Σάββατο, 20 Απρ, 2024
Θεοδώρου Τριχινά του οσίου, Αθανασίου του των Μετεώρων, Ιωάννου, Ιωάσαφ, Ζακχαίου αποστόλου.

"Ρωμηοσύνη καὶ Χριστιανισμὸς"


Μ.Κ.Ο. «Ρωμηοσύνη»
1ο Διεθνὲς Συνέδριο μὲ θέμα «Ἡ Ρωμηοσύνη διαμέσου τῶν αἰώνων»
Ἀμφιθέατρο τοῦ Πολεμικοῦ Μουσείου Ἀθηνῶν
Σάββατο 30 & Κυριακὴ 31 Μαΐου 2009

Εἰσηγητής: κ. Φώτιος Δημητρακόπουλος, Καθηγητὴς Βυζαντινῆς Φιλολογίας Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν 


Θέμα: "Ρωμηοσύνη καὶ Χριστιανισμὸς"


Ἐξαρχῆς ὀφείλουμε νὰ παρατηρήσουμε ὅτι ἡ λέξη Ρωμηοσύνη δὲν ἀπαντᾶ στὰ βυζαντινὰ οὔτε στὰ μεταβυζαντινὰ κείμενα, φαίνεται δὲ μᾶλλον ὅτι εἶναι νεολογισμὸς εἰσαχθεὶς κατὰ τὸν 19ο αἰώνα. Ἡ εἰσαγωγή της ἀπὸ τὸν Ἀργύρη Ἐφταλιώτη στὴν περίφημη Ἱστορία τῆς Ρωμηοσύνης, ἡ ποιητικὴ χρήση της ἀπὸ τὸν Παλαμᾶ, τὸν Βασίλη Μιχαηλίδη, ἀπὸ τὸν Σεφέρη καὶ ἰδίως τὸν Ρίτσο, ὅπως καὶ ἀπὸ τὸν π. Ρωμανίδη καὶ ἄλλους λογίους, καθιέρωσε τὴ λέξη σ' ἕνα χῶρο λογοτεχνικὸ ἀλλὰ καὶ ἰδιότυπα ἱστορικό. Ἡ Ρωμηοσύνη εἶναι ἡ ὀντότης τοῦ Ρωμηοῦ, τοῦ ὀρθοδόξου, ἑλληνόφωνου κατὰ βάση, ποὺ ἕλκει τὴν καταγωγὴ ἀπὸ τοὺς ἀρχαίους Ἕλληνες, τοὺς ἐκχριστιανισμένους Ρωμαίους καὶ ἀλλόγλωσσους, ἀλλὰ εἶναι καὶ ταόπος γιὰ μᾶς πλέον, λυτρωμένος καὶ ἀλύτρωτος, ποὺ περιμένει τὸ ποθούμενο, καρτερικὰ καὶ ὄχι ἐπιθετικά. Βεβαίως, ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα ποὺ χρησίμευσε ὡς τὸ λαμπρὸ καὶ ἄφθαστο ἐργαλεῖον τοῦ λόγου, ἡ γλῶσσα τῆς διάδοσης τῆς πίστεως τοῦ Χριστοῦ, ἔδωσε τὶς δυνατότητες στὸν ἑλληνόφωνο καὶ μὴ κόσμο τῆς τότε οἰκουμένης νὰ ἀσπασθεῖ τὴ διδασκαλία τῶν ἀποστόλων, ἰδίως δὲ τοῦ ἀποστόλου τῶν ἐθνῶν Παύλου. Ὡστόσο, τὸ κήρυγμα τῶν ἀποστόλων ὑπερβαίνει τὴν οὐσία τῆς γλώσσας, εἶναι κήρυγμα ἀνάστασης, τὸ ὁποῖο γιὰ τοὺς Ἰουδαίους εἶναι σκάνδαλο, καὶ γιὰ τοὺς Ἕλληνες μωρία.

Θὰ ἐκινδύνευε κανεὶς νὰ περιπλανηθεῖ πολὺ σὲ δρόμους τεμνόμενους ὡς πρὸς τὴν ἀναζήτηση τῆς προέλευσης καὶ χρήσης τῶν ἐθνικῶν ὀνομάτων Ρωμηοί, Ἕλληνες ἤ Γραικοί, κοινὲς ὀνομαςίες, τοῦτο πάντως δὲν εἶναι τὸ μέλημά μου. Ἀρκεῖ ἀσφαλῶς νὰ θυμίσω ὅτι στοὺς πρώτους χριστιανικοὺς αἰῶνες οἱ ἀπολογητὲς πατέρες ὑπογραμμίζουν τὰ κοινὰ μὲ τὴν ἀρχαία σοφία ἀλλὰ καὶ τὴν ὑπεροχὴ τῆς χριστιανικῆς πίστης. Εἶναι ἱστορικὰ ἀνεπανάληπτο νὰ διώκονται οἱ χριστιανοὶ ἀπὸ τοὺς ρωμαίους αὐτοκράτορες, κι ἐκεῖνοι νὰ μὴν ἐγκαταλείπουν τὴν πίστη τους, νὰ θυσιάζονται γι' αὐτὴν καὶ νὰ ὁμολογοῦν Χριστὸν ἐσταυρωμένον καὶ ἀναστάντα. Τριακόσια χρόνια φοβερῶν διωγμῶν ποὺ κορυφώθηκαν στὶς ἀρχὲς τοῦ 4ου αἰώνα, χωρὶς νὰ καμφθεῖ ἡ θριαμβεύουσα ἐκκλησία! Δὲν ἐγκαταλείφθηκε ἡ πίστη. Ὅποτε, γιὰ ὅποια σκοπιμότητα, ἐγκαταλείφθηκε ἤ ἀλλοιώθηκε ἡ πίστη, ἡ ρωμηοσύνη κατέρρευσε, σωζομένη ἐν τέλει διὰ τῆς κοσμικῆς καταρρεύσεως. Ὁσάκις δὲν ἀποδεχόμαστε τὴ θλίψη μας, εἶναι σὰν νὰ ξεχνᾶμε τὸν λόγο τοῦ Κυρίου : «ἐν τῷ κόσμῳ τούτῳ θλίψιν ἕξετε, ἀλλὰ θαρσεῖτε, ἐγὼ νενίκηκα τὸν κόσμον». Ἐπειδὴ λοιπὸν δὲν ἐγκαταλείφθηκε ἡ πίστη, ὁ κόσμος ὑπετάγη σ' αὐτήν, ἡ ρωμαϊκὴ αὐτοκρατορία ἔγινε ἐπισήμως χριστιανική, στὸν 4ο αἰώνα, διὰ τοῦ ἰσαποστόλου ἁγίου αὐτοκράτορος Κωνσταντίνου.

Γενικότερα θεωρῶ ὅτι ἡ τῶν πραγμάτων ἀλήθεια ἀνευρίσκεται μᾶλλον στὸν χῶρο τῆς τέχνης, παρὰ στὸν χῶρο τῆς πολιτικῆς. Ἂν ἡ πολιτικὴ εἶναι ἡ τέχνη τοῦ ἐφικτοῦ, ἡ τέχνη εἶναι ἡ πολιτικὴ τοῦ ἀνέφικτου.


Ἡ ἁγιωσύνη, τὸ μεγαλεῖο τοῦ αὐτοκράτορα Κωνσταντίνου, ἀποτυπώνεται συνοπτικὰ καὶ ξεκάθαρα στὰ κείμενα τῆς ὑψηλῆς τέχνης τῆς ὑμνογραφίας, ἀπὸ ὅπου ἀμέσως ἀποκομίζουμε πορίσματα περὶ τῆς ἁγίας μορφῆς τοῦ Κωνσταντίνου.

Ἄλλωστε, ποιὰ εἶναι ἡ ἱστορικὴ δῆθεν ἀλήθεια περὶ αὐτοῦ; Βλέπουμε πόσον βάλλεται καὶ σήμερα ἡ μορφή του, καὶ τὸ γιατὶ τὸ γνωρίζουμε. Ἡμεῖς οὐδεμίαν ἐκτίμησιν τρέφομεν διὰ τὴν ἱστορικὴν ἐπιστήμην, λέγει ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ἡ γνήσια αὐτὴ ἔκφανση τῆς ρωμηοσύνης.

Τὸ ὄργανον τῆς θείας Προνοίας, ὁ ἅγιος Κωνσταντῖνος, ἔφτιαξε αὐτὸ ποὺ σήμερα ὀνομάζουμε ρωμηοσύνη, μὲ τὸν ἐκχριστιανισμὸ τῆς ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας, τὴν ἵδρυση τῆς νέας Ρώμης καὶ τὴ μεταφορὰ σ' αὐτὴν τῆς πρωτεύουσας, καὶ μὲ τὴν Πρώτη ἐν Νικαίᾳ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο τὸ 325 μ.Χ., ὅπου προήδρευσε τῶν 318 θεοφόρων πατέρων καὶ κατενικήθη ἡ αἵρεση τοῦ Ἀρείου. Ὁ ἀγώνας γιὰ τὴν ὀρθοδοξία δένεται λοιπὸν ἀμέσως μὲ τὴν ὑπόσταση τῆς νέας Ρώμης καὶ συνιστᾶ ὅρον ἐπιβίωσής της.

Σύμφωνα τώρα μὲ τὴν Ἀκολουθία τῶν ἁγίων Κωνσταντίνου καὶ Ἑλένης στὸ Μηναῖο, τὴν 21η Μαΐου, ὁ Ἰησοῦς ἔδωσε στὸν βασιλέα «ὅπλον κραταιότατον, τὸν Σταυρὸν τὸν Τίμιον» καὶ τὸν ἐστόλισε μὲ τὴ φρόνηση τοῦ Σολομῶντος, τὴν πραότητα τοῦ Δαϋὶδ καὶ τῶν Ἀποστόλων τὴν ὀρθοδοξία. Ὁ ἀείμνηστος Βασιλεὺς εἶναι ὁ πρῶτος ποὺ καθυπέταξε τὴ βασιλικὴ ἁλουργίδα ἑκουσίως στὸν Χριστό.

«Καταυγασθεὶς ἀκτῖσι τοῦ παναγίου Πνεύματος, ἐν βασιλεῦσιν ὤφθης ἀήττητος, τὴν οἰκουμένην ὡς προῖκα προικοδοτήσας τῷ Κτίστῃ σου καὶ πόλιν βασιλεύουσαν θεοσεβῆ». Ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος ἕνωσε πολιτικὰ τὴν οἰκουμένη, καὶ μὲ τὴ Σύνοδο τῆς Νικαίας ἔφερε καὶ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἑνότητα. Ἡ Νέα Ρώμη εἶναι ἡ Ρώμη βαπτισμένη στὸν Χριστό. Δὲν εἶναι δεύτερη Ρώμη, ὥστε νὰ ἔχουμε καὶ τρίτη καὶ τέταρτη Ρώμη. Τὸ ἐπίθετο νέος, ὅπως στὸν Ὕμνο τοῦ Ρωμανοῦ στὰ Χριστούγεννα, στὸ ἐφύμνιο, «παιδίον νέον ὁ πρὸ αἰώνων Θεός», σημαίνει ἐνδεδυμένος, βεβαπτισμένος στὸν Χριστό.

Ὁμοίως καὶ ἡ Νέα Σιών, ἡ Νέα Ἱερουσαλήμ, δὲν εἶναι τυχὸν δεύτερη, εἶναι ἡ Ἁγία ἐν Χριστῷ. Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι τὸ πλήρωμα τοῦ Νόμου καὶ τῶν Προφητῶν, καὶ ἡ προσδοκία τῶν ἐθνῶν. Ὁ Ἰουδαϊσμὸς διὰ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἤδη μεταφρασμένης στὰ ἑλληνικά, δὲν εἶναι μακρὰν τοῦ χριστιανισμοῦ, ἡ δὲ ρωμηοσύνη ἀναμένει τὸν χρόνο ποὺ καὶ οἱ Ἰουδαῖοι θὰ ἐνταχθοῦν στὴ σώζουσα πίστη.

Ὁ ἅγιος Κωνσταντῖνος κατὰ τὰ τροπάρια τῆς Λιτῆς, ἔλαβε τὴν κλήση «οὐκ ἐξ ἀνθρώπων», «ἀλλ' ὡς ὁ θεσπέσιος Παῦλος ἐξ ὕψους». «Πρῶτος Βασιλεὺς Χριστιανῶν παρὰ τοῦ Θεοῦ, Κωνσταντῖνε, τὸ σκῆπτρον ἔλαβες», «Χριστιανῶν ἡ χαρὰ καὶ Ρωμαίων ἡ δόξα». Ἀλλὰ καὶ στὸν κανόνα τῶν Ἁγίων Κωνσταντίνου καὶ Ἑλένης ὁ ἅγιος παραλληλίζεται μὲ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο : ὅπως ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἐδίδαξε στὰ ἔθνη τὸν Χριστό, ἔτσι καὶ ὁ ἰσαπόστολος Κωνσταντῖνος ἐθέσπισε στὴν αὐτοκρατορία τῶν Ρωμαίων τὸν Χριστιανισμό.

Ἀπὸ τὸν Μέγα Κωνσταντῖνο, λοιπὸν καὶ μετά, ἡ αὐτοκρατορία τῶν Ρωμαίων γίνεται αὐτοκρατορία τῶν Χριστιανῶν, καὶ λίγες δεκαετίες ἀργότερα, μὲ τὸν Μέγα Θεοδόσιο ὁ Χριστιανισμὸς γίνεται ἡ ἐπίσημη θρησκεία τῆς Αὐτοκρατορίας. Αὐτὸ λέγει καὶ τὸ πολὺ γνωστὸ τροπάριο, «Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ ἑκουςίως, τῇ ἐπωνύμῳ σου καινῇ πολιτείᾳ, τοὺς οἰκτιρμούς σου δώρησαι Χριστὲ ὁ Θεός....». Ἡ πολιτεία εἶναι καινούργια καὶ εἶναι Χριστεπώνυμος, τὸ δὲ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας καὶ αὐτὸ Χριστεπώνυμον.

Ὁ ἀγώνας γιὰ τὴν ὀρθοδοξία εἶναι ὅρος γιὰ τὴν ἐπιβίωση τῆς ρωμηοσύνης, τῆς διατήρησης τῆς αὐτοκρατορίας. Λαμπρὰ ὀνόματα ὅπως οἱ τρεῖς μέγιστοι φωστῆρες τῆς τρισηλίου θεότητος καὶ ὁ Γρηγόριος Νύσσης, οἱ ἅγιοι καὶ οἱ πατέρες, οἱ αὐτοκράτορες ὅπως ὁ Ἰουστινιανός, τῆς Ἁγίας Σοφίας ὁ κτίτωρ, ὁ Ἡράκλειος μὲ τὸν Τίμιο Σταυρό, ὁ μέγας καὶ πρῶτος τῶν μελωδῶν ἅγιος Ρωμανὸς ὁ Μελωδὸς καθορίζουν τὸ πρόσωπο τῆς ρωμηοσύνης.
Ἡ εἰκονολατρία καὶ ὁ θρίαμβος τῶν εἰκόνων διασώζουν ὥς σήμερα τὴν ἰδιοπροσωπία τῆς ρωμηοσύνης καὶ τῶν ὀρθόδοξων ἀνατολικῶν χωρῶν. Ἡ ὑπερνίκηση τῶν αἱρέσεων ἐπίσης ἀναδεικνύει τὴν διαφορὰ καὶ τὴν ὑπεροχὴ τῆς ὀρθοδοξίας, γι' αὐτὸ καὶ ἡ Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας εἶναι καὶ Κυριακὴ τῆς ρωμηοσύνης.

Ἡ ἁγία μορφὴ τοῦ Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ δεσπόζει στὸν ἀγῶνα κατὰ τῆς Εἰκονομαχίας. Ἡ Μακεδονικὴ δυναστεία, ἑδραζομένη στὴ σταθερότητα τῆς πίστεως, μὲ τοὺς λαμπροὺς αὐτοκράτορες, ἀντέστη καὶ ἐδίωξε τοὺς Σαρακηνούς, μέσα στοὺς τέσσερεις αἰῶνες τῆς βυζαντινῆς ἐποποιΐας. Οἱ Σαρακηνοὶ ὀνομάζουν Ρούμ ὀρτοντόξ, ὅπως καὶ σήμερα τοὺς Χριστιανοὺς Ἕλληνες.

Ἡ ρωμηοσύνη εἶναι ἡ ἑνότητα τῆς ὀρθοδοξίας. Δὲν εἶναι ἡ ἕνωση τῶν ἐκκλησιῶν, εἶναι ἡ ἕνωση τῆς πίστεως, ἐν ἀναμονῇ, ἵνα πάντες ὦσιν ἕν. Ἡ γαλήνη τῆς ρωμιοσύνης τῆς δίνει τὴ δυνατότητα νὰ εἶναι ἤπιος συνομιλητὴς στὴν Ἐγγὺς Ἀνατολὴ καὶ μὲ τὸν Ἰσραὴλ καὶ μὲ τοὺς Ἀραβόφωνους. Ὁ ὅρος ρωμηὸς ἔχει μεγάλη σημαςία γιὰ τοὺς ἐν διασπορᾷ Ἕλληνες καὶ λοιποὺς ὀρθοδόξους, εἶναι δὲ ἡ ἐν πραότητι τοῦ Χριστοῦ σύγχρονη μεγάλη ἰδέα.


Στὴ δεύτερη χιλιετία μετὰ Χριστόν, τὸ κοσμικὸ πνεῦμα καὶ ἡ ἀρχομανία τῶν βυζαντινῶν αὐτοκρατόρων, ἡ πεποίθηςή τους ὅτι ἡ Δύση θὰ μποροῦσε νὰ τοὺς βοηθήσει, ἔφερε τὴν ἀποσύνθεση. Ἡ Πόλη οὐσιαστικῶς παραδόθηκε στοὺς Σταυροφόρους τὸ 1204 ἐξαιτίας τῶν ἀντιδικιῶν τῶν δυναστῶν Ἀγγέλων. Ἰδοὺ ὅμως, ἡ ἁγιότης καὶ ἡ ἀρετὴ τῶν δύο αὐτοκρατόρων τῆς Νικαίας, τοῦ Ἰωάννου Βατάτζη καὶ τοῦ Θεοδώρου Λασκάρεως, ἐπανέδωσε τὴν Πόλη στὰ χέρια τῶν Ρωμηῶν, ἀμαχητί.

Ἐδῶ, ἄς κάνουμε μιὰ παρέκβαση, γιὰ νὰ δοῦμε πῶς, Θείᾳ Προνοίᾳ, ἡ Κωνσταντινούπολη μᾶς ἐπεστράφη σχεδὸν τυχαῖα καὶ ἀμαχητί. Πρέπει νὰ τονίσουμε ὅτι ἡ ἐπανάκτηση τῆς Πόλης ὀφείλεται στὴν ἅγια συμπεριφορὰ τῶν προαναφερθέντων αὐτοκρατόρων, ἀλλὰ καὶ τοῦ αὐτοκράτορα Μιχαὴλ Παλαιολόγου. Τὰ λέγω αὐτὰ καὶ ὡς ἀπάντηση σὲ ὅσους δυσπιστοῦν ἤ καγχάζουν πρὸς ὅσα ἀκούγονται γιὰ τυχὸν ἀμαχητὶ καὶ ἀναίμακτη ἐπιστροφὴ στὸ μέλλον τὸ προσεχὲς τῆς Κωνσταντινούπολης στὰ χέρια τῶν Ρωμηῶν. Ἂς ἀκούσουμε πῶς ὁ Γεώργιος Ἀκροπολίτης στὴ «Χρονικὴ Συγγραφὴ» ἀποτυπώνει τὰ γεγονότα (μτφρ. Α. Παναγιώτου) :

Τότε ὁ αὐτοκράτορας ἔστειλε στὴ Δύση μὲ στρατιωτικὲς δυνάμεις ποὺ μπόρεσε νὰ συγκεντρώσει, τὸν καίσαρα Ἀλέξιο Στρατηγόπουλο, γιὰ νὰ πολεμήσει ἐκεῖ τοὺς ἐχθροὺς τῶν Ρωμαίων˙ παράλληλα τοῦ ἔδωσε ἐντολή, ἐπειδὴ ὁ δρόμος του τὸν φέρνει κοντὰ στὴν Κωνσταντινούπολη, καθὼς θὰ περνᾶ ἀπὸ ἐκεῖ, νὰ κάνει καμιὰ ἔφοδο ἐναντίον της προχωρώντας μὲ τὸν στρατὸ μέχρι τὰ τείχη τῆς πόλης, γιὰ νὰ φοβηθοῦν οἱ Λατίνοι ποὺ βρίσκονταν μέσα. Τότε ὅμως ἔλαβε χώρα καὶ κάτι ἄλλο ποὺ ἦταν ἔργο τῆς Θείας Πρόνοιας. Ἔφθασε, δηλαδή, ἕνα μεγάλο λατινικὸ πλοῖο ἀπὸ τὴ Βενετία στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἔφερε τὸ νέο ἡγεμόνα, ποὺ ἀποκαλοῦσαν ποδεστᾶτο, ἄνδρα, ὅπως φάνηκε δραστήριο καὶ γενναῖο στὴ μάχη˙ αὐτὸς παρότρυνε ὅλους τοὺς Λατίνους τῆς Κωνσταντινούπολης νὰ πολεμήσουν, συμβουλεύοντάς τους ὅτι «δὲν πρέπει νὰ παραμένουμε μόνο μέσα προφυλάσσοντας τὴν πόλη καὶ τοὺς ἑαυτούς μας, ἀλλὰ πρέπει νὰ κάνουμε καὶ κάτι ἐναντίον τῶν Ρωμαίων, γιὰ νὰ μὴ μᾶς περιφρονοῦν τελείως στὸν πόλεμο». Τοὺς ἔπεισε, λοιπόν, ἀφοῦ μποῦν στὶς τριήρεις ποὺ εἶχαν καὶ σὲ μερικὰ ἄλλα πλοῖα, νὰ κινηθοῦν ἐναντίον τοῦ νησιοῦ Δαφνουσία, μὴ τυχὸν μπορέσουν νὰ τὴν καταλάβουν καὶ νὰ πάρουν λάφυρα ἀπὸ αὐτήν. Ἔτσι ἡ πόλη ἔμεινε χωρὶς ἄντρες, μὲ τὶς γυναῖκες καὶ τὰ μωρὰ καὶ τὸν δῆθεν αὐτοκράτορα, Βαλδουίνο, μαζὶ μὲ λίγους ἄλλους ἄντρες.

Ξαφνικά, λοιπόν, μέσα στὴ νύχτα ἦρθε ὁ Ἀλέξιος Στρατηγόπουλος καὶ προσήγγισε τὴν Κωνσταντινούπολη. Ἐπειδή, λοιπόν, εἶχε μαζί του καὶ μερικοὺς ἄντρες ποὺ κατάγονταν ἀπὸ τὴν πόλη καὶ τὴν γνώριζαν πολὺ καλά, ἀφοῦ τοὺς ρώτησε, ἔμαθε ὅτι ὑπάρχει μιὰ τρύπα στὸ τεῖχος, ἀπὸ τὴν ὁποία μπορεῖ νὰ περάσει μέσα ἕνας ὁπλίτης καὶ γι' αὐτό, χωρὶς καθυστέρηση, ἄρχισε τὸ ἐγχείρημα. Πέρασε μέσα, λοιπόν, ἀπὸ τὴν τρύπα πρῶτα ἕνας ἄντρας, ὕστερα ἕνας ἄλλος, καὶ ὕστερα κι ἄλλος, καὶ ἔτσι περίπου δεκαπέντε ἄτομα ἢ καὶ περισαότερα εἰσχώρησαν μέσα στὴν πόλη. Ἐπειδή, λοιπόν, πάνω στὸ τεῖχος βρῆκαν ἕναν ἀπὸ τοὺς φύλακες, μερικοὶ ἄνδρες ἀφοῦ ἀνέβηκαν ἐκεῖ, τὸν ἔπιασαν ἀπὸ τὰ πόδια καὶ τὸν πέταξαν ἔξω, ἐνῶ οἱ ἄλλοι ἀφοῦ πῆραν ἀξίνες, ἔσπασαν τοὺς μοχλοὺς τῶν πυλῶν καὶ ἔτσι μπόρεσε ὁ στρατὸς νὰ μπεῖ ἐλεύθερα μέσα. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο μπῆκε μέσα στὴν πόλη ὁ καίσαρας Στρατηγόπουλος. Ὁ ἡγεμόνας τῆς πόλης, ἐξάλλου, Βαλδουίνος, κατέφυγε στὸ μεγάλο παλάτι.

Οἱ Λατῖνοι, πάλι, ποὺ εἶχαν κινηθεῖ πρὸς τὴ Δαφνουςία μαζὶ μὲ τὸν ποτεστᾶτο, δὲν εἶχαν ἰδέα γιὰ τὸ τί εἶχε γίνει, καὶ ἀφοῦ δὲν κατάφεραν νὰ κάνουν τίποτε εἰς βάρος τοῦ νησιοῦ - γιατὶ ὁ Θεὸς προστάτευσε τοὺς κατοίκους -, κινήθηκαν γιὰ νὰ ἐπιστρέψουν πίσω στὴν πόλη. Ὅταν, ὅμως, ἔφθασαν ἐκεῖ, καὶ ἀφοῦ τὰ ἔμαθαν, ὅρμησαν νὰ ἐπιτεθοῦν στὴν πόλη. Τὰ ρωμαϊκὰ στρατεύματα τὸ κατάλαβαν καὶ ἔβαλαν φωτιὰ στὰ σπίτια τῶν Λατίνων ποὺ ἦταν στὴν παραλία καὶ τὰ ἔκαψαν. Ὅταν εἶδαν οἱ Λατῖνοι τὴν πόλη νὰ πυρπολεῖται, στενοχωρήθηκαν πολὺ καὶ ἀφοῦ πῆραν μέσα στὶς τριήρεις, ὅσους μποροῦσαν, ἔφυγαν, ἐνῶ μία τριήρης πῆγε στὸ μεγάλο παλάτι καὶ πῆρε τὸν Βαλδουίνο, ποὺ λίγο ἔλειψε νὰ συλληφθεῖ. Ἔτσι, λοιπόν, ἔγιναν αὐτὰ καὶ ἡ Κωνσταντινούπολη, θείᾳ προνοίᾳ, ἦλθε ξανὰ στὰ χέρια τοῦ αὐτοκράτορα τῶν Ρωμαίων, ὅπως ἦταν σωστὸ καὶ δίκαιο, ἀφοῦ ἔμεινε στὰ χέρια τοῦ ἐχθροῦ πενήντα ὀκτὼ χρόνια.

Ὁ αὐτοκράτορας βρισκόταν τότε στρατοπεδευμένος στὸ Μετεώριο, ὅταν ἔφθασε ξαφνικὰ τὴ νύχτα ἡ εἴδηση καὶ συντάραξε τὸν κόσμο. Τὸ μήνυμα ἔφερε τὸ παιδάκι τῆς ἀδελφῆς τοῦ αὐτοκράτορα Εἰρήνης, ποὺ εἶχε καρεῖ μοναχὴ μὲ τὸ ὄνομα Εὐλογία, καὶ καθὼς ἐρχόταν νὰ δεῖ τὴ μάνα του ἀπὸ τὰ μέρη τῆς Βιθυνίας ἄκουσε στὸ δρόμο ἀπὸ κάποιον ὅτι ἡ Κωνσταντινούπολη κυριεύθηκε ἀπὸ τὰ ρωμαϊκὰ στρατεύματα. Ἡ ἀδελφὴ τοῦ αὐτοκράτορα, λοιπόν, πῆγε ὅσο πιὸ γρήγορα μποροῦσε σ' αὐτόν, ἀλλὰ τὸν βρῆκε νὰ κοιμᾶται, γι' αὐτὸ τὸν σκούντηξε ἐλαφρὰ μὲ τὸ χέρι γιὰ νὰ ξυπνήσει ἐνῶ τοῦ ἔλεγε σιγὰ σιγὰ : «Βασιλιά, πῆρες τὴν Κωνσταντινούπολη». Παρ' ὅλο, ὅμως, ποὺ τὸ εἶπε πολλὲς φορές, ὁ αὐτοκράτορας ἐξακολούθησε νὰ μὴν τῆς δίνει καμιὰ ἀπάντηση˙ ἐκείνη, λοιπόν, τότε ἄλλαξε τὰ λόγια της καὶ τοῦ εἶπε : «Σήκω, βασιλιά˙ Ὁ Χριστὸς σοῦ χάρισε τὴν Κωνσταντινούπολη». Ἀμέσως τότε ὁ αὐτοκράτορας πετάχτηκε ἐπάνω, σήκωσε τὰ χέρια στὸν οὐρανὸ καὶ εἶπε : «Αὐτὰ ποὺ εἶπες, ἀδελφή, τὰ ἀποδέχομαι καὶ ἐγώ˙ αὐτό, ὅμως, ποὺ εἶπες στὴν ἀρχή, ὅτι ἐγὼ κατέλαβα τὴν Κωνσταντινούπολη, καθόλου δὲν τὸ ἀποδέχομαι˙ γιατὶ πῶς εἶναι δυνατόν, ἐνῶ βρίσκομαι στὸ Μετεώριο, νὰ καταλάβω τὴν Κωνσταντινούπολη; Δὲν ἔστειλα, ἄλλωστε, ἐναντίον της ἀξιόλογο στράτευμα. Ὅμως συμφωνῶ καὶ ἐγώ, ὅτι ὅλα αὐτὰ εἶναι εὔκολα γιὰ τὸν Θεὸ καὶ αὐτὰ ποὺ εἶναι σχεδὸν ἀδύνατα μπορεῖ γρήγορα ἐκεῖνος νὰ τὰ προσφέρει σὲ αὐτοὺς ποὺ θέλει».

Αὐτὰ ἀφοῦ εἶπε καὶ ἀφοῦ συγκέντρωσε ὅλους τοὺς ἄρχοντες ποὺ ἦταν ἐκεῖ μαζί του, ρωτοῦσε νὰ μάθει ἂν νομίζουν ὅτι αὐτὴ ἡ εἴδηση εἶναι ἀληθινή. Ἐκεῖνοι, τότε, συμφώνησαν ὅτι εἶναι ἀλήθεια, καὶ ἰδιαίτερα ἐκεῖνοι ποὺ εἶχαν πληροφορηθεῖ γιὰ τὴν ἐξόρμηση τῶν Λατίνων ἐναντίον τῆς Δαφνουσίας. Μερικοὶ μόνο ἀμφέβαλλαν, ὅσοι δὲν ἤξεραν τί σημαίνει Θεία Πρόνοια, καὶ ἐκτιμοῦσαν, παράλληλα, ὅτι αὐτὸ τὸ πράγμα εἶναι ἀπὸ τὰ δυσκολότερα καὶ δὲν ἐπιτυγχάνεται εὔκολα. Μὲ αὐτὲς τὶς συζητήσεις πέρασε ἡ νύχτα. Ὅταν ξημέρωσε, ἤλπιζαν ὅλοι ὅτι θὰ φανεῖ κάποιος νὰ φανερώσει τί πραγματικὰ ἔγινε˙ πέρασε, ὅμως, καὶ ἐκείνη ἡ μέρα χωρὶς νὰ ἔρθει κανένας, καὶ ὅλοι βρίσκονταν σὲ δυσθυμία καὶ ἀδημονία, ἰδιαίτερα ὁ αὐτοκράτορας. Ὅταν νύχτωσε, ὅμως, ἦρθε ὁ ἀγγελιοφόρος μὲ τὴν καλὴ εἴδηση καὶ ἀνακοίνωσε κατηγορηματικὰ ὅτι ὁ ρωμαϊκὸς στρατὸς μὲ τὸν καίσαρα Στρατηγόπουλο βρίσκονται μέσα στὴν Κωνσταντινούπολη, καὶ περιέγραψε πῶς ἔγιναν ὅλα αὐτά.

Ὁ αὐτοκράτορας, τότε, εὐτυχισμένος ξεκίνησε ἀπὸ τὸ Μετεώριο γιὰ νὰ φθάσει γρήγορα στὴν Κωνσταντινούπολη, ἐπειδὴ φοβόταν μήπως οἱ Λατῖνοι γυρίσουν ἀπὸ τὴ Δαφνουσία καὶ μπαίνοντας μέσα στὴν πόλη συνάψουν ἀποφασιστικὴ μάχη μὲ τοὺς Ρωμαίους καὶ τοὺς πετάξουν ἔξω ἀπὸ τὰ τείχη, καθὼς ἦταν περισσότεροι. Ὅμως τίποτε ἀπὸ αὐτὰ δὲν ἔγινε, ἀλλὰ ἐκεῖνοι [οἱ Λατῖνοι] καταπτοημένοι ἀπὸ τὸ ἀναπάντεχο συμβάν, ὅπως εἴπαμε, πρόλαβαν καὶ ἔφυγαν˙ ὁ αὐτοκράτορας, ὅμως, ἐπέσπευδε τὴν πορεία του. Ὅταν περάσαμε τὰ βουνὰ τοῦ Καλάμου καὶ στρατοπέδευσε ὁ αὐτοκράτορας κοντὰ στὴν Ἀχυράου, τότε μᾶς ἔφεραν τὰ βασιλικὰ ἐμβλήματα τοῦ Βαλδουίνου, τοῦ δῆθεν αὐτοκράτορα τῆς Κωνσταντινούπολης. Αὐτὰ ἦταν μιὰ βασιλικὴ καλύπτρα λατινικοῦ σχήματος, στολισμένη μὲ μαργαριτάρια καὶ μὲ κόκκινο πετράδι στὴν κορυφή, τὰ κόκκινα ὑποδήματα καὶ ἕνα σπαθὶ μέσα σὲ μετάξινη κόκκινη θήκη. Τότε, λοιπόν, καὶ οἱ ἁπλοὶ στρατιῶτες πίστεψαν αὐτὸ ποὺ ἔγινε˙ γιατὶ ἦταν τέτοιο τὸ μέγεθος τοῦ γεγονότος ποὺ δὲν μποροῦσαν νὰ τὸ ἀποδεχτοῦν.

Ἐπέσπευσε, λοιπόν, ὁ αὐτοκράτορας τὴν πορεία, βαδίζοντας γρηγορότερα καὶ διανύοντας μεγαλύτερες ἀποστάσεις. Ὅταν πληςίασε πιὰ στὴν Κωνσταντινούπολη, σκέφτηκε νὰ μπεῖ μέσα στὴν πόιλη, ὄχι ὅπως θὰ ταίριαζε σὲ αὐτοκράτορα, ἀλλὰ μέ φόβο Θεοῦ˙ καὶ βρῆκε τὸν τρόπο νὰ τὸ κάνει, ἀναπέμποντας, δηλαδή, εὐχαριστήρια πρὸς τὸν Θεὸ καὶ εὐχὲς ὑπὲρ τῆς βασιλείας καὶ τῆς ἱεραρχίας, ὑπὲρ τῆς πόλεως, τῶν κατοίκων καὶ ὅλου τοῦ πληρώματος.

Ὁ αὐτοκράτορας, λοιπόν, ἔφθασε στὴν Κωνσταντινούπολη στὶς δεκατέσσερις Αὐγούστου, δὲν θέλησε ὅμως νὰ μπεῖ τὴν ἴδια μέρα στὴν πόλη, ἀλλὰ στρατοπέδευσε στὴ μονὴ τοῦ Κοσμιδίου, ποὺ βρίσκεται κοντὰ στὴ μονὴ τῶν Βλαχερνῶν. Ἀφοῦ, λοιπόν, διανυκτέρευσε ἐκεῖ, τὸ πρωὶ σηκώθηκε καὶ πραγματοποίησε τὴν εἴσοδό του στὴν πόλη μὲ τὸν ἑξῆς τρόπο. Ἐπειδὴ ὁ πατριάρχης Ἀρσένιος δὲν βρισκόταν ἐκεῖ - ἦταν πάντα δυσκίνητος γιὰ τὸ καλό, καὶ ἐχθρικὸς πρὸς τὸν βασιλιὰ καὶ σχεδὸν στενοχωρημένος ποὺ ὁ αὐτοκράτορας προσάρτησε τὴν Κωνσταντινούπολη στὸ ρωμαϊκὸ κράτος - ἔπρεπε ὅμως κάποιος ἀρχιερέας νὰ ἐκφωνήσει τὶς εὐχές, αὐτὸ τὸ ἀνέλαβε ὁ μητροπολίτης Κυζίκου Γεώργιος ποὺ τὸν ἀποκαλοῦσαν Κλειδᾶ. Ἀνέβηκε, λοιπόν, σὲ ἕναν πύργο πάνω ἀπὸ τὴ Χρυσὴ Πύλη, ἔχοντας μαζί του τὴν εἰκόνα τῆς Θεοτόκου, ποὺ ἔχει πάρει τὸ ὄνομά της ἀπὸ τὴ μονὴ τῶν Ὁδηγῶν, καὶ διάβασε εἰς ἐπήκοον ὅλων τὶς εὐχές. Ὁ αὐτοκράτορας, τότε, ἔβγαλε τὴν καλύπτρα καὶ γονάτισε χάμω. Τὸ ἴδιο ἔκανε καὶ ὅλη ἡ συνοδεία του ποὺ ἀκολουθοῦσε. Ὅταν τελείωσε ἡ πρώτη εὐχὴ καὶ ὁ διάκονος ἔδωσε τὸ σῆμα γιὰ νὰ σηκωθοῦν, σηκώθηκαν ὅλοι καὶ εἶπαν δυνατὰ τὸ «Κύριε ἐλέησον» ἑκατὸ φορές. Μόλις ἔγιναν αὐτά, ὁ ἀρχιερέας ἐκφώνησε τὴν ἑπόμενη εὐχὴ καὶ ἐπαναλήφθηκε ἡ ἴδια διαδικαςία, μέχρις ὅτου ἐκφωνήθηκαν ὅλες οἱ εὐχές. Ἀφοῦ, λοιπόν, ὁλοκληρώθηκε αὐτὴ ἡ τελετή, ὁ αὐτοκράτορας σὰν εὐλαβὴς χριστιανὸς περισσότερο, παρὰ σὰν βασιλιάς, μπῆκε στὴ Χρυσὴ Πύλη, βαδίζοντας πεζός, ἐνῶ προπορευόταν ἡ εἰκόνα τῆς Θεοτόκου. Προχώρησε μέχρι τὴ μονὴ τοῦ Στουδίου καὶ ἀφοῦ ἄφησε ἐκεῖ τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας, ἀνέβηκε στὸ ἄλογο καὶ ἔφθασε στὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Σοφίας, ὅπου, ἀφοῦ προσκύνησε τὸν δεσπότη Χριστό, καὶ ἀφοῦ τὸν εὐχαρίστησε, ὅπως ἔπρεπε, ἔφθασε στὸ μεγάλο παλάτι. Σύμπας ὁ ρωμαϊκὸς λαὸς ἦταν τότε ἐνθουσιασμένος καὶ δὲν ὑπῆρχε οὔτε ἕνας ποὺ νὰ μὴν ἀγάλλεται καὶ νὰ χαίρεται, καὶ λίγο ἔλειπε νὰ μὴν πιστεύει ὅτι ἔγινε αὐτό, ἐξαιτίας τοῦ ἀπροσδόκητου καὶ τοῦ ὑπερβολικοῦ μεγέθους τοῦ πράγματος.


Ὅταν ὅμως οἱ Παλαιολόγοι, ἀναγκεμένοι ἀπὸ τὴν ἐξάπλωση τῶν Ὀθωμανῶν, πίστεψαν ὅτι ὁ μόνος δρόμος ἦταν νὰ προσεγγίσουν τὴ Δύση καὶ νὰ ὑπογράψουν τὴν Ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν, ἦταν προδιαγεγραμμένο ὅτι ἡ ρωμηοσύνη θὰ κατέρρεε. Ἡ ὑπογραφὴ τῆς Ἕνωσης τῶν Ἐκκλησιῶν τὸ 1438/9 στὴ Σύνοδο Φερράρας - Φλωρεντίας δὲν ἔδωσε καμμία βοήθεια στὸν πενόμενο αὐτοκράτορα Ἰωάννη Η΄ τὸν Παλαιολόγο. Πόσοι γνωρίζουν, μάλιστα, ὅτι ἡ Πόλη ἔπεσε στὰ χέρια τῶν Ὀθωμανῶν χωρὶς νὰ ὑπάρχει Πατριάρχης, ἀφοῦ ὁ τελευταῖος ὁ Γρηγόριος ὁ Μαμμῆς εἶχε καταφύγει τὸ 1451 στὸν Πάπα! Ὁ ἡρωικὸς αὐτοκράτορας Κωνσταντῖνος ὁ Παλαιολόγος ἀρνήθηκε νὰ παραδώσει τὴν Πόλη στὸν Μωάμεθ καὶ ἡ ρωμηοσύνη ὑποδουλώθηκε στοὺς Ὀθωμανούς, κάτω ἀπὸ τοὺς ὁποίους ὡστόσο διασώθηκε ἡ πίστη της, ἡ ὑπόστασή της, ἐνῶ κάτω ἀπὸ τοὺς Λατίνους θὰ εἶχε ἐκβιασθεῖ σὲ ἀφομοίωση. Ὅπως γράφει ὁ λόρδος Βύρων καὶ ἐπαναλαμβάνει ὁ Παπαδιαμάντης, ἐδῶ καὶ χίλια χρόνια ἡ πατρίδα μας εὑρίσκεται μεταξὺ τῆς τουρκικῆς βίας καὶ τοῦ λατινικοῦ δόλου. Ἐξ οὗ καὶ τὸ περιφήμως λεχθὲν ὑπὸ τοῦ δούκα Λουκᾶ Νοταρᾶ «κάλλιον ἐστὶν ἰδεῖν εἰς τὴν Πόλιν φακιόλιον Τούρκου ἢ καλύπτραν λατινικήν»!

Ὁ σουλτάνος Μωάμεθ ὁ Πορθητής, ἀναγνωρίζοντας ὡς Πατριάρχη τὸν Γεννάδιο Σχολάριο, ἔδωσε θεσμικὴ ὑπόσταση στὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως, δίνοντας προνόμια στὸν Γεννάδιο ὡς θρησκευτικὸ καὶ ἐθνικὸ ἡγέτη τῶν ὑπόδουλων Ρωμηῶν μαζὶ μὲ τὴ φροντίδα καὶ τῶν σύνοικων ὀρθοδόξων Σέρβων, Ρωμούνων καὶ Βουλγάρων. Ἡ ρωμηοσύνη ἔλαμψε σέ ὅλους τοὺς τομεῖς τοῦ μεταβυζαντινοῦ πολιτισμοῦ, καὶ φταίει ἡ ἄγνοιά μας ποὺ ἀκόμη καὶ σήμερα κάνει ὁρισμένους ἄσχετους νὰ μιλοῦν γιὰ τὰ «σκοτάδια τῆς τουρκοκρατίας» καὶ τίποτε ἄλλο. Οἱ ἅγιοι νεομάρτυρες τῆς τουρκοκρατίας καθαγίασαν μὲ τὸ αἷμα τους τὴν πονεμένη ρωμηοσύνη, τὰ μοναστήρια μὲ τὶς μεγάλες βιβλιοθῆκες τους λειτούργησαν καὶ ὡς ἐκπαιδευτικὰ κέντρα σὺν τοῖς ἄλλοις, ἁγιασμένες μορφὲς ἐπωνύμων διδασκάλων τοῦ γένους τῶν ρωμηῶν διέσωσαν τὴν πίστη καὶ τὴ γλῶσσα, ἀνώνυμοι δάσκαλοι μὲ τὰ «Μαθηματάρια» μόρφωναν τοὺς νέους, οἱ ἐκκληςίες ἦταν ὅπως καὶ πρὶν καὶ σήμερα χῶροι θείας λατρείας, τὰ Πατριαρχεῖα μας ὑπὸ τὴν αἰχμαλωσία ἦταν προπύργια τῆς ρωμηοσύνης, ὡσότου ἦρθε ἡ μέρα τῆς Παλιγγενεςίας τοῦ 1821, ὅπου καὶ τότε ἡ Παναγία μας διέσωσε τὴν Ἐπανάσταση κατὰ τὴ ναυμαχία τοῦ Ναυαρίνου! Ὅπως καὶ τὸ ἑλληνορθόδοξο καθεστὼς τῶν Ἁγίων Τόπων παρέμεινε χῶρος τῆς ρωμαίϊκης ὀρθοδοξίας, ροὺμ ὀρθοντόξ, καὶ μετὰ τὸν Κριμαϊκὸ πόλεμο, ἀναγνωρισμένο ὥς σήμερα μὲ τὴ συνθήκη τῶν Παρισίων τὸ 1856, χωρίς ἰδιαίτερη ἐμπλοκὴ τῆς Ἑλλάδος στὸν πόλεμο τῶν Ρώσων κατὰ τῶν Ὀθωμανῶν καὶ τῶν Δυτικῶν σύμμαχών τους.

Ἡ παπικὴ διείσδυση εἶχε δείξει καὶ νωρίτερα τὸ πρόσωπό της μὲ τοὺς φιλοθωμιστὲς καὶ τὸν Βαρλαὰμ Καλαβρό. Ἡ ἁγία μορφὴ τοῦ Γρηγορίου Παλαμᾶ διέσωσε τὴν Ὀρθοδοξία, ἂν καὶ τοὺς ἡσυχαστὲς τοὺς ἐλοιδοροῦσαν ὡς ὀμφαλοσκόπους. Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο τοὺς ὀπαδοὺς τῆς φιλοκαλικῆς ἀναγέννησης γύρω στὰ 1800 τοὺς ἔλεγαν κολλυβᾶδες. Αὐτοὶ ὅμως ὅλοι ἦσαν λίαν μορφωμένοι καὶ λάτρεις τῆς ἀκριβοῦς πίστεως. Αὐτοὶ διέσωσαν τὴ ρωμηοσύνη καὶ ὄχι οἱ διαφωτιστές. Λίγες δεκαετίες πρίν, ὀλίγοι ἀπὸ ἐμᾶς ἐγνώριζαν τὴ φιλοκαλικὴ ἀναγέννηση καὶ στὴ μέση ἐκπαίδευση διδασκόταν κατὰ κόρο ὁ εὐρωπαϊκὸς καὶ νεοελληνικὸς διαφωτισμός. Στὸ βιβλίο μου Βυζάντιο καὶ νεοελληνικὴ διανόηση στὰ μέσα τοῦ 19ου αἰώνα, κατέδειξα ὅτι οἱ λόγιοι καὶ οἱ καθηγητές, ἀκόμα καὶ στὴ Θεολογικὴ Σχολή, περιφρονοῦσαν τὸ Βυζάντιο. Ὁ ἐκδυτικισμὸς ἦταν ἡ ἐπίσημη ἰδεολογία, καὶ ἡ ρωμηοσύνη βρῆκε περίθαλψη στοὺς ποιητές μας καὶ στὸν Παπαδιαμάντη, μετὰ τὸν Κωνσταντῖνο Παπαρρηγόπουλο καὶ τὴν περίφημη ἱστορία του. Ἀλλὰ ὁ διαφωτισμὸς δὲν εἶναι φωτισμός!

Ἂν στοὺς δυὸ προηγούμενους αἰῶνες ἡ συζήτηση στὴν Ἑλλάδα περὶ ρωμηοσύνης, διαφωτισμοῦ καὶ περὶ Βυζαντίου εἶχε χαρακτήρα ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἀκαδημαϊκὸ καὶ πολιτισμικό, ἀπὸ δῶ κι ἐμπρὸς ὁλοένα καὶ περισσότερο θὰ φαίνεται ὅτι δέν εἶναι ἁπλῶς ζήτημα αὐτογνωσίας καὶ αὐτοπροστασίας. Δηλαδὴ ἡ διεκδίκηση τῆς ἑτερότητας, τὸ δικαίωμα νὰ διατηρῶ τὸ πρόσωπό μου, ὁλοένα θὰ ἐξαλείφεται καὶ θὰ ἰσοπεδώνεται μέσα στὴν ὁμαδοποίηση - παγκοσμιοποίηση, στὸ πνεῦμα τῆς ἀγέλης, καὶ τοῦτο πιὰ δὲν εἶναι μόνον πρόβλημα τοῦ τόπου μας. Τὸ πνεῦμα τοῦ ἐκσυγχρονισμοῦ εἶναι πλέον φόβητρο ἐξαναγκασμοῦ : ἢ θὰ μπεῖτε μέσα στὴν ἀγέλη γιὰ νὰ ἐπιβιώσετε, ἢ θὰ πεθάνετε ἔξω ἀπ' αὐτήν...

Περιδεεῖς περιχαρακωνόμαστε ἐντὸς τῆς χρηματικῆς ἀγέλης, καταργώντας αὐτόχρημα τὴν ἔγνοια μας γιὰ τὸ παραπέρα, γιὰ τὸ ἄγνωστο, γιὰ τὸ ἐπέκεινα. Πιστεύω ὅτι ἡ ἰδεολογία εἶναι, τελικῶς, αὐτὸ ποὺ πιστεύεις γι' αὐτὸ ποὺ δὲν βλέπεις. Βλέποντας λοιπὸν ἕναν ἐκχρηματισμένο κόσμο καὶ μία εἰκονικὴ πραγματικότητα, ἐντάσσεσαι ἄνετα σ' αὐτὸν χωρὶς ἰδεολογίες, χωρὶς κὰν νὰ ἐνδιαφέρεσαι γιὰ τὸ τί γίνεται γύρω σου : «ὅσοι μένουν ἄνεργοι ἢ λιμοκτονοῦν ἢ εἶναι ἁπλῶς ἄχρηστοι».

Πρακτικῶς καὶ πάλι, τὸ θριαμβευτικὸ ἐπιχείρημα τῆς ἐκσυγχρονιστικῆς σκέψης ἦταν πάντοτε τὰ ἐπιτεύγματα τῶν θετικῶν ἐπιστημῶν, αὐτὸ ποὺ σήμερα λέμε θαῦμα τῆς τεχνολογίας. Ὅσο κι ἂν ἀνησυχοῦμε, ἡ ἐπιστημονικὴ ἔρευνα θὰ συνεχίζει οὐσιωδῶς ἀνεξέλεγκτη τὸν δρόμο της. Εἶναι καὶ τὸ μόνο σημεῖο ὅπου ἀναγκαστικὰ θὰ συμφωνήσω : εἶναι τόσες οἱ ἀνοικτὲς πληγὲς ποὺ ἄφησε στὸν πλανήτη τὸ τεχνολογικὸ θαῦμα καὶ τέτοιας λογῆς, ποὺ μόνο ἡ ἴδια ἡ τεχνολογικὴ πρόοδος θὰ μποροῦσε νὰ θεραπεύσει, ἂν αὐτὸ εἶναι δυνατό, κατὰ τὸ σχῆμα «ὁ τρώσας καὶ ἰάσεται». Τὴν ἴδια στιγμή, οἱ ἡμεδαποὶ φωτισμένοι ἐξακολουθοῦν νὰ εἰρωνεύονται ταὸ δεισιδαῖμον καὶ θρησκόληπτο μεσαιωνικὸ Βυζάντιο καὶ τὴ ρωμηοσύνη μας.

Οἱ ἰδέες τοῦ διαφωτισμοῦ συνοψίζονται στὰ ἀκόλουθα βασικὰ ἄρθρα : πίστη στὴ δύναμη τοῦ ὀρθοῦ λόγου, στὴν ἐξελιξιμότητα τοῦ ἀνθρώπου, στὴν πρόοδο καὶ στὴν δυνατότητα τῆς εὐτυχίας. Συνεχίζω ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Κ. Θ. Δημαρᾶ, Νεοελληνικὸς Διαφωτισμός, σ. 6 : «ὁ Διαφωτισμὸς εἶναι αἰσιόδοξος˙ ἀποδίδει κατὰ συνέπεια, ἰδιάζουσα σημασία στὰ θέματα τῆς ἀγωγῆς˙ προάγει τὶς ζωντανὲς γλῶσσες καὶ ἰδιαίτερα τὰ ἐθνικὰ ἰδιώματα, σὲ βάρος τῶν νεκρῶν γλωσσῶν, καλλιεργεῖ τὴν ἐλεύθερη κριτικὴ ἔρευνα, τὴν γνώση τοῦ φυσικοῦ κόσμου, κηρύχνει τὴν ἀνεξιθρησκεία, διδάσκει τὴν ἀξιοπρέπεια τοῦ κάθε ἀνθρώπου. Γιὰ τὸν Διαφωτισμὸ ὁ ὀρθὸς λόγος εἶναι ἰσχυρότερος ἀπὸ ὁποιαδήποτε παράδοση καὶ ὁποιαδήποτε αὐθεντία˙ τὸ πείραμα νικᾶ τὴν παράδοση καὶ ἐξασφαλίζει τὴ γνώση τοῦ φυσικοῦ κόσμου». Ἐλπίζω νὰ μὴν μένουν πολλὲς ἀμφιβολίες˙ ἄλλωστε ἡ διατύπωση στὴν τελευταία περίοδο τοῦ Δημαρᾶ εἶναι ἀπερίφραστη : «ὁ ὀρθὸς λόγος εἶναι ἰσχυρότερος», «τὸ πείραμα νικᾶ τὴν παράδοση», ποὺ εἶναι τὸ ἀντικείμενο. Προσέξτε τὰ ρήματα, πρόκειται περὶ ἰσχύος καὶ νίκης ! Ἰσχὺς καὶ νίκη ἐν τῷ κόσμῳ τούτω δὲν ἐπιβάλλεται παρὰ μόνο μέσω τῆς οἰκονομικῆς κυριαρχίας. Ἡ ἀνυποληψία τῆς παράδοσης ἀποτελεῖ ὕβρη τοῦ μεγίστου ἱστορικοῦ διδάγματος ὅτι ἡ δύναμη τοῦ κακοῦ ταλανίζει τὴν ὕπαρξη καὶ ἔτσι ἡ αἰσιοδοξία τοῦ διαφωτισμοῦ εἶναι ἄκρως ἐπικίνδυνη, ἰδίως σήμερα ποὺ τὸ οἰκολογικὸ πρόβλημα εἶναι κοινὴ ἐμπειρία.

Στὴν Ἑλλάδα τὰ διδάγματα τοῦ διαφωτισμοῦ ἐπικράτησαν ἐντελῶς κακέκτυπα, ἐπισήμως κυριάρχησαν ἀπόλυτα καὶ διέφθειραν τὶς ἑτοιμόρροπες κομματικὲς συνειδήσεις. Ἔγραφα παλιότερα : «Ὁ νεοελληνικὸς γραικυλισμὸς ὡς νόσημα τῆς ἑλληνικῆς διανόησης ἀπορρέει ἀπὸ ἕνα παλαιὸ σύμπτωμα μειονεξίας ἀπέναντι στὴ Δύση, συνοδευόμενο μὲ αἰσθήματα προκατάληψης κατὰ τοῦ Βυζαντίου, ἕνεκα παντελοῦς ἀγνοίας τῆς ἑλληνορθόδοξης ρωμαίϊκης θέασης τοῦ κόσμου. Τὸ νόσημα παρουσιάζει συγκεκριμένα παθολογικὰ φαινόμενα, καὶ προσβάλλει κυρίως τοὺς νεοέλληνες λογίους, διανοούμενους καὶ πολιτικούς. Ὡς ἰδεολογικὸ σύνδρομο ἐμφανίζεται γενικῶς ὡς κρίση ταυτότητας, ὡς ἀπόρριψη τῶν ἡμετέρων καὶ θαυμασμὸς τῶν ἀλλότριων, ἤγουν ὡς πλέγμα ἐθνικοῦ αἰσθήματος κατωτερότητας. Ὁ γραικυλισμὸς ἐμφανίζεται καὶ ὡς ὀξεία μορφὴ τῆς χρονίας νόσου τοῦ μιμητισμοῦ καὶ τῆς ξενομανίας, ἀκυρώνει τὸν πατριωτισμό, παραλύει τὸ ἐθνικὸ φρόνημα, καταργεῖ κάθε ἐθνικὴ θεωρία, συχνὰ ὁδηγεῖ τὰ θύματά του νὰ μεταβληθοῦν σὲ ἄτυπους ἐξωμότες. Ἐν ἄλλοις λόγοις, βρίσκεται στοὺς ἀντίποδες τοῦ σωβινισμοῦ».


Μὴ ἐνδιαφερόμενος γιὰ θέματα ἰσχύος καὶ κυριαρχίας ὁ ρομαντισμὸς δὲν ἐπέδρασε καθόλου στὴν πολιτικὴ καὶ παρέμεινε ἡ γονιμοποιὸς μήτρα τῆς τέχνης τοῦ 19ου καὶ 20ου αἰώνα, σαφῶς ἀντιεξουσιαστικὸς καὶ ἀθεράπευτα... ρομαντικός. Τοῦτο δὲν σημαίνει πὼς δὲν εἶχε πολιτικὰ μηνύματα. Ἔγραφα ἄλλοτε ἀναφερόμενος στὴν ἑλληνικὴ πραγματικότητα : «Ἀλλὰ σώζουν τὴν ἀξιοπρέπειά μας : οἱ λογοτέχνες μας ποὺ δείχνουν ὅτι, ἡ ψυχὴ τῆς Ρωμιοσύνης εἶναι ἡ Ἀνατολή. Ἐνῶ ὁ Κοραῆς τὸ 1805 μὲ τὸ Τί πρέπει νὰ κάμωσιν οἱ Γραικοὶ εἰς τὰς παρούσας περιστάσεις ζητεῖ ἀπὸ τοὺς Γραικοὺς νὰ προσκολληθοῦν στοὺς Γάλλους ὅπως παλιότερα εἶχαν προσκολληθεῖ στοὺς Ρώσους, μέσα στὰ χρόνια τῆς Ἐπανάστασης ὁ Κάλβος μὲ τὴν ὠδή του Αἱ Εὐχαὶ λέγει στοὺς Ἕλληνες νὰ ἐγκαταλείψουν τὴν ἀναζήτηση προστατῶν, νὰ σφίξουν τὸ ξίφος καὶ νὰ κοιτάξουν τὸν οὐρανὸ ὅπου εἶναι ὁ μόνος προστάτης μας, ὁ Θεός. Ὁ Μακρυγιάννης καταγγέλλει τὴ Βαυαροκρατία καὶ ζητάει νὰ μὴν ξεπουλήσουμε τὴν πίστη μας καὶ τὸ παρελθόν μας, ὁ Βαλαωρίτης καταγγέλλει, στὸν Φωτεινό του, τὰ σκυλιὰ τοὺς Ἐνετοὺς καὶ ὑμνεῖ τὸν Πατριάρχη Γρηγόριο τὸν Ε΄, ὁ Ἀχιλλέας Παράσχος καταριέται τοὺς Φράγκους καὶ ὑμνεῖ τὸν Κωνσταντῖνο Παλαιολόγο, ὁ Παπαδιαμάντης σαρκάζει τοὺς ἀρχαιόπληκτους καὶ τοὺς γραικύλους τῆς σήμερον, ὁ Καρκαβίτσας περιγράφει τὸν ἑλληνισμὸ τῆς αἰσθησιακῆς ἀνατολῆς, ὁ Παλαμᾶς κάνει ἔπος τὴ φλογέρα τοῦ βασιλιᾶ καὶ τὸ δωδεκάλογο τοῦ γύφτου, ὁ Καβάφης τιμᾶ τὸν ἔνδοξό μας βυζαντινισμό, ἡ λεγόμενη γενιὰ τοῦ '30 ξαναπιάνει τὴν ἑλληνικότητα, ὁ Κόντογλου ξαναστήνει τὴν παράδοση, ὁ Ρίτσος ἀποτυπώνει τὸν καημὸ τῆς Ρωμιοσύνης, ὁ Ἐλύτης ὑμνολογεῖ τὸν ἑλληνισμὸ μὲ τὸν τρόπο ἑνὸς Ἄξιόν ἐστι, ὁ Σεφέρης ξαναβλέπει τὸ θαῦμα στὴν Κύπρο τοῦ '53-'55, κι ὁ Ἐγγονόπουλος ἀναφωνεῖ ὅτι ὁ Μπολιβὰρ εἶναι ὡραῖος σὰν Ἕλληνας.

Οἱ λογοτέχνες μας διαρκῶς καταγγέλλουν τὸ νεοελληνικὸ πλέγμα τοῦ μιμητισμοῦ καὶ ὑποστηρίζουν τὴ συγκριτικὴ ἀφομοίωση. Οἱ λογοτέχνες μας διαρκῶς τιμοῦν τὴν καρδιὰ τῆς ρωμηοσύνης μας, ἐνῶ οἱ ψευδολόγιοι καὶ οἱ ἀνεπαρκεῖς πολιτικοί μας τὸ μόνο ποὺ ἀντιλαμβάνονται εἶναι πῶς νὰ προσδέσουν τὴν Ἑλλάδα στὸ ἅρμα τῆς δύσης. Αὐτὸν τὸν ἄκριτο μιμητισμὸ μαζὶ μὲ τὴν περιφρόνηση τῶν πατρίων κήρυσσαν οἱ διαφωτιστὲς καὶ οἱ ἐπίγονοί τους, οἱ προοδευτικοὶ καὶ οἱ εὐρωπαϊστές. «Κύριε, ὄχι μ' αὐτούς», ὅπως λέει ὁ Σεφέρης. Ἀλλὰ μὲ ποιούς; Μὲ τοὺς λογοτέχνες μας στὸ χέρι, πρῶτα, μὲ νέες χρηστομάθειες. Ἡ ρωμαίϊκη καρδιὰ μας, ὁ νεοελληνισμός μας βρίσκεται στὴ λογοτεχνία μας. Ὅπου καὶ νὰ σᾶς βρίσκει τὸ κακὸ ἀδελφοί, ὅποτε κι ἂν θολώνει ὁ νοῦς σας, μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμὸ καὶ μνημονεύετε Ἀλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Ἡ φωνὴ ποὺ δὲν ξέρει ἀπὸ ψέμα ἂς ἀναπαύσει τὸ πρόσωπο τοῦ μαρτυρίου (Ὀδ. Ἐλύτης).

Γιὰ νὰ κυριαρχήσουν στὸν τόπο μας τὰ διδάγματα τοῦ διαφωτισμοῦ ἔπρεπε νὰ κατασυκοφαντηθεῖ ἡ ρωμηοσύνη, καὶ ὅλοι οἱ ἑλληνικοὶ μέσοι χρόνοι. Τὴ δουλειὰ αὐτὴ ποὺ ξεκίνησε ὁ Κοραής, τὴ συνέχισαν ἀδιάκοπα οἱ ἐπίγονοί του. Τὴν ἀνίχνευση τῶν πρώτων σταδίων ὅλης τῆς προσπάθειας τῆς κατασυκοφάντησης αὐτῆς τοῦ Βυζαντίου τὴν ἐπιχείρησα στὸ βιβλίο μου Βυζάντιο καὶ νεοελληνικὴ διανόηση στὰ μέσα τοῡ δεκάτου ἐνάτου αἰῶνος (ἔκδ. Καστανιώτη, α΄ ἔκδ. 1996, β΄ ἔκδ. 1999). Τὸ βιβλίο αὐτὸ προῆλθε ἀπὸ μία ἀπορία καὶ μία ἀναζήτηση. Ἀπορία, γιατὶ νὰ θεωρεῖται ὁ Μεσαιωνικὸς Ἑλληνισμὸς ὑπόθεση παρακμῆς, καὶ ἀναζήτηση γιατὶ ἀκόμη καὶ σήμερα οἱ νεότεροι Ἕλληνες νὰ τὸ δέχονται αὐτὸ μὲ πλήρη ἄνεση. Προχθὲς μόλις ἄκουγα σὲ ἰδιωτικὴ συζήτηση τὶς ἀπόλυτες δηλώσεις πανεπιστημιακοῦ συναδέλφου ὅτι ἡ Ἑλλάδα ὡς ἐλεύθερο κράτος οἰκειοποιήθηκε τὸ ὄνομα αὐτὸ ὡς φαντασιακὸ θέσπισμα ποὺ δὲν ἔχει καμιὰ σχέση μὲ τὴν ἀρχαιότητα, ἀφοῦ τὸ Βυζάντιο εἶναι ἡ ἀσυνέχεια τῆς ἑλληνικῆς ἀρχαιότητας. Θυμήθηκα τὸν τόμο Byzantium and the Classical Tradition τῶν πρακτικῶν τοῦ δεκάτου τρίτου ἐαρινοῦ συμποςίου τοῦ Birmingham 1979, τυπωμένο τὸ 1981, ὅπου ἡ μονομερὴς ἐργασία τοῦ Cyril Mango "Discontinuity with the classical Past in Byzantium" στὶς σελίδες 48-57 τοῦ τόμου. Θυμήθηκα τὸ βιβλίο Ἑλληνικὸς Ρομαντισμὸς τοῦ Κ. Θ. Δημαρᾶ, Ἀθήνα 1982, ὅπου στὴ σ. 48 γράφει γιὰ τὸν Κωνσταντῖνο Οἰκονόμο ὅτι «φυσικὰ εἶναι καὶ αὐτὸς ἕνας ἀπὸ τοὺς λόγιους τοὺς ὄχι εὐαρίθμους ποὺ ἀπελάκτισαν τὴν πνευματικὴ κληρονομιὰ τοῦ Κοραῆ καὶ παρεμπόδισαν ἔτσι ὡς ἀκόμη στὶς ἡμέρες μας τὴν φυσιολογικὴ ἀνάπτυξη τοῦ νέου ἑλληνισμοῦ». Καὶ ξαναδιάβασα τὴ δοκιμὴ τοῦ Σεφέρη «Κωστῆς Παλαμᾶς» στὸν τόμο τῶν Δοκιμῶν του : «Ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ποὺ γράφτηκαν τὰ Εὐαγγέλια [] πέρασαν εἴκοσι αἰῶνες περίπου. Καὶ ὅμως ἡ τόσο μακριὰ αὐτὴ περιόδος παρουσιάζει, γιὰ τὸν μελετητὴ τῆς ἑλληνικῆς λογοτεχνίας, ὁρισμένα χαρακτηριστικά. Πρῶτα δὲν ὑπάρχει διακοπὴ καὶ δὲν ὑπάρχει μεταβολὴ ἢ μεταστροφὴ - ὁ δρόμος εἶναι ἴσιος : δὲν εἴχαμε ποτὲ Ἀναγέννηση, τέτοια ποὺ γνώρισαν οἱ εὐρωπαϊκοὶ λαοὶ τῆς Δύσης. [] Δεύτερο καὶ κύριο χαρακτηριστικό˙ αὐτὲς τὶς ἀπέραντες χιλιετίες τὶς σκεπάζει μία διπλομανταλωμένη σιωπή. Θέλω νὰ πῶ ἀπὸ τὴν ἄποψη τῆς ποίησης [] Τί συμβαίνει; Συμβαίνει ὅτι ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῶν Εὐαγγελίων ὡς τὰ χρόνια ποὺ ξυπνᾶ τὸ σκλαβωμένο ἔθνος, τὰ ἑλληνικὰ κείμενα δὲν ἐκφράζουν, δὲν δημιουργοῦν, περιγράφουν. Ὅταν τὰ διαβάζουμε, ἔχουμε τὴν ἐντύπωση πὼς γυρίζουμε γύρω ἀπὸ ἕναν κλειστὸ πύργο. Ποῦ δὲν θ' ἀνοίξει ποτές. Εἶναι νεκρά, καὶ ἡ γλώσσα τους εἶναι νεκρή».

Παρέθεσα τὶς τρεῖς παραπάνω ἀνισοσκελεῖς ἀπόψεις γιὰ νὰ φανεῖ τὸ τρίπτυχο τῆς σύγχρονης ἀμφισβήτησης : πρῶτον, μεταξὺ ἀρχαιότητας καὶ Βυζαντίου ὑπάρχει μᾶλλον ἀσυνέχεια, ὄχι συνέχεια˙ δεύτερον, μόνον ἡ γραμμὴ τῶν διαφωτιστῶν, τοῦ Κοραῆ, ἔχει δικαίωμα ὕπαρξης˙ τρίτον, ἔχουμε εἴκοσι αἰῶνες ποιητικῆς ἀφωνίας. Μ' ἄλλα λόγια, ξένοι καὶ ἡμέτεροι ἑλληνιστὲς ἀμφιβάλλουν ἂν εἴμαστε Ἕλληνες, ξένοι καὶ δικοί μας ἰσχυρίζονται πὼς δὲν ὑπῆρξε δημιουργία στὸ Βυζάντιο. Ποικίλοι βαθμοί : ἐσκεμμένη ἀποσιώπηση, ἠθελημένη παραχάραξη, ἐπικίνδυνη ἄγνοια, πρόχειρη παραγνώριση, πλέγματα κατωτερότητας. Τί συμβαίνει; Ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ ἕνας ὑφέρπων ἀνθελληνισμὸς πολλῶν ξένων βυζαντινολόγων καὶ νεοελληνιστῶν, κι ἀπὸ τὴν ἄλλη μιὰ ἀσύγγνωστη προχειρότητα τῶν δικῶν μας, λογίων, ἐπιστημόνων καὶ πολιτικῶν. Προκειμένου νὰ ἐξασφαλισθεῖ ἡ ἀναγνώριση, ἡ προβολὴ καὶ ἡ διασύνδεση, σπεύδουν νὰ καταμυκτηρίσουν οἱ δικοί μας τὸν ταόπο τους, τὴ ρωμηοσύνη. Τὰ γράφει αὐτὰ φιλόλογος πανεπιστημιακός, ποὺ ἔχει κινηθεῖ στὸν ἀκαδημαϊκὸ χῶρο τῆς Ἑλλάδας καὶ τοῦ ἐξωτερικοῦ ἐπὶ μία τριανταπενταετία.


Ὁπωσδήποτε σήμερα βρισκόμαστε στὸ στάδιο τῆς ἀνάδειξης τῆς ρωμηοσύνης. Ἡ ἀμφισβήτηση ὡστόσο δὲν ἔχει πάψει. Δὲν ἔχουν τελειώσει νὰ γράφονται θεωρίες καὶ νὰ ὑπερτονίζονται ἀπόψεις περὶ φυλετικῆς ἀσυνέχειας καὶ μὴ καθαρότητας αἵματος τῶν σημερινῶν Ἑλλήνων. Ὡσὰν ὅλοι οἱ ἄλλοι λαοὶ νὰ εἶναι φυλετικῶς καὶ αἱματολογικῶς καθαροί, ἢ σὰν νὰ ἔχει τοῦτο κάποια σπουδαία σημασία, ἢ σὰν νὰ εἶναι οἱ ἱστορικοὶ εἶδος ἰατρῶν ποὺ ἔχουν ἀνιχνεύσει καὶ ἐπακριβώσει τὰ γονίδια. Τὸ ἀπαράδεκτο παιχνίδι τοῦ ἐθνισμοῦ βασισμένο στὴν ἀρχὴ τῶν ἐθνικοτήτων, δὲν ἔπαψε νὰ παίζεται εἰς βάρος τῶν λαῶν. Ἡ ἰδέα τοῦ Κράτους βασισμένου στὴ φυλετικὴ κυριαρχία, εἶναι παραλλαγὴ τῆς κυριαρχίας τῆς ὕλης ἔναντι τοῦ πνεύματος. Αὐτὸ τὸ παιχνίδι τῆς ἐπιβολῆς, τῆς διαχείρισης τῆς ἐξουσίας, δὲν ἔχει καταλαγιάσει. Καὶ δὲν φαίνεται νὰ ἐπέρχεται σωτηρία διὰ μέσου τῶν θρησκειῶν ὅσες ἐκ παραλλήλου πρεσβεύουν τὴν ἔννοια τῆς θρησκευτικῆς κυριαρχίας. Γι' αὐτὸ ἡ ρωμηοσύνη μας ζῆ ὡς ἐλπίδα, ὡς παρηγοριά, ὡς ἀνάδειξη λύσης τῶν σύγχρονων προβλημάτων μας.

Ἂν θέλουμε νὰ εἴμαστε ἐπιεικεῖς, οἱ Ἕλληνες διαφωτιστὲς δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ λατρεύσουν τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὸ προγονικὸ παρελθὸν παρὰ μόνο τὴν ἑλληνικὴ ἀρχαιότητα. Ἡ ρωμηοσύνη ἦταν γι' αὐτοὺς κάτι τὸ ἐξωφρενικό, ὅπως τὸ παρουσίαζαν οἱ Εὐρωπαῖοι διαφωτιστὲς τοῦ δεκάτου ὄγδοου αἰώνα, ὁ Βολταῖρος, ὁ Μοντεσκιέ, ἰδίως ὁ Γίββων. Ἔτσι μπροστὰ στὴ «βαρβαρότητα» τοῦ Βυζαντίου ἔβαζαν τὴ «λαμπρότητα» τῆς ἀρχαιότητας, καὶ μὴ μπορώντας νὰ παρακάμψουν τὸν χριστιανισμὸ ἔφτιαχναν ἕνα εὐσεβιστικὸ ἠθικισμό. Τοῦτα τοὺς προσπόριζαν θέσεις, ἀξιώματα καὶ ἀναγνώριση. Ἐν συνεχείᾳ, προστέθηκαν σ' αὐτὰ τὰ δεινὰ ἡ αἰσχρὴ καπηλεία τῆς πατρίδας, τῆς θρησκείας καί τῆς καθαρεύουσας ἀπὸ τὴν ἐξουςία, τὴν πολιτεία καὶ τὴ δεξιὰ ἐθνικοφροσύνη˙ ἀπέναντι σ' αὐτὰ ὀρθώθηκε ἡ παρόμοια καπηλεία τῶν προοδευτικῶν. Συγκοινωνοῦντα δοχεῖα ποὺ τὸ ἕνα ἔδινε τὸ ἄλλοθι γιὰ τὴν ὕπαρξη τοῦ ἄλλου. Γιὰ νὰ παραλλάξουμε μία ρήση τοῦ Στέφανου Κουμανούδη, θὰ λέγαμε : «Ταλαίπωρος Ἑλλάς! Δεξιοὶ πατριδοκάπηλοι καὶ φωτισμένοι ἀριστεροὶ ἔμελλον νὰ σὲ διαβουκολῶσιν μεσοῦντος τοῦ εἰκοστοῦ αἰῶνος»!

Καὶ τώρα, πῶς νὰ μιλήσεις γιὰ τὴν ἔνδοξή μας ρωμηοσύνη σ' ἕνα κόσμο ποὺ ζητάει σιγουριὲς καὶ βεβαιότητες, ποὺ μιλάει μὲ ἀφορισμούς, «αὐτὸ εἶναι ἔτσι καὶ δὲν εἶναι ἀλλιῶς»; Πῶς νὰ πεῖς ὅτι δὲν εἶναι ἄχρηστο νὰ στέκουμε μακριὰ ἀπὸ βεβαιότητες καὶ ἀσφάλειες, ὅτι ἡ γλυκύτητα τοῦ προσώπου μας εἶναι τὸ χαμόγελο τῆς ἀμηχανίας, ἡ παραδοχὴ τοῦ πεπερασμένου, ἡ ὑπόσταση τοῦ λογικῶς ἀνυπόστατου; Τί νὰ ποῦμε γιὰ τὸ ρωμαίϊκο μήνυμα τῆς ἀνατολικῆς ὀρθοδοξίας, ὅτι ὑπάρχει σωτηρία ἀνὰ πᾶσα στιγμὴ καὶ γιὰ ὅλους ὅταν ἀλλάξουμε νοῦ καὶ ἐνδυθοῦμε τὴν ἀγάπη τῶν σχέσεων; Ἡ πραγματικότητα ποὺ ζοῦμε εἶναι ἡ διαθεσιμότητα τοῦ ἑαυτοῦ μας πρὸς σχέσεις ἀγαπητικῆς προσφορᾶς, χωρὶς στόχους, ἄνευ ἐπιφυλάξεων, ἀπροκαθόριστα καὶ ἀπροσδιόριστα, ταυτόχρονα ἐμπιστευόμενος καὶ ἐνοχλούμενος, ἀπορώντας καὶ ἐπιμένοντας. Μόνο αὐτὴ ἡ διαδικασία μπορεῖ νὰ μὲ κάνει νὰ πονάω τὸν ἄλλον, ὅ,τι κι ἂν μοῡ ἔχει κάνει. Μακριὰ ἀπὸ ἠθικισμοὺς καὶ εὐσεβισμούς, πέρα ἀπὸ τυποποιημένες θρησκειοποιήσεις, ἄνευ συστημάτων, αὐτοσχέδια καὶ αὐτοβιογραφικὴ ἐγκατάλειψη στὴν ἀναζήτηση τοῦ ἄλλου, ποὺ θὰ εἶναι ἡ διαρκὴς χαρὰ μας, ὡσότου μᾶς φωτίσει ὁ Ἄλλος. Ὁ διαφωτισμὸς δὲν εἶναι φωτισμός. Ἡ ρωμηοσύνη εἶναι ἡ Χαρά μας, φωτισμένη ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξη πίστη μας, ἀπὸ τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ. Ἐδῶ, βεβαίως, ἂς ἀναλογισθοῦν οἱ ἐκκλησιαστικῶς ἁρμόδιοι πόσο καὶ αὐτοὺς καὶ ἐμᾶς ἔχουν ἐμποτίσει τὰ νοησιαρχικὰ διδάγματα τοῦ διαφωτισμοῦ, καὶ πόσο ἔχουμε ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὸ γλυκὺ καὶ τὸ πρᾶον, ἀπὸ τὴ συγκατάβαση καὶ τὴ συγχώρηση, ἀπὸ τὴ συγγνώμη καὶ τὴν ἐπιείκεια, ἀπὸ τὸ εὐπροσήγορο καὶ τὸ καταδεκτικὸ τοῡ ταπεινοῦ προςώπου. Τοῦτα ὅμως ἀνοίγουν ἄλλα κεφάλαια.



Print-icon 




Πνευματικά δικαιώματα 2009-2013 © «Ρωμηοσύνη»
Επιτρέπεται η αναπαραγωγή του υλικού του ιστοχώρου με προϋπόθεση την αναφορά στην πηγή: «Ρωμηοσύνη» www.romiosini.org.gr

:: Πατριαρχείο Ιεροσολύμων :: Ειδήσεις εκ του Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων :: Σχετικά :: Τελευταία νέα :: Τρέχοντα Προγράμματα :: Ιστορικό Αρχείο της Μ.Κ.Ο. "Ρωμηοσύνη" ::


Login-iconLogin  ForgottenPassword-iconΥπενθύμιση κωδικού 

Αυτή τη στιγμή διαβάζουν την ιστοσελίδα μας 45 επισκέπτες.