Την Παρασκευήν, 13ην/26ην Φεβρουαρίου 2010, ο Μακαριώτατος Πατριάρχης Ιεροσολύμων κ.κ. Θεόφιλος μετά την εν τω γραφείω εργασίαν Αυτού, εξήλθε του Πατριαρχείου, συνοδευόμενος υπό του Γέροντος Αρχιγραμματέως Αρχιεπισκόπου Κωνσταντίνης κ. Αριστάρχου, του Αρχιεπισκόπου Αβήλων κ. Δωροθέου, του Αρχιμανδρίτου π. Ιερωνύμου, του Ιερομονάχου π. Φιλουμένου και του Ιεροδιακόνου π. Αθανασίου και κατηυθύνθη προς την περιοχήν της Σαμαρείας.
Μετά μιας ώρας αυτοκινητικήν πορείαν υπό την ευλογίαν καταρρακτώδους βροχής, αφίχθη εις το Φρέαρ του Ιακώβ, ένθα και υπεδέχθη και εδεξιώθη Αυτόν εις πλουσίαν νηστήσιμον τράπεζαν ο ηγούμενος του Φρέατος Αρχιμανδρίτης Ιουστίνος, ο αποπερατώσας τον Ιερόν Ναόν της Αγίας Φωτεινής της Σαμαρείτιδος, εις το οποίον και εναπόκειται νυν το λείψανον του παρά το Φρέαρ του Ιακώβ μαρτυρήσαντος Αγιοταφίτου Φιλουμένου, εξ Ορούντος της Κύπρου ορμωμένου, προσφάτως ως ιερομάρτυρος καταταχθέντος εις τας δέλτους του Συναξαρίου της Εκκλησίας Ιεροσολύμων.
Μετά την τράπεζαν ο Μακαριώτατος εξήλθε της Ιεράς Μονής του Φρέατος, συνοδευόμενος και υπό του ιερέως π. Γεωργίου Αουάδ και των Επιτρόπων της πλησιοχώρου του Φρέατος του Ιακώβ κώμης των Ραφιδίων, οίτινες είχον αφιχθή εις την Ιεράν Μονήν του Φρέατος προ του Μακαριωτάτου.
Μετ' αυτών κατηυθύνθη εις τον νέον ιερόν ναόν του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, το έτος 2008 εγκαινιασθέντος. Εις τον ναόν τούτον, καρπόν της πίστεως, της ευσεβείας, της επιμελείας και φιλοπονίας του μικρού Ορθοδόξου ποιμνίου της κώμης ταύτης των Ραφιδίων, γενόμενος θερμώς δεκτός ο Μακαριώτατος, προεξήρξε της ακολουθίας της Β' Στάσεως των Χαιρετισμών, κηρύττων προ της Απολύσεως αυτής τον θείον λόγον εις τους προσελθόντας πιστούς περί της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου, της εκ Πνεύματος Αγίου σαρκωσάσης τον πριν άσαρκον Υιόν και Λόγον του Θεού, Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν.
«Αύτη», είπεν ο Μακαριώτατος, «ήκουσε την πρόσκλησιν του Θεού και δεν ηκολούθησε το ιδικόν της θέλημα, αλλά το θέλημα του Θεού. Είπεν: ιδού η δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά το ρήμά Σου, και ήνωσε την γην με τον ουρανόν, τον άνθρωπον με τον Θεόν».
«Διανύσαντες την Αγίαν και Μεγάλην Τεσσαρακοστήν και την περίοδον της νηστείας, καλούμεθα να ενσαρκώνωμεν πνευματικώς τον Χριστόν, να ενωθώμεν μετ' Αυτού εις κοινωνίαν, όπως η Θεοτόκος εδέχθη Αυτόν εις τα σπλάχνα αυτής και ενεσάρκωσεν Αυτόν εκ των αγνών αιμάτων της. Καλούμεθα να νηστεύωμεν όχι μόνον από τροφάς, αλλά μετά της νηστείας να εργαζώμεθα τας αρετάς της προσευχής, της αγνείας και της ελεημοσύνης. Εις τούτο έχομεν ανάγκην ενισχύσεως, δια τούτο και οι θεοφόροι Πατέρες της Εκκλησίας ώρισαν την μεταπροσεχή Κυριακήν την προσκύνησιν του Τιμίου Σταυρού δια την ενίσχυσιν ημών δι' αυτού».
«Ήλθομεν εξ Ιεροσολύμων, ίνα μεταφέρωμεν υμίν την Χάριν του Παναγίου Τάφου, να συμπροσευχηθώμεν μεθ' υμών, αλλά και δια να ακούσωμεν τα προβλήματα υμών. Θέλομεν υμείς να είσθε ηνωμένοι μετά του Χριστού και μεταξύ υμών, να δοξάζητε Αυτόν μετά του Πατρός και του Αγίου Πνεύματος και να τιμάτε το όνομα των Ρωμαίων-Ορθοδόξων».
Μετά το τέλος της ακολουθίας, ο Μακαριώτατος εκάθισε μετά του ιερέως και των Επιτρόπων και επέλυσεν αυτοίς πρόβλημα απασχολούν αυτούς, προτείνων αμοιβαίαν μεταξύ αυτών συγγνώμην, συγχώρησιν, συγκατάβασιν, αλλήλων αποδοχήν και ανοχήν και αγάπην τελείαν, την επιστεγάζουσαν όλας τας αρετάς.
Εκ της Αρχιγραμματείας.