία και τα παρακείμενα σημεία, το Γολγοθά και τον Τόπο της Σταυρώσεως και μάλιστα και το μέρος όπου βρισκόταν ο Σταυρός του Σωτήρος μας. Όλοι οι πιστοί πρόφεραν μόνο τις λέξεις «Κύριε ελέησον»[12].

Κατά την έβδομη ώρα της ημέρας του Μεγάλου Σαββάτου ο ηγεμόνας Βαλδουΐνος και οι συνοδοί του προχώρησαν με γυμνά πόδια από την οικία προς τον Πανάγιο Τάφο. Προσκάλεσε μάλιστα τον Ηγούμενο και τους αδελφούς Μοναχούς από το Μετόχι του Αγίου Σάββα, οι οποίοι κατευθύνθηκαν προς τον Τάφο του Κυρίου. Πήραν θέση απέναντι από τις θύρες του Αγίου Τάφου, που ήταν σφραγισμένες με βασιλική σφραγίδα, μπροστά από το αρχικό θυσιαστήριο. Οι Λατίνοι ιερείς βρίσκονταν στο αρχικό θυσιαστήριο. Κατά την όγδοη ώρα της μέρας οι Ορθόδοξοι ιερείς ξεκίνησαν τις ακολουθίες του εσπερινού. Μεγάλος αριθμός Εκκλησιαστικών, Μοναχών και Αναχωρητών βρίσκονταν εκεί. Οι Λατίνοι επίσης έψαλλαν την ακολουθία κατά το τυπικό τους. Όταν ξεκίνησε η ανάγνωση των Παροιμιών του Αγίου Σαββάτου, ο Επίσκοπος ακολουθούμενος από το Διάκονο, άφησε το αρχικό θυσιαστήριο και πλησίασε τις θύρες του Αγίου Τάφου, παρατήρησε από τα κιγκλιδώματα των θυρών και αφού δεν είδε φως στον Άγιο Τάφο επέστρεψε στο θυσιαστήριο. Μετά την ανάγνωση της Στ΄ Παροιμίας, ο Επίσκοπος, ακολουθούμενος από το Διάκονο, πήγε εκ νέου να δει από τη θύρα του Παναγίου Τάφου, αν υπάρχει φως. Όλοι οι πιστοί με δάκρυα στα μάτια αναφωνούσαν «Κύριε ἐλέησον». Μετά το τέλος της ενάτης ώρας, ο χορός ξεκίνησε να ψάλλει το άσμα της διαβάσεως της Ερυθράς Θάλασσας «Ἄσωμεν τῷ Κυρίῳ…». Εκείνη την ώρα φάνηκε μικρή νεφέλη να έρχεται από την ανατολή και να στέκεται πάνω από τον τρούλο της Εκκλησίας και έπεσε βροχή στον Πανάγιο Τάφο και καταπληκτική και λαμπρή λάμψη βγήκε από εκεί. Τότε ο Επίσκοπος, συνοδευόμενος από τέσσερις Διάκονους ήρθε για να ανοίξει τις θύρες του Παναγίου Τάφου και αφού πήρε τα κεριά που κρατούσε ο Ηγεμόνας Βαλδουΐνος, εισήλθε στον Πανάγιο Τάφο και αφού άναψε πρώτα τα κεριά του Ηγεμόνα, του έδωσε τα αναμμένα κεριά. Από εκεί μεταδόθηκε το φως  σε όλους τους πιστούς. Το Άγιο  Φως διέφερε από το συνηθισμένο φως. Η λάμψη του είχε κάτι το ιδιαίτερο, ενώ η φλόγα ήταν κόκκινη. Ο λαός με κατάνυξη και μεγάλη χαρά βλέποντας το Άγιο Φως δεν έπαψε να επαναλαμβάνει «Κύριε ἐλέησον». Κατόπιν άναψαν με το Άγιο Φως όλα τα καντήλια των Εκκλησίων και τα κεριά και τέλεσαν την Ακολουθία της εσπέρας σε αυτές τις Εκκλησίες. Στη μεγάλη Εκκλησία του Παναγίου Τάφου έμειναν μόνοι οι ιερείς, για να τελέσουν την εσπερινή ακολουθία, ενώ ο λαός αναχώρησε, δοξάζοντας το Θεό που τους καταξίωσε να βιώσουν τη χάρη Του[13].    

Το 1582 επισκέφθηκε την αγία Πόλη ο Ρώσος προσκυνητής Ποζνιακώφ, ο οποίος με λεπτομέρειες ιστορεί τους αγίους Τόπους στο εκτεταμένο Οδοιπορικό του, που σώζεται από τον Τρύφωνα Κορομπεϊνικωφ. Περιγράφοντας το Ναό της Αναστάσεως ο Ποζνιακώφ σημειώνει ότι τη μεγάλη Εκκλησία (το Καθολικό)  κατέχουν οι Έλληνες, όπου λειτουργεί ο Πατριάρχης. Γύρω από αυτήν έχουν διαμερίσματα οι ετερόδοξοι Χριστιανοί: Λατίνοι, Αβησσυνοί, Κόπτες, Νεστοριανοί, Αρμένιοι, Μαρωνίτες και Ιακωβίτες. Στην Αποκαθήλωση καίνε 8 καντήλια, στον Πανάγιο Τάφο 43 και στον Τόπο της Ευρέσεως του Τιμίου Σταυρού 6 των Ορθοδόξων Χριστιανών και 1 των Λατίνων[14].

Την τελετή του Αγίου Φωτός κατά το Μ. Σάββατο ο Ποζνιακώφ περιγράφει ως εξής: «Το πρωί του Μ. Σαββάτου ήρθε ο Πατριάρχης Σωφρόνιος στη θύρα του Ναού της Αναστάσεως και μαζί του πλήθος Χριστιανών που είχαν έρθει από μακρινές χώρες για να προσκυνήσουν τον Πανάγιο Τάφο: Έλληνες, Συριάνοι, Σέρβοι, Ίβηρες και Ρώσοι. Έρχονται οι Τούρκοι και ανοίγουν τη θύρα. Λαμβάνουν από κάθε Χριστιανό που εισέρχεται στο Ναό 4 χρυσά νομίσματα, ενώ από τους Λατίνους 10. Τους δίδεται απόδειξη, βάσει της οποίας επιτρέπεται η έξοδος από την Εκκλησία, ενώ απαγορεύεται η είσοδος σε όσους δεν μπορούν να πληρώσουν. Το πρωί  του Μ. Σαββάτου οι Τούρκοι εισέρχονται το πρωί στο Ναό και σβήνουν όλα τα αναμμένα καντήλια και δεν αφήνουν κανένα αναμμένο ούτε και μέσα στο Κουβούκλιο. Από τον Πατριάρχη και τους Χριστιανούς υπάρχει συνήθεια, κατά την οποία στους οίκους τους σβήνουν κατά τη Μ. Πέμπτη τα φώτα μέχρι την κάθοδο του φωτός από τον Ουρανό στον Τάφο του Κυρίου και από αυτό το φως λαμβάνουν και μεταφέρουν στους οίκους τους και το διατηρούν για όλο το χρόνο[15]

Οι Τούρκοι σφραγίζουν με τη σφραγίδα τους τον Τάφο και τοποθετούν φρουρά στη θύρα. Ο δε Πατριάρχης με τους Χριστιανούς εισέρχονται στην Εκκλησία τους, ήτοι το Καθολικό, όπου με δάκρυα παρακαλούν το Θεό αναμένοντας από τον ουρανό τα θεία σημάδια. Δύο ώρες πριν τη Δύση του Ηλίου φαίνεται σαν ηλιακή ακτίνα στην ανοιγμένη από πάνω μεγάλη στρογγυλή Εκκλησία στον Τάφο του Κυρίου και η ηλιακή ακτίνα μένει στον σταυρό πάνω από τον Τάφο. Όταν ο Πατριάρχης δει αυτή την ακτίνα του θείου σημείου παίρνει το Ευαγγέλιο, το Σταυρό και κεριά σβησμένα και έρχεται στη θύρα του Κουβουκλίου και μαζί του οι Μοναχοί και Επίσκοποι και πολλοί Χριστιανοί. Ακολουθούν αυτούς οι Αρμένιοι, οι Κόπτες, οι Χαμπέσιοι και οι Νεστοριανοί. Ο Πατριάρχης με τον Κλήρο και τους Χριστιανούς περιήλθε τον τάφο του Κυρίου τρεις φορές δεόμενοι με δάκρυα, αναφωνόντας προς τον Κύριο: «Κύριε καταξίωσον ἡμᾶς ἰδεῖν τὴν χάριν τῆς φιλανθρωπίας σου καὶ μὴ ἐάσης ἡμᾶς ὀρφανούς». Ο Πατριάρχης άνοιξε τη θύρα του Κουβουκλίου και είδαν όλοι οι λαοί τη δόξα του Θεού να κατεβαίνει από τον Ουρανό στον Τάφο του Κυρίου σε πύρινη μορφή και πήραν μεγάλη χαρά. Εισήλθε μόνος ο Πατριάρχης στον Άγιο Τάφο κρατώντας στα χέρια του μια δεσμίδα με κεριά, στα οποία κατήλθε το φως ενώπιον όλου του λαού σαν αστραπή. Το καντήλι των Ορθοδόξων Χριστιανών στον Πανάγιο Τάφο άναψε, ενώ των ετερόδοξων όχι. Ο Πατριάρχης εξήλθε από από τον Πανάγιο Τάφο κρατώντας στα χέρια του αναμμένα κεριά και στάθηκε σε υψηλό καθορισμένο μέρος έχοντας το φως. Από αυτό έλαβαν όλοι οι πιστοί γύρω του και άναψαν τα καντήλια και τα κεριά σε όλη την Εκκλησία. Οι δε Λατίνοι και όλοι οι αιρετικοί και Ηγούμενοι και ιερείς λαμβάνουν το φως από τα καντήλια του Παναγίου Τάφου και ανάβουν τα καντήλια τους. Ο Πατριάρχης δεν μεταδίδει σε αυτούς το φως από τα χέρια του, αλλά απομακρύνεται από αυτούς και εισέρχετσι στην Εκκλησία της Αναστάσεως με τους Χριστιανούς. Και αμέσως ο αναγνώστης αναγιγνώσκει τις παροιμίες και έπειτα κατά τάξη τελούν τη θεία λειτουργία, η οποία ολοκληρώνεται κατά τη δεύτερη ώρα της νύχτας. Και μετά τη λειτουργία μένει ο Πατριάρχης στην Εκλησία με τους Χριστιανούς και τρώει λίγο άρτο και οίνο. Πριν τη χαραυγή ο Πατριάρχης έβαλε την αρχιερατική του στολή και θυμίασε όλη την Εκκλησία. Αφού πήρε το σταυρό αναφώνισε «Χριστὸς Ἀνέστη». Οι ψάλτες επαναλαμβάνουν το ίδιο και ακολουθεί ο Όρθρος και η λειτουργία στη μεγάλη Εκκλησία, μετά το πέρας της οποίας εξέρχεται ο Πατριάρχης με τους Χριστιανούς. Και εορτάζουν όλη την εβδομάδα με χαρά και αγαλλίαση. Την Εκκλησία κλείνουν οι Τούρκοι και τη σφραγίζουν. Ο δε Πατριάρχης αφήνει στην Εκκλησία ιερέα και διάκονο και κανδηλανάπτη, για να μη μείνει η παλαιά τράπεζα χωρίς λειτουργία και τους φέρνουν τροφή από τον Πατριάρχη, την οποία εισάγουν από τη θυρίδα της μεγάλης Πύλης. Έξω από τη μεγάλη Εκκλησία βρίσκεται ο Πατριαρχικός οίκος, τον οποίο επισκέπτονται οι προσκυνητές[16].          

Το 1611 ο νέος Πατριάρχης  Ιεροσολύµων Θεοφάνης Γ΄ (1608-1644) επί τη ευκαιρία της παρουσίας του στην Κωνσταντινούπολη προέβη σε ενέργειες εναντίον των Αρµενίων, οι οποίοι ετησίως προκαλούσαν ταραχές κατά την τελετή του αγίου Φωτός. Το 1611 προκάλεσε διάταγµα, κατά το οποίο µόνοι οι  Έλληνες κέκτηνται το δικαίωµα να επιτελούν στον Πανάγιο Τάφο την τελετή του αγίου Φωτός. Αλλά το ίδιο έτος οι Λατίνοι έντειναν τις προσπάθειές τους διά του Πρεσβευτή της Γαλλίας de Bréves για να αποδείξουν, ότι ο ναός της Βηθλεέµ και το σπήλαιον της Γεννήσεως αποκλειστικά ανήκουν σε αυτούς και όχι στους Έλληνες από τους χρόνους του  Ωµάρ. Κατά των λατινικών αυτών ενεργειών οι  Έλληνες προσπάθησαν να εκτοπίσουν παντελώς τους Λατίνους, αλλά ελάχιστα κατόρθωσαν[17].  

Το 1634 οι Αρμένιοι με θράσος προξένησαν στο Ναό της Αναστάσεως µεγάλες ταραχές, κατά την τελετή του Αγίου Φωτός. Μετά από αυτό αποφάσισε ο Σουλτάνος να θέσει τέρµα στα οχληρά αυτά ζητήµατα και εξέδωσε το 1634 τρία διατάγµατα. Σύμφωνα με το πρώτο, δικαιούνται οι Έλληνες µοναχοί να προηγούνται των Αρµενίων στις τελετές του Ναού της Αναστάσεως και κυρίως σε αυτή του Αγίου Φωτός «ὅτι οἱ Ρωµαῖοι (= Ἕλληνες) δικαίωµα ἔχουσι τοῦ προπορεύεσθαι παντὸς ἑτέρου ἔθνους ἐν τῇ τοῦ ἁγίου φωτὸς τελετῇ». Σύμφωνα με το δεύτερο διάταγμα, απαγορευόταν στους Λατίνους να αδικούν τους  Έλληνες στο Ναό της Αναστάσεως «µὴ ἐπεµβαίνειν τοὺς διοικητὰς καὶ τοὺς µουσουλµάνους εἰς τὰ τοῦ Ναοῦ τῆς Ἀναστάσεως καὶ τῶν λοιπῶν Προσκυνηµάτων καὶ Μοναστηρίων τῶν Ρωµαίων», ενώ το τρίτο διάταγμα όριζε ότι όλα τα Προσκυνήµατα αποδίδονται στους Έλληνες[18].

Το 1696 ο Πατριάρχης Δοσίθεος εξέδωσε κάποια διατάγµατα, μεταξύ των οποίων ότι µόνοι οι  Έλληνες κέκτηνται το δικαίωµα της τέλεσης την τελετή του αγίου φωτός, διότι φαίνεται ότι παρακωλούνταν από τους Λατίνους ή τους Αρµενίους στην τέλεσή της. Τα διατάγµατα αυτά ανανέωσε ο Δοσίθεος και κατά τα επόμενα έτη[19].

Αργότερα ο Χρύσανθος επικύρωσε με πατριαρχικό σιγίλλιο τα δικαιώματα των Ελλήνων και διακανόνισε τις προς τους Αρµενίους σχέσεις των ορθοδόξων µοναχών στα Προσκυνήµατα κατά την αµοιβαία αυτή συµφωνία. «Ἐν ταῖς Ἐκκλησιαστικαῖς ἀκολουθίαις τὸ τῶν ἡµετέρων Ρωµαίων γένος ὀφείλει ἔχειν ὅλα τὰ συνήθη πρωτεῖα κατὰ τὴν ἐξ ἀρχῆς ἐπικρατήσασαν συνήθειαν, µἄλιστα δὲ ἐν τῇ ἀκολουθίᾳ τοῦ Μ. Σαββάτου, ἐν ᾗ εἰσερχοµένων εἰς τὸν ἁγιώτατον Τάφον τοῦ Πατριάρχου τῶν Ρωµαίων καὶ τοῦ Βαρταµπέτου τῶν Ἀρµενίων ἡ τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν ἐπὶ τῇ Λιτανείᾳ καὶ τελετῇ τοῦ ἁγίου Φωτὸς ἐπεὶ προηγῆται καὶ ἔχῃ τὰ πρωτεῖα τῆς εἰσόδου ὁ τῶν Ρωµαίων Πατριάρχης ἢ ὁ Ἐπίτροπος αὐτοῦ µεθ’ ὃν ἀµέσως εἰσέρχεται ὁ Βαρταµπέτης τῶν Ἀρµενίων ἢ ὁ Ἐπίτροπος αὐτοῦ. Διὰ τὸ Μοναστήριον τοῦ ἁγίου Ἰακώβου τοῦ Μεγάλου καὶ διὰ τοὺς ἄλλους ἐν Ἱερουσαλὴµ τόπους, οὗς τανὺν ἔχουσιν ἐν τῇ χρήσει αὐτῶν οἱ Ἀρµένιοι καὶ ἐξουσιάζουσιν αὐτῶν δηλοποιεῖ τὸ Γένος τῶν Ρωµαίων µηδεµίαν ἀγωγὴν κινῆσαι ἕως οὗ φυλάττεται παρὰ τῶν Ἀρµενίων ἡ συµφωνηθεῖσα εἰρηνικὴ ἀρµονία»[20].

 

 

 

Πηγή υλικού

- Βενιαμίν Ιωαννίδου, Αρχιμανδρίτου του Πατριαρχικού Θρόνου των Ιεροσολύμων, Προσκυνητάριον της Αγίας Γης, Η Αγία πόλις Ιερουσαλήμ και τα περίχωρα αυτής, Εκδόσεις Μυγδονία, Θεσσαλονίκη, 2004, σ. 237-241    

-Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος, Ιστορία της Εκκλησίας Ιεροσολύμων, Α΄Ανατύπωση, Αθήνα 2010      

- Αρχιμανδρίτου Κάλλιστου Μηλιαρά, Οι Άγιοι Τόποι εν Παλαιστίνη και τα επ’ αυτών δίκαια του ελληνικού έθνους, Πολιτιστική Εταιρεία Επιχειρηματιών Βορείου Ελλάδος, Κέντρο Πολιτιστικών Μελετών «Άγιοι Κύριλλος και Μεθόδιος»,Τόμος Δεύτερος, Θεσσαλονίκη 2002, University Studio Press, σ.31-34      

 

 

Επιλογή υλικού

Αικατερίνη Διαμαντοπούλου,
Θεολόγος ΜΑ - Φιλόλογος PhD Φιλοσοφίας




[1] Βενιαμίν Ιωαννίδου, Αρχιμανδρίτου του Πατριαρχικού Θρόνου των Ιεροσολύμων, Προσκυνητάριον της Αγίας Γης, Η Αγία πόλις Ιερουσαλήμ και τα περίχωρα αυτής, Εκδόσεις Μυγδονία, Θεσσαλονίκη, 2004, σ. 237-241      

[2] Βενιαμίν Ιωαννίδου, Αρχιμανδρίτου του Πατριαρχικού Θρόνου των Ιεροσολύμων, Προσκυνητάριον της Αγίας Γης, Η Αγία πόλις Ιερουσαλήμ και τα περίχωρα αυτής, Εκδόσεις Μυγδονία, Θεσσαλονίκη, 2004, σ. 237-241      

[3] Βενιαμίν Ιωαννίδου, Αρχιμανδρίτου του Πατριαρχικού Θρόνου των Ιεροσολύμων, Προσκυνητάριον της Αγίας Γης, Η Αγία πόλις Ιερουσαλήμ και τα περίχωρα αυτής, Εκδόσεις Μυγδονία, Θεσσαλονίκη, 2004, σ. 237-241      

[4] Βενιαμίν Ιωαννίδου, Αρχιμανδρίτου του Πατριαρχικού Θρόνου των Ιεροσολύμων, Προσκυνητάριον της Αγίας Γης, Η Αγία πόλις Ιερουσαλήμ και τα περίχωρα αυτής, Εκδόσεις Μυγδονία, Θεσσαλονίκη, 2004, σ. 237-241      

[5] Βενιαμίν Ιωαννίδου, Αρχιμανδρίτου του Πατριαρχικού Θρόνου των Ιεροσολύμων, Προσκυνητάριον της Αγίας Γης, Η Αγία πόλις Ιερουσαλήμ και τα περίχωρα αυτής, Εκδόσεις Μυγδονία, Θεσσαλονίκη, 2004, σ. 237-241      

[6] Βενιαμίν Ιωαννίδου, Αρχιμανδρίτου του Πατριαρχικού Θρόνου των Ιεροσολύμων, Προσκυνητάριον της Αγίας Γης, Η Αγία πόλις Ιερουσαλήμ και τα περίχωρα αυτής, Εκδόσεις Μυγδονία, Θεσσαλονίκη, 2004, σ. 237-241      

[7] Βενιαμίν Ιωαννίδου, Αρχιμανδρίτου του Πατριαρχικού Θρόνου των Ιεροσολύμων, Προσκυνητάριον της Αγίας Γης, Η Αγία πόλις Ιερουσαλήμ και τα περίχωρα αυτής, Εκδόσεις Μυγδονία, Θεσσαλονίκη, 2004, σ. 237-241      

[8] Βενιαμίν Ιωαννίδου, Αρχιμανδρίτου του Πατριαρχικού Θρόνου των Ιεροσολύμων, Προσκυνητάριον της Αγίας Γης, Η Αγία πόλις Ιερουσαλήμ και τα περίχωρα αυτής, Εκδόσεις Μυγδονία, Θεσσαλονίκη, 2004, σ. 237-241      

[9] Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος, Ιστορία της Εκκλησίας Ιεροσολύμων, Α΄Ανατύπωση, Αθήνα 2010        

[10] Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος, Ιστορία της Εκκλησίας Ιεροσολύμων, Α΄Ανατύπωση, Αθήνα 2010

[11] Αρχιμανδρίτου Κάλλιστου Μηλιαρά, Οι Άγιοι Τόποι εν Παλαιστίνη και τα επ’ αυτών δίκαια του ελληνικού έθνους, Πολιτιστική Εταιρεία Επιχειρηματιών Βορείου Ελλάδος, Κέντρο Πολιτιστικών Μελετών «Άγιοι Κύριλλος και Μεθόδιος»,Τόμος Δεύτερος, Θεσσαλονίκη 2002, University Studio Press, σ.31-34                                  

[12] Βενιαμίν Ιωαννίδου, Αρχιμανδρίτου του Πατριαρχικού Θρόνου των Ιεροσολύμων, Προσκυνητάριον της Αγίας Γης, Η Αγία πόλις Ιερουσαλήμ και τα περίχωρα αυτής, Εκδόσεις Μυγδονία, Θεσσαλονίκη, 2004, σ. 237-241      

[13] Βενιαμίν Ιωαννίδου, Αρχιμανδρίτου του Πατριαρχικού Θρόνου των Ιεροσολύμων, Προσκυνητάριον της Αγίας Γης, Η Αγία πόλις Ιερουσαλήμ και τα περίχωρα αυτής, Εκδόσεις Μυγδονία, Θεσσαλονίκη, 2004, σ. 237-241      

[14] Αρχιμανδρίτου Κάλλιστου Μηλιαρά, Οι Άγιοι Τόποι εν Παλαιστίνη και τα επ’ αυτών δίκαια του ελληνικού έθνους, Πολιτιστική Εταιρεία Επιχειρηματιών Βορείου Ελλάδος, Κέντρο Πολιτιστικών Μελετών «Άγιοι Κύριλλος και Μεθόδιος»,Τόμος Δεύτερος, Θεσσαλονίκη 2002, University Studio Press, σ.31-34                 

 [15] Αρχιμανδρίτου Κάλλιστου Μηλιαρά, Οι Άγιοι Τόποι εν Παλαιστίνη και τα επ’ αυτών δίκαια του ελληνικού έθνους, Πολιτιστική Εταιρεία Επιχειρηματιών Βορείου Ελλάδος, Κέντρο Πολιτιστικών Μελετών «Άγιοι Κύριλλος και Μεθόδιος»,Τόμος Δεύτερος, Θεσσαλονίκη 2002, University Studio Press, σ.31-34                                  

 [16] Αρχιμανδρίτου Κάλλιστου Μηλιαρά, Οι Άγιοι Τόποι εν Παλαιστίνη και τα επ’ αυτών δίκαια του ελληνικού έθνους, Πολιτιστική Εταιρεία Επιχειρηματιών Βορείου Ελλάδος, Κέντρο Πολιτιστικών Μελετών «Άγιοι Κύριλλος και Μεθόδιος»,Τόμος Δεύτερος, Θεσσαλονίκη 2002, University Studio Press, σ.31-34                                   

 [17] Αρχιμανδρίτου Κάλλιστου Μηλιαρά, Οι Άγιοι Τόποι εν Παλαιστίνη και τα επ’ αυτών δίκαια του ελληνικού έθνους, Πολιτιστική Εταιρεία Επιχειρηματιών Βορείου Ελλάδος, Κέντρο Πολιτιστικών Μελετών «Άγιοι Κύριλλος και Μεθόδιος»,Τόμος Δεύτερος, Θεσσαλονίκη 2002, University Studio Press, σ.31-34                                  

[18] Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος, Ιστορία της Εκκλησίας Ιεροσολύμων, Α΄Ανατύπωση, Αθήνα 2010     

[19] Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος, Ιστορία της Εκκλησίας Ιεροσολύμων, Α΄Ανατύπωση, Αθήνα 2010      

[20] Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος, Ιστορία της Εκκλησίας Ιεροσολύμων, Α΄Ανατύπωση, Αθήνα 2010       



Print-icon 




Πνευματικά δικαιώματα 2009-2013 © «Ρωμηοσύνη»
Επιτρέπεται η αναπαραγωγή του υλικού του ιστοχώρου με προϋπόθεση την αναφορά στην πηγή: «Ρωμηοσύνη» www.romiosini.org.gr

:: Πατριαρχείο Ιεροσολύμων :: Ειδήσεις εκ του Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων :: Σχετικά :: Τελευταία νέα :: Τρέχοντα Προγράμματα :: Ιστορικό Αρχείο της Μ.Κ.Ο. "Ρωμηοσύνη" ::


Login-iconLogin  ForgottenPassword-iconΥπενθύμιση κωδικού 

Αυτή τη στιγμή διαβάζουν την ιστοσελίδα μας 107 επισκέπτες.