«Είναι πρωί. Μέσα στη σκιά που φούντωσε και κλείνει δροσιές και μόσχους, ακούς γλυκούς κελαηδισμούς και λιγοθυμισμένους. Και άξαφνα σε τούτο τον Παράδεισο, αντιλάλησε από τ’ απόμακρα, βρόντος βαρύς και κούφιος. Το κανόνι του Μεσολογγιού. Κι άρχισε πάλι να τρέμει η γης από το πολύ κανόνισμα.
Στον ξύλινο πάγκο καθισμένος ο άντρας γυρίζει τα μάτια κατά το Μεσολόγγι και θωρεί το μαύρο σύννεφο που πλανιέται απάνω από το κάστρο, μια μαυρίλα γιομάτη λάμψη και βροντή. Άθελα, ένας στίχος του ανεβαίνει στα χείλη, από βυθό μεγάλο της ψυχής του: «Ολίγο φως και μακρινό σε μέγα σκότος κι έρμο…».
Η ακατάπαυστη βροντή κάνει τον αέρα να τρέμει, η μαύρη γη σκιρτά σαν το νερό που βράζει. Ο άντρας έβγαλε το μαντήλι του και σκούπισε το μέτωπό του, πήρε ένα χαρτί κι έγραψε μονορούφι «Τότες εταραχτήκανε τα σωθικά μου και έλεγα πως ήρθε η ώρα να ξεψυχήσω. Κι εβρέθηκα σε σκοτεινό τόπο και βροντερό, που εσκιρτούσε αν κλωνί στάρι στο μύλο που αλέθει γρήγορα, ωσάν το χόχλο στο νερό που αναβράζει. Ετότες εκατάλαβα, πως εκείνο ήτανε το Μεσολόγγι!... Ύψωσα τα χέρια μου και τα μάτια μου να κάνω δέηση»…
Ο άντρας σηκώθηκε και ξανάρχισε να βηματίζει. Ολόγυρά του είναι μάγεμα η φύση κι όνειρο στην ομορφιά, στη χάρη, η μαύρη πέτρα φαντάζει σαν ολόχρυση, χρυσό και το ξερό χορτάρι. Ο άνεμος που έρχεται από τη θάλασσα, του ανεμίζει τα μαλλιά. Μα φέρνει από πέρα και το ασκόλαστο βρόντημα των κανονιών…
Ο κόσμος λίγο πιο πέρα βροντάει και σείεται, βροντάει και αστράφτει, τρέμει η Ζάκυνθος απ΄ το πολύ κανόνι. Ο άντρας ψιθυρίζει: «Το χάραμα επήρα του Ήλιου το δρόμο, κρεμώντας τη λύρα τη δίκαιη στον ώμο». Βγάζει το χαρτί και γράφει με κεφαλαία γράμματα: «ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΙ, σχεδίασμα πρώτο».
Πηγή Υλικού
Πατριαρχική Σχολή της Αγίας Σιών, Από την εκδήλωση για τον εορτασμό της επετείου της 25ης Μαρτίου 1821
Επιλογή υλικού
Αικατερίνη Διαμαντοπούλου
Υπεύθυνη Υλικού των Ιστοχώρων του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων