![](skn/spacer.gif) |
![](skn/spacer.gif) |
![](skn/spacer.gif) |
![](skn/spacer.gif) |
|
![](skn/spacer.gif) |
|
![](skn/spacer.gif) |
![](skn/spacer.gif) |
"Ευδαιμονία και μακαριότητα", Αικατερίνης Διαμαντοπούλου,PhD Φιλοσοφίας
Α. Γενικά
Ως γνωστό, το δέον σε κάθε αξιακό σύστημα απορρέει από το ον. Η πλατωνική Ηθική βασίζεται «εν πολλοίς» στην αρχαιοελληνική Ανθρωπολογία, κατά την οποία ο άνθρωπος είναι ον δεοντολογικού περιεχομένου και ηθικής τάξεως[1]. Στο σύνολό της η ελληνική Φιλοσοφία θέτει ως προϋπόθεση ότι ο άνθρωπος έχει την ικανότητα να θεωρεί με το νου τα πράγματα, να τα διερευνά και να τα αναγνωρίζει. Συνεπώς, οι ηθικές αρχές τού Πλατωνισμού προϋποθέτουν μια λογοκρατική και νοησιαρχική Ανθρωπολογία[2]. Γενικά, η ελληνική Παιδεία στάθηκε ορθολογική, βλέποντας τον άνθρωπο ως θηρευτή τής αλήθειας, ως ιδανικό πρότυπο, που διψά να πραγματώσει[3]. Κάθε ηθική απόφαση προϋποθέτει λογική κρίση και οξεία αντίληψη. Μόνο ο άνθρωπος «λόγον ἔχει τῶν ζώων», γι’ αυτό και ορίζεται ως «ζῶον λογικόν»[4]. Μια πράξη αρετής, υποστηρίζει ο Πλάτων, πρέπει να έχει μέσα της τη σφραγίδα τής νόησης. Ο λόγος εδώ καθίσταται το όργανο, που μας βοηθά να διευρύνουμε και ελέγξουμε το κάθετι.
Παράλληλα, ο άνθρωπος αποκαλύπτεται στους συνανθρώπους του μέσα από μια σειρά εκδηλώσεων και ενεργειών, που, κατά κύριο λόγο, αποτελούν ενέργειες ενός πνευματικού έμβιου όντος[5]. Η ενόραση, που μας κατατοπίζει άμεσα[6], αλλά και η απλή έκφραση των αισθήσεων είναι οι πρώτες - πρώτες μαρτυρίες, που συγκροτούν την πνευματικότητα τού ανθρώπου, δηλ. οι ιδιαίτερες εκείνες ποιότητες και ικανότητες, που συντείνουν στην «ανθρωπινότητά» (Humanita) του[7]. Με τον όρο πνευματικότητα δηλώνεται το «ίδιον» ποιόν, που, κατά τη Φιλοσοφία, συνιστά τον άνθρωπο. Έχοντας κανείς καθαρή συνείδηση της πνευματικότητάς του, ανακαλύπτει τις πλούσιες δυνάμεις, που διαθέτει, επιδιώκοντας τον εξανθρωπισμό του[8]. Τώρα, όλος αυτός ο πνευματικός πλούτος τού ανθρώπου δηλώνει μια υπέρβαση. Η υπέρβαση, που ενέχει αξιολογικό περιεχόμενο, χαρακτηρίζει όλα τα διαβήματα του ανθρώπου. Ο Πλάτων ορίζει τον άνθρωπο, τον οποίο αλλού παρομοιάζει με την πολιτεία[9], ως «ζῶον, δίπουν, ἄπτερον»[10]. Ο άνθρωπος ξεπερνώντας, με τις πράξεις του, το φυσικό του «είναι», δημιουργεί τον κόσμο τού πνεύματος: «Αυτή ακριβώς η δημιουργικότητα, η πολύμορφη και πολύπλοκη είναι η έκφραση της ουσίας τής πνευματικής φύσης τού ανθρώπου»[11].
Όμοια, κατά τούς Πατέρες, ο άνθρωπος συνιστά μια δεοντολογική ύπαρξη· έχει κληθεί για να πραγματώσει το δέον[12]. Κατά συνέπεια, η παρούσα ανθρώπινη ζωή αποτελεί μια δοκιμασία και μια μαθητεία[13]. Το ανθρώπινο πρόσωπο, λόγω τού <κατ’ εικόνα>, έχει προικιστεί από το δημιουργό με τη δυνατότητα της πνευματικής αύξησης. Υπάρχει μέσα στον άνθρωπο η δύναμη, η σοφία, η έλλογη φορά αλλά και η αναγκαία τεχνική για να αναζητά την αρμονία τής Φύσης[14]. Ο Θεός έχει δημιουργήσει το πλάσμα Του κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να είναι δεκτικό στο να ακούει το Λόγο Του, προκειμένου να αναπτυχθεί πνευματικά, χωρίς, ωστόσο, ν’ αποπροσανατολιστεί απ’ τον αρχικό του σκοπό, που δεν είναι άλλος απ’ τη μετοχή του στην Αιώνια Ζωή. Έτσι, ο άνθρωπος καλείται προς υπέρβαση της φύσης του. Γρηγόριος ο Θεολόγος διδάσκει ότι ο άνθρωπος αποτελεί οριακή φύση, αφού βρίσκεται στο σύνορο των δύο κόσμων[15]. Το πέρασμα απ’ την σάρκα στο πνεύμα δεν γίνεται με βίαιο αποχωρισμό των δύο, αλλά με την επικράτηση του ενός πάνω στο άλλο. Ο άνθρωπος απομακρύνεται απ’ την αυθεντική φύση του, αν επικρατήσει το σαρκικό φρόνημα. Αν, όμως, κυριαρχήσει το πνεύμα, τότε μετασκευάζεται, υπερβαίνει την οριακή του φύση και μεθίσταται στο χώρο τής θεότητας[16]. Απαιτείται, λοιπόν, ένας θεοκεντρικός και χριστοκεντρικός προσανατολισμός τής όλης ζωής.
Αλλ’ ας μη νομισθεί ότι η χριστιανική ζωή, αντίθετα προς την αρχαιοελληνική ευδαιμονία, είναι απαισιόδοξη, διακηρύσσοντας γενικά μια πένθιμη βιοτή. Οι ποικίλες κοσμικές απολαύσεις και τα υλικά αγαθά αυτά καθαυτά δεν είναι, κατά τούς Πατέρες, αμαρτία, αλλ’ ευλογία τού Θεού, όταν κανείς δεν δίδεται ολόψυχα σ’ αυτά και δεν θεωρεί τον εαυτό του ευτυχισμένο μόνο απ’ αυτά[17]. Ο άνθρωπος ως πρόσωπο υπάρχει και ζει τη βαθειά ειρήνη, παρά τις υπάρχουσες κοινωνικές αναστατώσεις· αγαπά τη ζωή, παρά την τραγικότητά της· εξέρχεται από τη φυλακή των αισθητών, τα οποία υπερβαίνει. Άπειρες είναι οι αφορμές για την αυθεντική χαρά[18]. Ο Θεός μάς έφερε στο «εἶναι» εκ του «μὴ ὄντος», μας έπλασε <κατ’ εἰκόνα> Του, μας έκανε να διακρίνουμε το καλό απ’ το κακό, τέλος δε, μας ελευθέρωσε απ’ τη δουλεία[19]. Ο Χριστιανισμός, λοιπόν, στις υλικές και γήινες απολαύσεις προτάσσει άλλες μόνιμες και πνευματικές, όπως και άλλου (ποιοτικού) είδους ευτυχία και μακαριότητα, την οποία δεν παρέχουν ούτε ο κόσμος, ούτε τα υλικά αγαθά του. Η Εκκλησία από τη στιγμή τής συστάσεώς της επιδίωξε να στρέψει τον κόσμο και τα εγκόσμια αγαθά προς τα «άνω», προς τα ουράνια και αιώνια αγαθά, πλησίον ενός υπερβατικού, αόρατου, πνευματικού και προσωπικού Θεού[20].
Β. Ο σκοπός τής ζωής τού ανθρώπου.
Κλασσικό ιδεώδες σύμπαντος τού αρχαιοελληνικού πνεύματος μπορεί να θεωρηθεί γενικά η επίτευξη του μοντέλου τού «καλοῦ κἀγαθοῦ», που περιέχει ιδιαίτερο νόημα για τη ζωή τού ανθρώπου[21]. Τόσο στην αρχαία Σπάρτη, όσο και στην αρχαία Αθήνα, η σωματική άσκηση οδηγούσε στη δημιουργία τού ιδανικού ανθρώπου, το πρότυπο του οποίου υπήρξε ο γνωστός Ερμής τού Πραξιτέλη[22]. Εντούτοις, η πραγμάτωση του ιδεώδους αυτού κατανοήθηκε διαφορετικά μεταξύ, τουλάχιστον, των δυο μεγαλυτέρων Ελλήνων φιλοσόφων, Πλάτωνα και Αριστοτέλη, για να περιοριστούμε μόνο σ’ αυτούς ως τα αντιπροσωπευτικότερα πνεύματα και σχολές τής αρχαίας ελληνικής Φιλοσοφίας. Για τον Πλάτωνα η ηθική αναγωγή επιχειρείται μέσω μιας συνειδητής προσπάθειας εσωτερικής ανανέωσης του ανθρώπου· πρόκειται για μια εξιλεωτική δοκιμασία, μια θεληματική επιστροφή προς το δίκαιο, μια φυγή από τον κόσμο και μια επιθυμία προς τον Θεό, πράγματα που ο φιλόσοφος αποδέχεται με χαρά[23]. Ο γνωστός Πλατωνιστής T. Robinson, αναλύοντας αυτή την πλατωνική ψυχολογία, παρατηρεί: πρόκειται για ένα «μακάριο όραμα, μια υπομονετική αναλυτική δουλειά, μια επιστήμη αλάθευτη και μια αληθινή γνώμη, μια φυγή απ’ τον κόσμο και μια προσαρμογή στο πραγματικό, ένα βίο ασκητικό· υποχρεωτικό κήρυγμα καινούργιων ιδεών είναι οι ουσιαστικές αντιθέσεις σε κάθε φιλοσοφική ή θρησκευτική σκέψη, που δοκιμάζει και εξυψώνει τον άνθρωπο πάνω απ’ τον εαυτό του»[24]. Έτσι, οι άνθρωποι, που παρουσιάζονται με πνευματικές και ηθικές ανατάσεις, διαθέτουν ανώτερα ιδανικά, τα οποία είναι ξένα προς την ύλη[25]. Γι’ αυτό, και, κατά την αντίληψή τους, η τεκνοποίηση παρέχει την αθανασία, την ανάμνηση της ζωής και την ευδαιμονία[26]· ευδαιμονία, η οποία αποκτάται με το αγαθό, που ισοδυναμεί προς ό,τι το καλό, το ωραίο, το αληθινό, το δίκαιο και το ορθό[27].
Από την άλλη μεριά, ο Αριστοτέλης ενισχύοντας τη συνέχεια της ελληνικής σκέψης, θεωρεί ότι το «εὖ πράττειν» και, γενικότερα, το «εὖ ζῆν» συνιστούν την επί της γης ευδαιμονία. Η ηθική ενέργεια του ανθρώπου είναι υποταγμένη σε ένα φυσικό νόμο, σε μια γενικότερη φυσική σκοπιμότητα. Ο άνθρωπος υπακούει στη φωνή τής ζωής, που διαβιβάζεται ενστικτωδώς[28]. Απ’ όλα, βέβαια, τα αγαθά που υπάρχουν στην ψυχή, προκρίνονται οι αρετές, ενώ από αυτά που υπάρχουν στο σώμα, επαινούνται η υγεία και το κάλλος. Ο Αριστοτέλης, διακρίνοντας του νου σε ποιητικό και παθητικό[29], διαιρεί και αντίστοιχα τις αρετές σε διανοητικές και ηθικές[30], αποφαινόμενος ότι «ἐκ τῆς νοητικῆς ψυχῆς προερχόμενα θεωρητικά ἔργα τοῦ πνεύματος εἶναι σπουδαιότερα τῶν ἠθικῶν ἀρετῶν»[31]. Αυτή η θεωρητική, η καθαρά νοητική - ηθική[32] ενέργεια, θεμελιώνει, κατά τον Αριστοτέλη, την ευδαιμονία τού ανθρώπου[33]. Η ευτυχία εκλαμβάνεται ως το σπουδαιότερο αγαθό, το οποίο έγκειται στη σωστή ζωή, δηλαδή στο να πράττει, να δρα και να ενεργεί κανείς σωστά[34]. Ωστόσο, σύμφωνα με τη θρησκεία των αρχαίων Ελλήνων, στον άνθρωπο έχει δοθεί ορισμένο μέτρο μακαριότητας, η υπέρβαση του οποίου (βλ. Ύβρις) προκαλεί τη φθονερή επέμβαση των θεών, η οποία εμφανίζεται τότε στο προσκήνιο εκρηκτικά[35].
Όσο αφορά στο Χριστιανισμό, ο έσχατος σκοπός όλων των κτισμάτων ούτε εντοπίζεται μέσα στην ίδια τους την ουσία ―μολονότι όλα τα κτιστά όντα διαθέτουν λόγο <κατ’ εικόνα> τού Θ. Λόγου―, ούτε περιορίζεται μόνο σ’ αυτά. Ενώ ο Πλάτων υποστηρίζει ότι η η φυσική τάση τής ψυχής και η έκσταση αποτελούν τις άριστες καταστασιακές προϋποθέσεις για να μεθέξει κανείς, «ἐρῶν τῶν καλῶν» τού απόλυτου αγαθού ―τού Θεού, τού «ὄντως ὄντος»[36]― ο απόστολος των εθνών, Παύλος, αρνείται το δικαίωμα της τελείωσης αποκλειστικά και μόνο στις έμφυτες δυνάμεις τού ανθρώπου, θεωρώντας ότι κάτι τέτοιο είναι αποτέλεσμα της Θείας συμμαχίας[37]. Ο άνθρωπος είναι προϊόν τού αισθητού κόσμου και ο τελικός σκοπός τής ύπαρξής του δεν μπορεί να επιτευχθεί μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο. Ο προορισμός του υπερβαίνει το χώρο και το χρόνο και κάθετι που είναι αισθητό. Αν η διεύρυνση της συνείδησης δεν ξεπερνά το υλικό σώμα, επόμενο είναι η όλη φιλοσοφία τής ζωής να εξαντλείται στην ερμηνεία αυτού τού υλικού σώματος[38]. Κατά την Πατερική Θεολογία, σκοπός τής όλης «πεπτωκυίας» δημιουργίας είναι η πραγματοποίηση της «καινής κτίσης». Η Αγία Γραφή ξεκινάει με τη δημιουργία τού κόσμου και του ανθρώπου και τελειώνει με την υπόσχεση της «καινής» κτίσεως[39]. Σύμφωνα με το πνεύμα τής Κ. Διαθήκης, ο άνθρωπος, με βάση το <κατ’ εικόνα>, καλείται να επιστρέψει και να λυτρωθεί από την αμαρτία, να ανακαινισθεί και, γενικά, να σωθεί από την πνευματική του απώλεια. Τούτο μπορεί να επιτευχθεί με την, όσο το δυνατό, ομοίωσή του προς το Θείο του αρχέτυπο, η δε ομοίωση του ανθρώπου προς το αρχέτυπο φαίνεται με την προσοικείωση των αγαθών. Συναφής όρος τής ομοίωσης είναι και ο όρος τελείωση. Όλη η Θεολογία τού αγίου Γρηγορίου μπορούμε να πούμε ότι χαρακτηρίζεται από δυο τάσεις: τη λαχτάρα τής απόλυτης τελειότητας ως προς τη γνώση και την πράξη, και την υποταγή στους αναγκαίους συμβιβασμούς για να κατορθώσει ο άνθρωπος ―με όλες του τις αδυναμίες― να επιτύχει, στο μεγαλύτερο δυνατό όριο, αυτή την ιδανική τελειότητα[40]. Τελείωση είναι μια χωρίς τέλος (αδιάκοπη) κίνηση του πεπερασμένου ανθρώπου προς το άπειρο του Θεού. Η προσπάθεια για την τελείωση δεν εξαντλείται στις ηθικές εντολές, αλλά συνιστά μια ευρύτερη σωματικο-πνευματική πάλη[41]. Η όλη, συνεπώς, αυτή πορεία προϋποθέτει πνευματική διέλευση μέσα απ’ τον ίδιο μας τον εαυτό. Η στροφή προς τον εσωτερικό άνθρωπο επιβάλλεται, προκειμένου ο άνθρωπος να γνωρίσει τον εαυτό του, αλλά και την εικόνα τού Θείου του Αρχετύπου. Ο Μ. Βασίλειος προτρέπει να στρέφουμε διαρκώς το βλέμμα μας προς την αληθινή μας φύση. Ο έξω κόσμος και ο έξω άνθρωπος διαρκώς φθείρονται, ενώ ο «έσω», η πνευματική μας φύση, έχει τη δυνατότητα της συνεχούς ανανέωσης. Αναμφίβολα, το φθαρτό τούτο και θνητό στοιχείο τής ανθρώπινης ύπαρξης θα μετασκευασθεί σε αθάνατο και αδιάλυτο. Επί τού παρόντος, όμως, το σώμα εξακολουθεί να φθείρεται και να καταστρέφεται[42]. Καθαιρούμενους, έτσι, ηθικά, ο άνθρωπος «τελειούται» και «ικανούται» να θεάται τον Θεό, που είναι ακατάληπτος, άχρονος και αιώνιος.
Ωστόσο, μεταξύ Θεού δημιουργού και έλλογου δημιουργήματος (ανθρώπου) δεν υφίσταται, απ’ αυτή την πρώτη δημιουργία, διάσταση, αφού τόσο η ουσία, όσο και οι ενέργειες του ανθρώπου, έχουν δημιουργηθεί θεοπρεπώς. Η Πρόνοια, λοιπόν, του Θεού δεν αντιτίθεται προς το σκοπό τής ίδιας τής ζωής του ανθρώπου. Αμφότερα είναι αμοιβαίως λειτουργικά στην οικονομία τής σωτηρίας: «Η θέωση αποτελεί ένα βραβείο και η σωτηρία μπορεί να κερδιθεί με ηθική προσπάθεια»[43]. Ό,τι αναδύεται απ' τα κείμενα του Γρηγορίου είναι μια σύλληψη της χριστιανικής ζωής, στην οποία η λύτρωση με τα έργα και η λύτρωση με τη Θ. Χάρη δεν αντιμάχονται, αλλ’ αποτελούν τις εμφανείς πλευρές τής μιας και μόνης πραγματικότητας. Ο Άγιος επιχειρεί να επιτύχει μια ισορροπία μεταξύ αυτού που είναι φυσικό θέλημα για αυτόν, και αυτού που επιλέγει ελεύθερα, π.χ. ανάμεσα σε αυτό που του δίδεται, και σ’ αυτό που ο ίδιος επιτυγχάνει[44]. Μόνο τότε μπορεί η λύτρωση να είναι και ένα δώρο και ένα αντάλλαγμα της ανθρώπινης και της Θείας πηγής. Ο Γρηγόριος δεν αποδίδει τα πάντα στον άνθρωπο ή σε ένα μέρος του, ούτε τα πάντα στον Θεό, αλλά μπορεί ταυτόχρονα να πει ότι η λύτρωση του ανθρώπου είναι η ίδια του η ενέργεια. Και, επίσης, ότι όλο αυτό είναι ολοκληρωτικά η ενέργεια του Θεού. Ο άνθρωπος, όσο αγωνίζεται, λαμβάνει κατ’ αναλογία· και αγωνίζεται με τη δύναμη του Θεού, που λαμβάνει[45].
Ειδικότερα, οι στόχοι τού ανθρώπου στην επίγεια αυτή ζωή του είναι αφενός μεν να εργασθεί προς την κατεύθυνση της συμβολής στην hic et nunc αποκατάσταση των προσωπικών και διανθρωπίνων σχέσεών του με το δημιουργό Θεό και τη δημιουργία Του, και αφετέρου να γνωρίσει εγγύτερα και βαθύτερα τον Θεό[46]. Κατά τον αείμνηστο καθηγητή Νικόλαο Νησιώτη, συνιστά υποχρέωση του ανθρώπου να οδηγηθεί στην επίγνωσή του για το ακατάληπτο του Θεού, αλλά και υποχρέωσή του να γνωρίσει τον Θεό, όσο τού είναι δυνατό, με τη μετάνοια και τη μετοχή του στη Θεία Ευχαριστία, που αποτελεί απόφαση αλλαγής στη σκέψη και την πράξη του[47]. Το βίωμα της μετάνοιας, όταν είναι γνήσιο και βαθύ, εισάγει τον άνθρωπο απευθείας στη σφαίρα τού Θεού. Το μυστήριο της ι. Εξομολογήσεως δεν είναι το τέλος μιας ―από όλες τις πλευρές― αποτυχημένης ζωής, αλλ’ η απαρχή μιάς νέας και ελεύθερης, χωρίς φόβο, ζωής[48]· μιας ζωής, που οδηγεί σε απόλυτη αρμονία το σώμα με την ψυχή.
[1] J. Brunet, Greek Philosophy, 1, Platonism 1928, σ. 342-345.
[2] H. A. Wolfson, Philosophy of the Church Fathers, Cambridge 1964, p. 132.
[3] Πλάτωνος, Συμπόσιον 209 BC: «Tὶ οὖν προσήκει, φρόνησιν τε καὶ τὴν ἄλλην ἀρετήν. Ὧν δὴ εἰσὶ καὶ οἱ ποιητὲς πάντες γενήτορες καὶ τῶν δημιουργῶν ὅσοι λέγονται εὑρετικοὶ εἶναι». Ο Σωκράτης πιστεύει ότι ο άνθρωπος ωθείται στο ορθό από τον έμφυτο έρωτά του για το αγαθό. Δεν παύει να ταυτίζει και πάλι την αρετή με την αλήθεια. Θεωρεί τη φρόνηση (σοφία) και τα άλλα μέρη τής αρετής (την ανδρεία και τη δικαιοσύνη), χαρακτηριστικά των ποιητών και των εφευρετών.
[4]Πλάτωνος, Συμπόσιον 207C
[6] Paul Νatorp, Ἡ περὶ τῶν ἰδεῶν Θεωρία τοῦ Πλάτωνος, Αθήναι 1929, σ. 59. Πρβλ. Martin Gottfried, Πλάτων, Πλέθρον, Φιλοσοφία 1991, σ. 23.
[7] Β. Ν. Τατάκη, Φιλοσοφικά Μελετήματα, Ερμής, Αθήνα 1972, κεφ. Η πνευματική φύση του ανθρώπου, σ. 43 και εξ.
[8] James Adams, Σωκράτης –Πλάτωνας, Εισαγωγή στη φιλοσοφική τους σκέψη, Αθήνα 1996, σ. 59.
[9] Πλάτωνος, Τίμαιος 46d, 45b, Φαίδρος 264C 266b, Φαίδων 250 c. Πρβλ. Von A. K. Danassis, Johannes Chrysostomos, Pädagogisch-Psychologische Ideen in Seinem Werk, Bouvier Verlag Herbert Grundmann, Bonn 1971, σ. 200 ἑξ.
[10]Πλάτωνος ,Τίμαιος 157c
[11] Gr. Vlastos, Πλατωνικές Μελέτες, μετ. Ιορδάνης Αρζόγλου Μ.Ι.Ε.Τ Αθήνα 1994, σ. 95.
[12] Dimitru Staniloae, Δοκίμια, Σύναξη 1982, σ. 19.
[13] D. F. Winslow, Christology and Exegesis in the Cappadocians, London 1971, σ. 57-59.
[14] Γρηγορίου Νύσσης, Εἰς τὴν Ἑξαήμερον, P.G. 44, 73A.
[15] Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος 45, 7: «Νοῦς μὲν πέρας τοῦ μυστηρίου, τῇ πρὸς Θεὸν νεύσει θεούμενον».
[17] Snell Bruno, H ανακάλυψη του πνεύματος, Ελληνικές ρίζες τής Ευρωπαικής σκέψης, ΜΙΕΤ Αθήνα 1984, σ. 40 και εξ.
[18] Γρηγορίου Νύσσης, ΡG 44,213C: «Ἡμεῖς ἐπὶ τὴν πίστην ἐπανακτέον τὸν λόγον, δι’ ἧς ἐκ τοῦ μὴ ὄντος ὑποστῆναι τὸ πᾶν ἐδεξάμεθα, καὶ πάλιν εἰς ἄλλην τινὰ ματαστοιχειοῦσθαι κατάστασιν».
[19] M. Φαράντου, Δογματική II, Αθήνα 1997, σ. 79 και εξ.
[20] Κολ. 3, 1: «Τὰ ἄνω ζητεῖτε, τὰ ἄνω φρονεῖτε, μὴ τὰ ἐπὶ τῆς γῆς».
[21] Πλάτωνος, Γοργίας 470 e.
[22] W. D. Ross, Plato΄ς Theory of ideas, Oxford 1951, p. 79.
[23] Auguste Dies, Πλάτων, Ο άνθρωπος, η εποχή του και το έργο του, VI. Πνευματικές Μεταλλαγές, Εκδ. Καραβάκος, Αθήνα 1955, σ. 117.
[24] T. M. Robinson, Plato’s Psychology, University of Toronto Press, σ. 69.
[25] Πλάτωνος, Συμπόσιον 208e: «Οἱ ἐγκύμονες καὶ τὰ σώματα μᾶλλον πρὸς τὰς γυναῖκας τρέπονται, καὶ ταύτῃ ἐρωτικοὶ εἰσί(ν)».
[26] Δημ. Σακορράφου, Έρως προϊστορικός, πλατωνικός, Εστία-Αθήνα, σ. 245.
[27] Πλάτωνος, Συμπόσιον, 211a,b.
[28] Β. Ν. Τατάκη, Φιλοσοφικά Μελετήματα, Αθήνα 1972, σ. 47 και εξ.
[29] Αριστοτέλους, Περί ψυχῆς 430a «Ἐπεὶ δ' ὥσπερ ἐν ἁπάςῃ τῇ φύσει καὶ ἄνευ τούτου οὐδὲν νοεῖ».
[30] Αριστοτέλους, Ἠθικά Νικομάχεια, 1103a «Διορίζεται δὲ καὶ ἡ αρετὴ κατὰ τὴν διαφορὰν ταύτην.»
[31] Aριστοτέλους, Ἠθικά Νικομάχεια, 1178a. «Δευτέρως δι’ ὅ κατὰ τῶν ἄλλων ἀρετήν. Ἡ δὲ τοῦ νοῦ κεχωρισμένη».
[32] Αριστoτέλους, Ἠθικά Νικομάχεια, 1177a.
[33] Αριστοτέλους, Μεταφυσικά ΧΙΙ,7 «Ἡ θεωρία τὸ ἥδιστον καὶ ἄριστον».
[34] Χαρ. Θεοδωρίδη, Εισαγωγή στη Φιλοσοφία, Αθήνα 1933, σ. 203-229.
[36] Κ.Ι. Δεσποτόπουλου, Μελετήματα φιλοσοφίας, ΙΙ 1980 σ. 36. και εξ.
[37] Α' πρὸς Κορινθίους. Ἐπιστολ. Ἀποστόλου Παύλου Α 21-22: «Ἐπειδὴ γὰρ ἐν τῇ σοφίᾳ τοῦ Θεοῦ οὐκ ἔγνω ὁ κόσμος διὰ τῆς σοφίας τὸν Θεόν, εὐδόκησεν ὁ Θεὸς διὰ τῆς μωρίας τοῦ κηρύγματος σῶσαι τοὺς πιστεύοντας».
[38] K. T. Ware, Η μεταμόρφωση του σώματος, Αθήνα 1971, σ. 50-80.
[39] Κατά Ἰωάννην 1, 14: «Καὶ ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν καὶ ἐθεασάμεθα τὴν δόξαν αὐτοῦ, δόξαν μονογενοῦς παρὰ πατρὸς πλήρης χάριτος καὶ ἀληθείας». Οι εκφράσεις «πᾶσα σάρξ» και «πᾶσα ψυχή» είναι ταυτόσημες και τίθενται αντί τής εκφράσεως «πᾶς ἄνθρωπος». Πρβλ. Γρηγορίου Νύσσης, Κατά Εὐνομίου Γ, P.G. 29, 396Β. Ο άγιος Γρηγόριος αναφέρει: «Ὁ Λόγος σὰρξ γενόμενος ὅλην μετὰ τῆς σαρκὸς τὴν ἀνθρώπινην συνέλαβεν φύσιν, ὅθεν καὶ τὸ πεινῆν καὶ τὸ διψῆν καὶ τὸ δειλιᾶν καὶ τὸ φοβεῖσθαι καὶ τὸ ἐπιθυμεῖν καὶ τὸ καθεύδειν καὶ τὸ ταράττεσθαι καὶ τὸ δακρύειν καὶ πάντα τὰ τοιαῦτα γίνονται» Πρβλ. Μ. Αθανασίου, Mαρτυρίαι έκ της Γραφής, της κατά φύσιν κοινωνίας,εκ του ομοίως είναι τον Πατέρα, και τον Υιόν και το Άγιον Πνεύμα προς Θεωρίαν δυσέφικτον, και μίαν έχειν ενέργειαν,τόμος 28,σ.29
[40] H. F. Cherniss, The Platonism of Gregory of Nyssa, (University of California Publication in Classical Philology,11), Berkeley, California 1930, σ. 75.
[41] Χ. Γιανναρά, Η Μεταφυσική του Σώματος, Αθήνα 1971, σ. 91- 94. Η αγαθή επικοινωνία και σχέση με το Θεό συνεπάγεται ευτυχία, ενώ αντίθετα η καταπάτηση του θελήματός του σημαίνει εγκατάλειψη, περιφρόνηση έχοντας σαν επακόλουθο τη φθορά και το θάνατο. Πρβλ. Ιερ. 2, 13, Ιακ. 4, 16, Εξοδ. 15, 286: «Ἐγὼ γὰρ εἰμὶ Κύριος ὁ Θεός σου, ὁ ἰώμενος». «Ἐμὲ ἐγκατέλιπον πηγὴν ὕδατος ζωῆς καὶ ὤρυξαν ἑαυτοῖς λάκκους συντετριμμένους, οἱ οὐ ζωήσονται ὕδωρ συνέχειν».
[42] Γρηγορίου Νύσσης, Πρὸς πενθοῦντας, P.G. 46, 508D – 509A.
[43] Χ. Γιανναρά, Η Μεταφυσική του Σώματος, Αθήνα 1971,σ. 95-103
[44] S. Loeuchli, The Ser pet and the Dov: Five Essays in Early Christianity, New York 1966, σ. 186-188. Πρβλ. Μαξίμου του Ομολογητού, Φιλοκαλία 15Α, Θεολογικά -Πολεμικά Θεσσαλονίκη 1995, σ. 375 (Αγίου Γρηγορίου επισκόπου Νύσσης από τον λόγο του κατά Απολιναρίου): «Θέληση της νοερής ψυχής είναι το να εκλέγει με εξουσία όσα συμφωνούν με τη γνώμη της με αυτοπροαίρετη θέληση. Θέληση είναι η φυσικὴ ζωὴ κάθε λογικής φύσης. Η στέρηση της ζωής αυτού τού είδους είναι αναίρεση τής ουσίας».
[46]Τοαίτημααυτόείχεεπισημάνει,απόανθρωπολογικής/φιλοσοφικής σκοπιάς, ο Fichte, λέγοντας ότι ο άνθρωπος αυτό που είναι και αυτό που οφείλει να γίνει με την προσπάθειά του, πρέπει να το γνωρίζει. Ομοίως, πρέπει η σκέψη του να μπορεί, με τρόπο γενικό, να υψωθεί πάνω απ’ τα όρια του αισθητού κόσμου (βλ. G. H. Fichte, Ο προορισμός του ανθρώπου, εκδ. Αναγνωστίδη, Αθήνα χχ., σ. 5).
[47] Μιχάλη Μακράκη, Η Αρμονία ψυχής και σώματος στο Νικ. Νησιώτη και η ορθόδοξη Φιλοσοφική Θεολογία του, Αθήνα 1989, σ. 13 και εξ. Στο έργο «Προλεγόμενα εἰς τὴν θεολογικὴ ἀγνωσία» διακρίνει τρεις ορθόδοξες κατηγορίες της γνώσεως του Θεού. «Τὴν μετάνοια καὶ τὸ φῶς, τὴν δυναμικὴ πίστη ἐν ἐλευθερίᾳ ὡς ἔργον ἀγάπης ἐν τῷ κόσμῳ, καὶ τέλος ὡς ἔκφρασι(ν) αὐτῶν τὴν εὐχαριστίαν ἐν δοξολογίᾳ».
[48] Ο.π., σ. 59.
Πηγή υλικού
Αικατερίνη Κ. Διαμαντοπούλου, Πλάτων και Καππαδόκες πατέρες. Περί σώματος: Συγκριτική θεώρηση, Αθήνα 2007
Επιλογή υλικού
Αικατερίνη Διαμαντοπούλου, Υπεύθυνη υλικού των Ιστοχώρων του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων
|
![](skn/spacer.gif) |
|
![](skn/spacer.gif) |