Ο βράχος. Τίποτ' άλλο.
Η αγροσυκιά κ' η σιδερόπετρα. Πάνοπλη θάλασσα. Καθόλου χώρος για γονυκλισία. Έξω από την πύλη του Ελκομένου, πορφυρό μέσα στο μαύρο.
Οι γριές με τα καζάνια τους, λευκαίνοντας το πιο μακρύ φαντό της ιστορίας περασμένο σε κρίκους απ' τις σαραντατέσσερις βυζαντινές καμάρες.
Ο ήλιος αμείλιχτος φίλος με το δόρυ του κατάντικρυ στα τείχη κι ο θάνατος απόκληρος μέσα σε τούτη την τεράστια φωταψία, όπου οι νεκροί διακόπτουν κάθε τόσο τον ύπνο τους με κανονιές και σκουριασμένους φανοστάτες, ανεβοκατεβαίνοντας σκαλιά και σκαλιά σκαλισμένα στην πέτρα. Τα τσακμάκια τους κροτούν στην κόψη της παλάμης τους. Σπιθοβολούν.
Εγώ, είπε, θ' ανέβω πιο ψηλά, πάνω απ' τη μαλακή συνέχεια, πατώντας στον τρούλλο της μεγάλης υποβρύχιας εκκλησιάς με τ'αναμμένα μανουάλια. Εγώ με το γαλάζιο κόκκαλο, το κόκκινο φτερό και τα κάτασπρα δόντια.
Πηγή Υλικού: Σύγχρονη Ελληνική και Παγκόσμια Ποιητική Ανθολογία "Ταξίδι στην ποίηση", Εκδ. Ναυτίλος
Επιλογή υλικού:
Αικατερίνη Διαμαντοπούλου
Υπεύθυνη Υλικού των Ιστοχώρων του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων