Τρίτη, 23 Απρ, 2024
Του αγίου μεγαλομάρτυρος Γεωργίου του τροπαιοφόρου, Γλυκερίου μάρτυρος, Γεωργίου του εν Μαγνησία (1796), Λαζάρου και Λουκά (1802) των νεομαρτύρων.

Ο Γέρων Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης

«Τήν ψυχή μου, Κύριε, ἐν ἁμαρτίαις παντοίαις….»


«Σε προηγούμενο κεφάλαιο είχα «αυτοχαρακτηρισθεί» σαν το πλέον…. κακομαθημένο πνευματικό παιδί του πατρός Πορφυρίου!

Ο χαρακτηρισμός αυτός, όχι μόνον δεν ήταν τυχαίος, αλλά και ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα. Γιατί, δεν νομίζω, να υπήρχε, ολόκληρες δεκαετίες, άλλο πνευματικό του παιδί, που να μπορούσε να τον βλέπει όποια μέρα και ώρα ήθελε και να παραμένει κοντά του όσες ώρες ήθελε! Σε αυτό, νομίζω, ότι είχα την…. αποκλειστικότητα!

Τα προαναφερθέντα, όμως, συνέβαιναν τις πρώτες δεκαετίες της γνωριμίας μας. Τότε, δηλαδή, που η φήμη του πατρός Πορφυρίου, μόλις άγγιζε τα όρια της Αττικής. Αργότερα, που η φήμη του ξεπέρασε τα στενά αυτά όρια κα επεκτάθηκε σε ολόκληρη την Ελληνικήεπικράτεια, τα πράγματα έγιναν κάπως δύσκολα. Και όταν η φήμη του έσπασε το φράγμα των συνόρων μας, έγιναν ακόμη δυσκολότερα.

Η μεγάλη, όμως, δυσκολία συμπίπτει με την τελευταία δεκαετία της ζωής του, όταν η φήμη του, την ακολούθησαν οι ασθένειες του, οι οποίες δεν ήταν μόνον πολλές, αλλά και πολύ σοβαρές!

Τότε, αρχίζει να στενεύει ο κύκλος και ο αριθμός των συναντήσεών μας και, παράλληλα, να σμικρύνεται και ο χρόνος των συνομιλιών μας. Η χαριστική βολή, ωστόσο, δόθηκε την τελευταία τριετία, που, σε όλα τα προαναφερθέντα προστέθηκε η υπερκόπωση του Παππούλη, εξαιτίας της πληθώρας των πιστών, που τον επισκέπονταν, καθημερινά, για να λάβουν την ευλογία του και να ζητήσουν τη βοήθειά του, για την επίλυση των προβλημάτων τους. Ύστερα απ’ όλα αυτά και με υπόδειξη των θεραπόντων ιατρών του, ο Παππούλης αποφάσισε να εγκαταλείπει το Ησυχαστήριο όλα σχεδόν τα Σαββατοκύριακα- τότε, δηλαδή που η προσέλευση του κόσμου ήταν μεγάλη – και να πηγαίνει σε ένα άγνωστο μέρος της Εύβοιας. Σε αυτό περνούσε όχι μόνο τα Σαββατοκύριακα, αλλά και άλλες ημέρες, που αισθανόταν άρρωστος και κουρασμένος.

Με αυτόν τον τρόπο, η συνάντησή μου με τον Παππούλη έγινε, σχεδόν, αδύνατη. Γιατί τα Σαββατοκύριακα, που μπορούσα να πηγαίνω εγώ να τον συναντήσω, εκείνος έλειπε. Τις εργάσιμες μέρες που βρισκόταν στο Ησυχαστήριο, εγώ εργαζόμουν σε υπεύθυνη θέση (Διευθυντής Ι.Κ.Α.) και επομένως δεν μπορούσα να απουσιάζω από την Υπηρεσία μου, άρα οι συναντήσεις δεν μπορούσαν να γίνουν.

Το μόνο που μας απέμεινε, ήταν η τηλεφωνική μας επικοινωνία. Αλλά, όπως πολύ σοφά είχε παρατηρήσει, κάποτε, μια εκλεκτή μου φίλη «οι άνθρωποι από το τηλέφωνο σκοτώνονται!». Και δεν είχε, καθόλου, άδικο!

Εγώ, μόνο, δεν θυμάμαι πόσες φορές είχα έλθει σε ρήξη με τον Παππούλη, χωρίς αποχρώντα λόγο!

Εκτός αυτού, τι και πόσα μπορούσε να πει κανείς από τηλεφώνου, όταν, μάλιστα, και εκεί υπήρχαν περιορισμοί χρόνου και δυσκολίες μεγάλες, για να πιάσει γραμμή; Εάν κατόρθωνα και «έβγαζα» γραμμή την ημέρα, είχε πάντα πολύ κόσμο και δεν μπορούσε να μου μιλήσει, για αυτό μου έλεγε να τον παίρνω τηλέφωνο στις δυο η ώρα μετά τα μεσάνυχτα ή στις πέντε το πρωί.

Πράγματι, προσπαθούσα στις δύο η ώρα, αλλά ήταν αδύνατον να πιάσω γραμμή. Εκείνη την ώρα, όπως μου έλεγε, τον έπαιρναν από Αμερική και από άλλες χώρες που τότε- λόγω διαφοράς ώρας- είχαν πρωί.

Όλες αυτές οι αποτυχημένες προσπάθειες μου προκαλούσαν εκνευρισμό και συγχρόνως αγανάκτηση. Και αυτό το έβλεπε ο Παππούλης, με τη χάρη που είχε από το Θεό. Για αυτό, όταν, τελικά, κατόρθωνα να μιλήσω μαζί του, με παρατηρούσε και μου συνιστούσε ηρεμία και ψυχραιμία. Ενώ εγώ, περνώντας την επίθεση του παραπονιόμουν, ότι, τώρα που «έμπλεξε» με τον Ανώτατο Κλήρο, με παραμέρισε. Και τότε άρχιζε το λογοπαίγνιο μεταξύ μας και ο Παππούλης προσπαθούσε να με πείσει, ότι τίποτα δεν άλλαξε στις σχέσεις μας, αλλά η ηλικία, η υπερκόπωση και η ασθένεια τον υποχρεώνουν να αλλάξει συμπεριφορά προς όλους, για να κατορθώσει να παρατείνει την ζωή του, προς όφελος όλων μας.

- Τι να κάνω; Αφού πονάω πολύ! Και όλος ο κόσμος με έχει ανάγκη. Και δεν μπορώ να ανταποκριθώ και με παρεξηγούν. Και εσύ, ακόμη, με παρεξηγείς. Και με το δίκιο σου. Θυμάσαι όλα τα παλαιά και τώρα σου κακοφαίνεται. Αλλά, μήπως εγώ δε θέλω τη συντροφιά σου; Αλλά αφού δεν μπορώ; Τι να κάνω; Πες μου; Θέλεις να πεθάνω;

- Όχι! Παππουλάκη μου! Μακριά από μένα τέτοιες σκέψεις. Απλώς, σας πιέζω να με βοηθήσετε στην επίλυση του προβλήματός μου. Γιατί, όπως ξέρετε χρονίζει. Και όσο περνά ο καιρός, τόσο πιο οξύ γίνεται.

- Εύχομαι!

- Εύχεσθε, Παππούλη, αλλά αποτέλεσμα δε βλέπω.

- Έχει ο Θεός, παιδί μου.

Μετά από τον παραπάνω διάλογο, που είχα μαζί του, κατάλαβα, ότι δεν υπήρχαν άλλα περιθώρια για να τον πιέσω τηλεφωνικά. Για αυτό αποφάσισα και του έστειλα με μια κοπέλα, μια μακροσκελέστατη, πολυσέλιδη επιστολή, που αποτελούσε από την αρχή μέχρι το τέλος, ένα δριμύ «κατηγορώ» σε βάρος του πατρός Πορφυρίου.

Σε γενικές γραμμές, η επιστολή μου αναφερόταν σε πράξεις και προπαντός παραλείψεις, που είχαν σημειωθεί- πάντα κατά την κρίση μου- εκ μέρους του πατρός Πορφυρίου, οι οποίες είχαν σαν αποτέλεσμα την μη επίλυση του προσωπικού μου προβλήματος και, επομένως τον καθιστούσα υπεύθυνο για αυτό, και ούτε λίγο , ούτε πολύ του καταλόγιζα και τρομερές προσωπικές ευθύνες!

Και το πιο σπουδαίο είναι, ότι τις ευθύνες αυτές δεν τις περιόριζα μόνο σε αυτή τη ζωή, αλλά τις επεξέτεινα και… στην άλλη! Και τούτο φαίνεται καθαρά από μια προσεκτική ανάγνωση της παρακάτω αναφερόμενης περικοπής της επιστολής: «… Τέλος, Παππούλη, θα πρέπει να λάβετε σοβαρά, υπόψη σας, και τούτο: Κάποια μέρα και εγώ και εσείς θα πεθάνουμε. Αυτό είναι το μόνο βέβαιο. Αφού ό,τι γεννιέται πεθαίνει. Και τότε, εκεί επάνω που θα πάμε, εγώ μεν θα έχω να δώσω λόγο, μόνο, ενώπιον του Θεού. Εσείς, όμως, εκτός από το λόγο που θα δώσετε στο Θεό, θα πρέπει να απολογηθείτε και στον αγαπητό σας φίλο και συλλειτουργό σας αείμνηστο Παπαγιάννη, τον Πατέρα μου! Γιατί, ενώ εκείνος σας εμπιστεύτηκε το παιδί του, εσείς δεν κάνατε τίποτε ή σχεδόν τίποτε, για να του συμπαρασταθείτε και να συμβάλλετε, με τον τρόπο σας, στην επίλυση του τόσο σοβαρού προβλήματος μου, καίτοι είχατε την δυνατότητα και πλούσια τη χάρη του Θεού, που σας είχε χορηγήσει και μάλιστα με μεγάλη… απλοχεριά, κ.λπ. κ.λπ.»

Σε αυτό περίπου το ύφος και πνεύμα είχε γραφεί ολόκληρο το πολυσέλιδο κείμενο της επιστολής μου.

Από την ίδια την κοπέλα, που μετέφερε την επιστολή μου, πληροφορήθηκα, ότι τουλάχιστον τρία συνεχόμενα πρωινά, ο Παππούλης της ζητούσε να αναγνώσει την επιστολή μου, την οποία παρακολουθούσε αμίλητος, με ιδιαίτερη προσοχή και χωρίς σχόλια.

Από πληροφορίες, όμως, που είχα από πρόσωπα του άμεσου περιβάλλοντος, ο πατήρ Πορφύριος ζήτησε την ανάγνωση της επιστολής πολλές φορές και από άλλο άτομο της απολύτου εμπιστοσύνης του και φαινόταν ιδιαίτερα προβληματισμένος, από το περιεχόμενο της.

Εν τω μεταξύ οι ημέρες περνούσαν και η ποθητή απάντηση δε φαινόταν να έρχεται. Και αυτό με ανησυχούσε πάρα πολύ, γιατί γνώριζα τον Παππούλη καλύτερα και από τον εαυτό μου  και ήξερα ότι, όσο περισότερο αργεί, τόσο πιο σκληρή θα είναι η άπαντησή του.

Είχαν περάσει πάρα πολλές ημέρες, από την ημέρα που επιδόθηκε η επιστολή μου στον πατέρα Πορφύριο, τόσες πολλές, μάλιστα που είχα πάψει να ελπίζω σε απάντησή του, όταν μια άγρια χειμωνιάτικη νύχτα, άκουσα μέσα στον ύπνο μου, να χτυπά το απόρρητο τηλέφωνο μου. Ξύπνησα πολύ αναστατωμένος!

Όταν, όμως, είδα τους δείκτες του μεγάλου ωρολογίου να δείχνουν ώρα πέντε ακριβώς, πρωινή, ησύχασα αμέσως! Διότι, η ώρα αυτή ήταν που μου τηλεφωνούσε ο Παππούλης.

Αμέσως έσπευσα στο Γραφείο και αφού προηγουμένως προμηθεύτηκα μολύβι και χαρτί, σήκωσα το ακουστικό. Με το εμπρός, που είπα, ακούω τη γνώριμη και πολυαγαπημένη φωνή του Παππούλη μου, ο οποίος χωρίς καν να μου ευχηθεί Καλημέρα, όπως έκανε πάντα, αρχίζει να με….. βομβαρδίζει με ένα κείμενο, σε ρυθμό υπαγορεύσεως και, μάλιστα, με τόση καθαρή και βροντώδη φωνή, που δεν την είχα ξανακούσει ποτέ! Πρόλαβα και το σημείωσα και έχει ακριβώς ως εξής:

«Τήν ψυχήν μου, Κύριε, ἐν ἁμαρτίαις παντοίαις

καί ἀτόποις πράξεσιν δεινῶς παραλελυμένην

ἔγειρον τῇ θεϊκῇ σου ἐπιστασίᾳ,

ὥσπερ καί τόν παράλυτον ἤγειρας πάλαι

ἵνα κράζω σεσωσμένος,

οἰκτίρμων, δόξα, Χριστέ, τῷ κράτει σου.»

Αυτά είπε ο μακαριστός Γέροντας και προσθέντοντας τη γνωστή, σε όλους, λέξη «Εύχομαι» μου έκλεισε το τηλέφωνο!

Δεν μπορώ να υπολογίσω πόσα λεπτά της ώρας έμεινα ακίνητος και αμίλητος. Πάντως αρκετά! Όταν συνήλθα, ανέγνωσα με προσοχή μεγάλη το κείμενο που μου είχε υπαγορεύσει ο πατήρ Πορφύριος, αλλά, όπως ήμουν από τον ύπνο, ούτε την αυθεντική ερμηνεία του μπορούσα να δώσω, αλλά, ούτε και να αντιληφθώ, τι σχέση είχαν όλα αυτά με εμένα και για ποιο λόγο με πήρε τέτοια ώρα τηλέφωνο, για να μου τα πει!

Διαβάζοντας, όμως, περισσότερες φορές το κείμενο και κάνοντας λέξη προς λέξη την γραμματική του ερμηνεία, άρχισα να καταλαβαίνω πολλά πράγματα και να υπεισέρχομαι στο βαθύτερο νόημα του κειμένου και επομένως να δικαιολογώ απόλυτα τη νυχτερινή ενέργεια του Παππούλη, δεδομένου ότι αυτή αποτελούσε μια πλήρη απάντηση στη μακροσκελή επιστολή μου.

Εδώ, αξίζει να σημειωθεί, ότι η προσπάθειά μου, για να δώσω μια πλήρη και συγκεκριμένη ερμηνεία στο όλο κείμενο, προσέκρουσε στη λέξη «πάλαι». Και τούτο, διότι στην βιασύνη μου επάνω να προλάβω τον Παππούλη την ώρα που υπαγόρευε το κείμενο, έγραψα «πάλε» αντί του ορθού «πάλαι». Αυτό με δυσκόλεψε πολύ στη σωστή ερμηνεία. Για αυτό αποφάσισα να πάω για ύπνο, και το πρωί να το μελετούσα καλύτερα. Αλλά και στο κρεβάτι, που ξάπλωσα, το πρόβλημα εξακολουθούσε να με απασχολεί πολύ έντονα! Οπότε, μετά από δέκα λεπτά περίπου, ξαναχτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν , πάλι, ο Παππούλης, ο οποίος μόλις το σήκωσα το ακουστικό, μου είπε: «Το «πάλαι» γράφεται με άλφα γιώτα (αι) και θα πει κάποτε! Άντε, γεια σου τώρα…».

Εγώ έμεινα άναυδος! Τι μπορούσα να πω, τώρα, για αυτό τον «αγράμματο» Σοφό; Τίποτε!

Μετά από όλα αυτά δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Έμεινα καρφωμένος στην πολυθρόνα του Γραφείου μέχρι το πρωί, που έφυγα για την υπηρεσία μου. Αλλά και εκεί ο νους μου ήταν καρφωμένος στα νυχτερινά γεγονότα. Την επομένη ημέρα βρέθηκα στο Μήλεσι. Ο Παππούλης έδωσε εντολή, να περάσω αμέσως. Εγώ, μπαίνοντας στο κελλί του, άρχισα… να απαγγέλω το δικό του κείμενο, με στεντορία τη φωνή: «Τήν ψυχή μου Κύριε, ἐν ἁμαρτίαις παντοίαις…». Όταν τελείωσα, ο πατήρ Πορφύριος με… βαθμολόγησε: Στην εκμάθηση, πήρες «Άριστα». Στην εκφώνηση, μηδέν!

- Γιατί , Παππούλη;

- Γιατί, με τον τρόπο, που το έλεγες, ήταν σαν να φοβέριζες το Θεό και σαν να τον διέτασσες! Έτσι, σου το είπα εγώ από τηλεφώνου; Ασφαλώς, όχι. Όταν παιδί μου, απευθυνόμαστε στον Θεό, δεν παίρνουμε ύφος στρατιωτικού, που διατάσσει φανταράκια. Αλλά ύφος ταπεινού δούλου και φωνή ικετευτική και παρακλητική. Μόνο αυτή η φωνή φθάνει στο θρόνο του Θεού, ο οποίος σαν φιλόστοργος Πατέρας, που είναι, ικανοποιεί το αίτημά μας και «ἀντικαταπέμπει ἡμῖν τήν θείαν χάριν καί τήν δωρεάν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος!».

- Σε συγχαίρω που το έμαθες απ’ έξω, αλλά για πες μου πόσες φορές το λες την ημέρα;

- Καμία!

- Τότε, γιατί το έμαθες; Μαθαίνουμε κάτι και το βάζουμε στο … σεντούκι; Έχει νόημα αυτό; Αυτό, πρέπει να λέγεται πολλές φορές. Όχι μόνο από εσένα. Αλλά και από εμένα και από όλους μας, και μάλιστα, να λέγεται με τον τρόπο που σου είπα. Θέλω να το λες πολλές φορές. Με άκουσες;

- Οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τό εὖ, Παππούλη μου….

-  Αυτό, καλό είναι, αλλά δεν ισχύει στην περίπτωση της προσευχής. Εδώ, ισχύει το «αδιαλείπτως προσεύχεσθε». Και αυτό συνιστώ και σε σένα και όλο τον κόσμο.

- ….

- Αλήθεια, δεν μου είπες, κατάλαβες το νόημά του;

- Δεν το κατάλαβα, απλώς, αλλά το παρακατάλαβα!

- Κοίταξε, παιδί μου! Ο Θεός μας, προκειμένου να διαπαιδαγωγήσει τα παιδιά του, που τον πιστεύουν, τον αγαπούν και τον λατρεύουν, χρησιμοποίει διάφορους τρόπους, μεθόδους και σχέδια. Μέσα στα σχέδια του Θεού μας είναι και η επιβολή κανόνων, οι οποίοι αποσκοπούν, πάντα, στη σωτηρία της ψυχής μας. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση τη δική σου. Εμείς δεν μπορούμε να αλλάξουμε ή να διαγράψουμε τα σχέδια του Θεού. Πολύ περισσότερο δεν μπορούμε να του το επιβάλλουμε. Μπορούμε, όμως, να τον παρακαλέσουμε και να τον ικετεύσουμε και Εκείνος, σαν φιλάνθρωπος που είναι, μπορεί να εισακούσει τις προσευχές μας και να συντμήσει το χρόνο ή ακόμη και να τον διαγράψει. Και Εκείνος θα το εγκρίνει. Ύστερα, οι κανόνες αυτοί δεν έχουν το χαρακτήρα της εκδίκησης ή της τιμωρίας, αλλά της διαπαιδαγώγησης και δεν έχουν καμία σχέση με αυτούς που επιβάλλονται από ορισμένους πνευματικούς κατά την εξομολόγηση και οι οποίοι, είτε από υπερβάλλοντα ζήλο, είτε από άγνοια, εξαντλούν τα όρια της τιμωρίας, χωρίς να το αντιλαμβάνονται, ότι με τον τρόπο αυτό, αντί να κάνουν καλό, διαπράττουν έγκλημα. Εγώ, πάντα τους φωνάζω και τους συμβουλεύω: Όχι μεγάλες τιμωρίες. Αλλά σωστές συμβουλές. Γιατί, οι μεγάλες τιμωρίες, τροφοδοτούν τον άλλον, τον πονηρό, με πλούσια πελατεία. Και αυτός, αυτό περιμένει. Αυτό καραδοκεί και έχει πάντα ανοιχτές τις αγκάλες του, για να τους δεχτεί! Και τους τάζει, μάλιστα, λαγούς με πετραχήλια….. Για αυτό απαιτείται μεγάλη προσοχή στην επιλογή του πνευματικού. Όπως αναζητάτε τον καλύτερο γιατρό, το ίδιο να κάνετε και για τον πνευματικό. Και οι δυο γιατροί είναι. Ο ένας του σώματος και ο άλλος της ψυχής! Όσον αφορά για σένα, σου συνιστώ να λες συνέχεια αυτό που σου έμαθα και όπως σου το έμαθα και πολύ σύντομα θα διαπιστώσεις μεγάλη διαφορά και δεν θα με χρειαστείς.

- Σε χρειάζομαι, Παππούλη, σε χρειάζομαι!»

 

Πηγή υλικού

Ανάργυρου Καλλιάτσου, Ο Πατήρ Πορφύριος Ο Διορατικός, Ο Προορατικός, ο Ιαματικός, Ιερόν Γυναικείον Ησυχαστήριον «Η Μεταμόρφωσις του Σωτήρος», Ε΄ Έκδοση, Αθήναι 2002, σ. 199-207

 

Επιλογή υλικού

Αικατερίνη Διαμαντοπούλου, Υπεύθυνη υλικού των Ιστοχώρων του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων   



Print-icon 




Πνευματικά δικαιώματα 2009-2013 © «Ρωμηοσύνη»
Επιτρέπεται η αναπαραγωγή του υλικού του ιστοχώρου με προϋπόθεση την αναφορά στην πηγή: «Ρωμηοσύνη» www.romiosini.org.gr

:: Πατριαρχείο Ιεροσολύμων :: Ειδήσεις εκ του Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων :: Σχετικά :: Τελευταία νέα :: Τρέχοντα Προγράμματα :: Ιστορικό Αρχείο της Μ.Κ.Ο. "Ρωμηοσύνη" ::


Login-iconLogin  ForgottenPassword-iconΥπενθύμιση κωδικού 

Αυτή τη στιγμή διαβάζουν την ιστοσελίδα μας 70 επισκέπτες.