Πέμπτη, 10 Οκτ, 2024
Ευλαμπίου, Ευλαμπίας μαρτύρων.

Η πολύπλευρη προσωπικότητα του Σαμαράκη


Η πολύπλευρη προσωπικότητα του Σαμαράκη

Πανοσιολογιώτατε, Κυρία Πρόεδρε, Κύριε Γενικέ, Κυρία Σαμαράκη, Κυρίες & Κύριοι,

         

       Επέλεξα ως θέμα της ημερίδας μας να σκιαγραφήσω ή μάλλον να αποκαλύψω μέσα από την λογοτεχνική και ανθρώπινη προσωπικότητα του Σαμαράκη τις τεράστιες και απαράδεκτες ελλείψεις της λογοτεχνικής κριτικής και μάλιστα την κατ’ εξακολούθηση παραποίηση ή αποσιώπηση ορισμένων πλευρών του χαρακτήρα του Σαμαράκη, όπως αυτές οι πλευρές αποκαλύπτονται στο έργο του. Η προκατασκευασμένη και συνεπώς μεροληπτική κριτική συνάντησε και τον Αντώνη Σαμαράκη, όπως και τόσους άλλους, οι οποίοι απουσιάζουν από τις λεγόμενες επίσημες ιστορίες της λογοτεχνίας.

          Εφαρμόστηκε στην κριτική και για το έργο του Σαμαράκη, το γνωστό ευαγγελικό «ο μη ων μετ’ εμού, κατ’ εμού εστί» και εννοώ βεβαίως ότι όποιος δεν συμφωνεί με τις ιδεοληψίες και τις κατασκευές των αυτοανακηρυσσόμενων συχνά ως κριτικών της λογοτεχνίας, ή πιστών οπαδών της θεωρίας, εξοστρακίζεται ή διακωμωδείται. Έτσι, ο Δημήτρης Ραυτόπουλος, γνωστός κριτικός της λογοτεχνίας, στο βιβλίο του με τίτλο «Κρίσιμη Λογοτεχνία» (εκδόσεις Καστανιώτης, 1986) αναφερόμενος στο Σαμαράκη και ιδιαίτερα στο «Λάθος» σε κριτική του (δημοσιευμένη στην Επιθεώρηση Τέχνης 1966), αναφέρεται απαξιωτικά στον Σαμαράκη και του καταλογίζει «μόνιμη ιδεοληψία» καθώς και ότι το μήνυμά του (δηλ. του έργου «Λάθος») «μένει χωρίς παραλήπτη», και επίσης ότι «το περιεχόμενο δεν έχει καμμία πολυεδρικότητα», ενώ «αντί να στηθεί το σύμβολο του ανθρώπου, κατασκευάζεται το πρότυπο του ανθρωπάκου» και πολλά άλλα. Στην επιστήμη, και εδώ πρόκειται για την επιστήμη της Νεοελληνικής Φιλολογίας και Λογοτεχνίας, της οποίας κλάδος είναι η κριτική, όταν παραχαράσσεται η αλήθεια, γιατί η αποκάλυψή της πιθανόν να κλονίσει το οικοδόμημα που κάποιοι κατασκευάσανε και να θέσει σε κίνδυνο αμφιβολίας και υποψίας τα στερεότυπά τους, τότε λέω, αυτή η επιστήμη πανουργία και ου σοφία φαίνεται κατά Πλάτωνα, αφού χωρίζεται της αρετής. Ο Σαμαράκης είναι ενάρετος, γιατί η Τέχνη του δεν δουλεύει για την Τέχνη, αλλά για τον Άνθρωπο, όπως εύστοχα παρατήρησε ένας θαυμάσιος κριτικός της Λογοτεχνίας μας και σύγχρονος του Σαμαράκη, σχεδόν όμως ανύπαρκτος στις Ιστορίες της Λογοτεχνίας, ο Αστέρης Κοββατζής, όταν δημοσίευε κριτική στην Εφημερίδα Απογευματινή το 1954 για το «Ζητείται Ελπίς».

Ποιες είναι οι προθέσεις του Σαμαράκη και πως διαφαίνονται από το λογοτεχνικό του έργο, ποιητικό και πεζό; Ποια είναι δηλαδή αυτή η πολύπλευρη προσωπικότητά του, όπως ισχυρίζομαι; Ίσως θα έπρεπε πριν μιλήσω εγώ να ακούσουμε τον δικό του εξομολογητικό λόγο (σε μια Συνέντευξη στην Αυγή 22 Σεπτ. 1964), όπου, μεταξύ των άλλων, έλεγε:

          «Προσπάθειά μου ν’ ανιχνεύσω τα στοιχεία εκείνα που ενώνουν και αδερφώνουν τους ανθρώπους πέρ’ από σύνορα και προκαταλήψεις… Οι συγγραφείς είναι – οφείλουν νάναι – εργάτες, και μάλιστα πρωτοπόροι, στο χτίσιμο μιας καινούριας κοινωνίας. Χρέος τους είναι να συμβάλλουν ολοένα στη διαμόρφωση μιας νέας αντίληψης για τη ζωή, μακριά από τις ως τώρα αθλιότητες και μακριά από την αποσύνθεση».

          Στο έργο του γίνονται εύγλωττες αυτές οι προθέσεις και δεν πρόκειται εδώ, στα παραδείγματα που θα φέρω, να περιοριστώ στην αγωνία και το φόβο από τις περιπέτειες του β΄ παγκοσμίου πολέμου και του εμφυλίου, ή την πείνα και τη δυστυχία του ανθρώπου, αλλά θα αναφερθώ στους τρόπους που ο Σαμαράκης προβάλλει, ώστε σχεδόν πάντοτε στα έργα του να γίνεται και η αναγκαία υπέρβαση της τραγικής καθημερινότητας, αφού αποκαλύπτει μέσα από τους ήρωές του και τους φορείς και καλλιεργητές αυτής της τραγικότητας. Γράφει, λοιπόν, χρησιμοποιώντας συχνά τον σαρκασμό και την οξύτατη ειρωνεία για να αποκαλύψει το συμβατικό και ψεύτικο της «κούφιας φιλολογίας», αφού λέει αυτό που θέλει να πει άμεσα και απερίφραστα για να κάνει τον αναγνώστη να συλλάβει το πραγματικό νόημα της ζωής.

       Στο «Αρνούμαι» (Κρατικό βραβείο) ο «Στρατηγός των Μεγαφώνων» στο τέλος «ξαναβρίσκει τη φωνή του»: «Τώρα δεν μιλώ με τη φωνή των μεγαφώνων, δεν μιλώ με τη φωνή των άλλων». Εδώ δεν πρόκειται για ιστορία καθημερινότητας, αλλά για ιστορία συνείδησης και για αφύπνισή της. Το ρολόι – προσφιλές θέμα του Σαμαράκη – παραχωρεί τη θέση του στην χωρίς ρολόι αιωνιότητα. Αναδεικνύεται μέσα από το έργο του πόσο η αλλοτρίωση του ανθρώπου οδηγεί σε φαντασιώσεις και εμμονές που οδηγούν στο θάνατο (π.χ. στο «Γραφείο Ιδεών», όπου ο κ. Καββαδίας κοιτάζοντας το ξυπνητήρι μονολογούσε «Δεν είναι δυνατόν. Εγώ άκουσα τη βόμβα να δουλεύει, την άκουσα πολύ καλά». Ποιοι οδηγούσαν τον άνθρωπο στην καταστροφή ή στην παράκρουση; Αυτούς αποκαλύπτει στο έργο του ο Σαμαράκης. Ας τους δούμε.

Στην «Εφεύρεση» κατακεραυνώνει τους επιστήμονες των νέων εφευρέσεων «για ν’ αυξηθεί η παραγωγικότης. Η παραγωγικότης; Ναι, η παραγωγικότης του θανάτου και ο φοβερός ανταγωνισμός εξοπλισμών δια νέων όπλων».

Στη «Ζούγκλα», δίπλα στο σταυρωμένο άνθρωπο και τον Εσταυρωμένο Χριστό, τοποθετεί τους όποιους χρυσολάτρες και υποκριτές κλήρου και λαϊκών.

Στο «Σήμα Κινδύνου» δείχνει το δρόμο προς το φως της Αλήθειας και της Αγάπης, δηλαδή το Λόγο που πάτησε το θάνατο, χλευάζοντας αυτούς που απομακρύνουν τον άνθρωπο απ’ αυτό, δηλαδή τους Καθηγητές του Εθνικού Πανεπιστημίου, τους Ντόκτορες όπως τους λέει χλευαστικά με λατινικά στοιχεία το δέλτα και το ρ και προσθέτοντας ότι αυτοί είναι «οι σπουδάσαντες εν Εσπερία». Σαρκάζεται εδώ η αυτάρκεια της ανθρώπινης λογικής και η υπεροψία για τα εκ της Εσπερίας φώτα. Γράφει στο «Σήμα Κινδύνου»:

«Όση ώρα του μιλούσα – και θα πρέπει να ήταν πολλή ώρα, πάνω από μια ώρα – ο καθηγητής δεν είπε λέξη! Με άκουγε με πολλή προσοχή, εγώ μιλούσα, μιλούσα ολοένα, του άνοιξα την καρδιά μου […]. Εγώ δεν είχα διέξοδο, αυτός όμως, ο Dr., ο καθηγητής του Εθνικού Πανεπιστημίου, ο σπουδάσας εν Εσπερία, θα είχε βέβαια να μου δώσει διέξοδο… Πήρε ένα μπλοκ μόλις τελείωσα, δεν είχε πει λέξη όση ώρα μιλούσα και έγραφε διέξοδο, πρόσεξα τα χέρια του, χέρια καλλιτέχνη, θάλεγες που τους είχε γίνει ειδική επεξεργασία, έγραφε στο μπλοκ, έγραφε διέξοδο, η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει! Έκοψε το φύλλο! Το πήρα: Passiflorine: 2 κοχλιάρια του γλυκού μεσημβρίαν και εσπέρας».

Ο άρρωστος άνθρωπος όμως του Σαμαράκη δεν αποδέχεται τη λύση – δηλαδή ο συγγραφέας έχει σαφή θέση απέναντι σε τέτοιου είδους λύσεις που είναι κατά κανόνα αδιέξοδες παρότι με έπαρση υποστηρίζουν το αντίθετο και γράφει:

«Ένιωθα αηδία, σα να κρατούσα κάτι γλοιώδες, σα να κρατούσα κάτι βρώμικο, άναψα ένα σπίρτο, το’ καψα το χαρτί, τη συνταγή […] με το πόδι μου έλιωσα τις στάχτες, τις έλιωσα….  Άξαφνα τους είδα να με κοιτάζουν και οι τέσσερεις, με κρυφοκοίταζαν και έγραφαν, ναι, είχε ο καθένας τους ένα χοντρό βιβλίο, σα δεφτέρι μπακάλικου και έγραφε, έγραφε… ο καθένας έγραφε κάτι για μένα, το ίδιο ο καθένας…». Και προσθέτει ο Σαμαράκης τι έγραφαν και οι τέσσερεις Ντόκτορες: Dr Ματθαίος, Dr Μάρκος, Dr Λουκάς, Dr Ιωάννης. Είχαν πάρει προφανώς ονομαστικά, νομίζω εγώ, τη θέση των τεσσάρων Ευαγγελιστών Ματθαίου, Μάρκου, Λουκά, Ιωάννη και αντί του Ευαγγελίου πρόσφεραν, κατά Σαμαράκη, στους πελάτες τους, ψυχικά άρρωστους, κάτι που ομόφωνα το συνιστούσαν και οι τέσσερεις· τι ήταν αυτό;

«Passiflorine»: δύο κοχλιάρια του γλυκού μεσημβρίαν και εσπέρας».

Ο Σαμαράκης βάζει τον ήρωά του να φεύγει με το τρένο, χωρίς passiflorine, να τραβά το ΣΗΜΑ ΚΙΝΔΥΝΟΥ για να δείξει από ποιους πραγματικά κινδύνευε ο άνθρωπος και η ανθρωπότητα: και φυσικά η Ελλάδα.

Έμενε έξω από τα ενδιαφέροντά τους το ψυχικό τοπίο και αυτό το ψυχικό τοπίο έρριχναν ακόμα βαθύτερα στο σκοτεινό λαβύρινθο των κοινωνικών και ιδελογικών αποπροσανατολισμών. Δεν επρόκειτο εδώ για την Ιστορία του πολέμου, αλλά για μιαν άλλη ιστορία, την Ιστορία της ψυχής. Σε συνέντευξή του είπε: «Ο πνευματικός δημιουργός χρέος έχει να σταθή στο επίκεντρο των φλογοβόλων προβλημάτων του καιρού και να μιλήσει. Επιτέλους να μιλήση». Αυτά τα έλεγε το 1966. Αμέσως μετά οι κατ’ ευφημισμόν λεγόμενοι με εισαγωγικά «πνευματικοί άνθρωποι» σιωπούσαν και έπαιρναν αξιώματα…

Γιατί άραγε η «μεγαλόσχημη κριτική», όπως τη χαρακτηρίζει ο Παναγιώτης Μουλλάς (στο βιβλίο του «Για τη Μεταπολεμική μας πεζογραφία», 1989) στάθηκε ασύγγνωστα μυωπική, για να εκτιμήσει π.χ. το παιδί στο «Ζητείται Ελπίς» σαν σύμβολο της χαμένης αγνότητας; Θα απαντήσω εγώ, αντί του Μουλλά: γιατί η κριτική δεν επιθυμεί σχέσεις με σύμβολα ψυχικής αγνότητας, αφού αυτά παραπέμπουν και σε άλλους επικίνδυνους χώρους και κόσμους απ’ όπου πέρασε ο Σαμαράκης και σφραγίστηκε έντονα, ώστε αυτή τη σφραγίδα να τη βάλει – έστω και αθέλητα καμιά φορά ανάλογα με την περίσταση – σε όλα τα έργα του. Αναφέρομαι στον κόσμο της πρώτης θητείας του στη Λογοτεχνία, όπου η Πίστη δεν ήταν εκφυλισμένη και που, όπως σωστά παρατηρεί ο Μουλλάς για το Σαμαράκη, «το κήρυγμά του δεν κατευθυνόταν, για πρώτη φορά (στη Λογοτεχνία), από ιδεολογίες του κόσμου τούτου», (Διαγώνιος, 1960). Θα αναρωτηθήκατε ασφαλώς από ποιες αφετηρίες ξεκινά για να γράψει έτσι ο Σαμαράκης και θα έρθω με την αφορμή αυτή σε ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό που συνθέτει την πολύπλευρη λογοτεχνική εικόνα του από το 1945 ως το 1951 ή 52, όπου ως

νέος επιστήμονας αναζητεί για τον εαυτό του και συγχρόνως προσφέρει και προς τους άλλους τις αληθινές πηγές φωτισμού.  Μέσα από κει πηγάζει το θάρρος του να ξεσκεπάσει τους μηδενιστές του θείου δώρου της ζωής και της Πίστης, μάλιστα νομπελίστες, όπως ο André Gide και δεν διστάζει απερίφραστα να επαινέσει σε άρθρο του, το 1949, στο περιοδικό «Ακτίνες», όργανο της Ένωσης των χριστιανών επιστημόνων, με θέμα το «πρόβλημα της λογοτεχνίας», τον Charles Du Bos που είχε το πνευματικό θάρρος και αψήφισε τον κίνδυνο να χτυπήσει τα κατασκευασμένα πρότυπα «ταμπού» και να τα ονομάσει. Δηλαδή το ταμπού André Gide  και μάλιστα στην ίδια του την πατρίδα, το Παρίσι.

Στο διήγημά του με τίτλο «Ζ.Β.Βασιλειάδης», δημοσιευμένο στις «Ακτίνες» το 1946, ο Σαμαράκης αναρωτιέται μαζί με τον ήρωά του γιατρό Βασιλειάδη: «Γιατί ο πολιτισμός, η επιστήμη κλπ τόσα ωραία κούφια ονόματα να μην αλλάξουνε σε τίποτα καλλίτερο τη ζωή; Γιατί τόση πολλή προστυχιά να αναρτάται στα κιόσκια υπό μορφήν πολύχρωμων εντύπων ξένων και ντόπιων, ιδιωτικών και δημοσίων; Καιρός, λέει, να μιλήσουμε περί της τετραγωνικής ρίζης της ψυχής και περί του εμβαδού της συνειδήσεως». 

Στο ίδιο περιοδικό της Ζωής, τον Ιανουάριο του 1947, δημοσιεύει το Διήγημα «Το ημερολόγιο ενός παιδιού» και από τότε δείχνει ότι δεν διστάζει να πάει κόντρα στο ρεύμα και μέσα από τη λογοτεχνία να αποκαλύψει τα αίτια της μεγάλης ασθένειας του ανθρώπου και των καλλιεργητών αυτής της ασθένειας. Το παιδί, ο ήρωάς του, διαβάζει και λατρεύει τον «Αντίχριστο» του Νίτσε. Το παιδί και ο πατέρας θεωρούν το έργο ζωντανό πλάσμα που κυκλοφορεί πλάι τους και κυβερνάει το σπίτι τους. Διάβαζε, γράφει το παιδί στο ημερολόγιό του, Φρόυντ, Χαίκελ. Και σε ένα κείμενο με τίτλο «Υποψίες» που υπογράφει ως ΝΕΜΟ, ο Σαμαράκης στηλιτεύει το ξερίζωμα κάθε πνευματικής αξίας από τη ζωή με το βάλτο της άρνησης. Και τον Ιανουάριο του 1947 στο ποίημα «Απόψε αρχίζομε τη ζωή μας» με το ψευδώνυμο Ιωσήφ Κυπριανός στις «Ακτίνες» γράφει:

          Ας είχαμε λιγώτερη γνώση

          και πιο πολύ αγάπη μέσα μας

          Ας πουλήσουμε τη γνώση μας τώρα

          ν’ αγοράσουμε αγάπη.

          Μα η αγάπη δεν αγοράζεται

          γιατί η αγάπη είναι ένα θαύμα

          …………………………….

          Τα βιβλία μας ήτανε γιομάτα σοφά νοήματα

          κι εμείς δεν είχαμε νόημα στη ζωή μας.

          Εγράψαμε ποιήματα γιομάτα ομορφιά,

          μα η ζωή μας ήταν άδεια απ’ ομορφιά

          Οι μουσικές μας είχαν εξαίσιες αρμονίες,

          μα η αρμονία έλειπε απ’ τη ζωή μας      

Το Μάιο του 1946 στο ποίημα «Νάρθει το βράδυ αυτό», ανοίγει τις πηγές της τροφοδοσίας του:

          Προσευχηθείτε για ναρθεί το βράδυ αυτό,

          όπου η ψυχή μου φως θα μεταλάβει!...

 

Και στο ποίημα το «Καινούριο κρασί»:

          Παρακαλώ σε, Κύριε, Κύριε μείνε

          και να με κάνεις πάλι αγνό σαν πρώτα,

          ένα παιδί μες στ’ άλλα τα παιδιά.

Και στο ποίημα «Η μεγάλη ώρα» (Μάιος 1946) με μότο το κεφάλαιο έξι, παράγραφος 2 από την Αποκάλυψη:

          Και είδον, και ιδού ίππος λευκός,

      Και ο καθήμενος επ’ αυτόν έχων τόξον·

Και εδόθη αυτώ στέφανος     

Και εξήλθε νικών και ίνα νικήση.

 

Τον αδελφό μου τον Εσταυρωμένο

τη νύχτα ετούτη περιμένω

……………………………..

Σήκω ψυχή μου απ’ τον ύπνο,

ναι, για τον Μυστικό σου Δείπνο,

……………………………..

και που μαζί Του εσύ δρόμο θα πάρεις,

Ιησούς Χριστός ο Καβαλλάρης.             

 

ΜΙΚΡΟ ΑΝΑΣΤΑΣΙΜΟ (Ακτίνες) Απρίλιος 1950 

Δεν είχαμε λαμπάδες αναστάσιμες,

ουδέ γλυκό χαμόγελο στα χείλη.

Είτανε τόσο αδειανά τα χέρια μας,

τα χείλη μας χλωμά σα χαμομήλι.

 

Νάχαμε βάλει καν τα κυριακάτικα!

Είμασταν με τα καθημερινά μας…

αχ με τις καθημερινές τις έγνοιες μας,

με τις αρρώστιες, με τα βάσανά μας.

 

Είμασταν… κι όμως ήρθε κι αναστήθηκε

Εκείνος που τον είχαμε ξεχάσει.

Ναι, τόσο πια παράξενη Ανάσταση

δεν είχαμε ως τα σήμερα γιορτάσει.

 

Πώς γίνηκε!... Πώς γίνηκε δεν ξέρουμε

Κι ας είναι τόσες ώρες περασμένες.

Δεν είχαμε λαμπάδες αναστάσιμες…

μα  είχαμε καρδιές βασανισμένες.

                                                          Ιωσήφ Κυπριανός

Δεν θα ήταν υπερβολή, μετά από αυτά, να συμφωνήσουμε με την παρατήρηση του Αστέρη Κοββατζή, σε κάποιο σημείωμά του προς τον Άνθη Βέργη (δηλαδή τον Κώστα Δημητρίου), που τον ρωτούσε για τον Παπαδιαμάντη και ο Αστέρης Κοββατζής του απαντούσε:

«Κι’ ο Παπαδιαμάντης; ποιος άραγε να τον ενθυμείται; Τον επεσκίασε κι’ αυτόν ο Σαμαράκης».

 

Πηγή Υλικού:

Μαρία Μαντουβάλου Αναπληρώτρια Καθηγήτρια των σχέσεων της Νεολληνικής Φιλολογίας με την Αρχαία και Βυζαντινή Γραμματεία της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

                     

Επιλογή υλικού

Αικατερίνη Διαμαντοπούλου

Υπεύθυνη Υλικού των Ιστοχώρων του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων



Print-icon 




Πνευματικά δικαιώματα 2009-2013 © «Ρωμηοσύνη»
Επιτρέπεται η αναπαραγωγή του υλικού του ιστοχώρου με προϋπόθεση την αναφορά στην πηγή: «Ρωμηοσύνη» www.romiosini.org.gr

:: Πατριαρχείο Ιεροσολύμων :: Ειδήσεις εκ του Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων :: Σχετικά :: Τελευταία νέα :: Τρέχοντα Προγράμματα :: Ιστορικό Αρχείο της Μ.Κ.Ο. "Ρωμηοσύνη" ::


Login-iconLogin  ForgottenPassword-iconΥπενθύμιση κωδικού 

Αυτή τη στιγμή διαβάζουν την ιστοσελίδα μας 53 επισκέπτες.