Η ονομασία Καισάρεια σημαίνει «η πόλη του Καίσαρα». Αρκετοί Ρωμαίοι αυτοκράτορες οι οποίοι -από τον Γάϊο Ιούλιο Καίσαρα- είχαν υιοθετήσει τον τίτλο του Καίσαρα έδιναν το όνομα Καισάρεια, σε διάφορες πόλεις και τοποθεσίες των επαρχιών της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Κάποιες από αυτές τις πόλεις αποτελούν σημαντικές τοποθεσίες για εμάς τους Χριστιανούς.
Πολλοί νομίζουν ότι υπάρχει μία μόνον Καισάρεια. Η γνωστή, από τον Μέγα Βασίλειο, Καισάρεια της Καππαδοκίας. Ωστόσο, εκτός από αυτή, υπήρχαν και στην Αγία Γη άλλες δύο πόλεις με την ονομασία Καισάρεια, εξίσου σημαντικές.
Η μία ήταν η Καισάρεια η παράλιος, κτισμένη στο δυτικό άκρο της πεδιάδας Σαρών, στα παράλια της Μεσογείου, μεταξύ της Χάιφας και του Τελ Αβίβ. Και η άλλη, η πιο εντυπωσιακή -για την αρχαιοελληνική παρουσία της στη Μέση Ανατολή- είναι η Καισάρεια του Φιλίππου «μία ελληνική αρχαία πόλη στα υψίπεδα του Γκολάν».
Οι τρεις αυτές πόλεις με την ονομασία Καισάρεια αντιστοιχούν σε τρεις κορυφαίους σταθμούς της Ορθοδοξίας μας, δηλαδή στη γέννηση, τη διάδοση και την καρποφορία της.
Η Καισάρεια του Φιλίππου συνδέεται με το κήρυγμα του Κυρίου μας, με την ομολογία του Αποστόλου Πέτρου για τον Κύριο ότι είναι ο Μεσσίας, καθώς και με την αιμορροούσα γυναίκα -την μετέπειτα Αγία Βερονίκη- και το άγαλμα του Κυρίου που είχε τοποθετήσει στην αυλή του σπιτιού της και το οποίο θαυματουργούσε.
Η Καισάρεια η παράλιος συνδέεται με τη διετή φυλάκιση του Αποστόλου των εθνών Παύλου, καθώς και με την μεταστροφή των εθνών και την ένταξή τους στην Εκκλησία, από τον Απόστολο Πέτρο.
Τέλος, η Καισάρεια της Καππαδοκίας συνδέεται με τους μεγάλους θεοφόρους πατέρες και ιδιαιτέρως με τον Μέγα Βασίλειο, το καύχημα της Εκκλησίας μας.
Η Καισάρεια της Καππαδοκίας βρίσκεται στην κεντρική Ανατολία της Τουρκίας και είναι χτισμένη στους πρόποδες του όρους Αργαίου (τουρκ. Erciyes). Αρχικά ονομαζόταν Μάζακα (Mazaca), αργότερα -κατά τους Αλεξανδρινούς χρόνους- ονομαζόταν Ευσέβεια (Eusebeia) και όταν οι Ρωμαίοι κατέλαβαν την Καππαδοκία, το 70 π.Χ., της έδωσαν το όνομα Καισάρεια (Caesareia), προς τιμήν του Ρωμαίου αυτοκράτορα. Η πόλη αναφέρεται επίσης και ως Μάζακα-Καισάρεια (Mazaga-Cæsarea).
Υπήρξε σημαντικό στρατηγικό σημείο, λόγω της γεωγραφικής της θέσης και εξαιρετικό εμπορικό κέντρο, γιατί διασταυρώνονταν εκεί οι μεγάλοι εμπορικοί δρόμοι της Ανατολής, οι οποίοι οδηγούσαν στη Μεσοποταμία και την Αρμενία, στον Βόσπορο και στο Αιγαίο.
Ο πλήρης εξελληνισμός της περιοχής, από τον 1ο μ.Χ. αιώνα, βοήθησε τα μέγιστα στην εξάπλωση του Χριστιανισμού. Από τον 3ο έως τον 5ο μ.Χ. αιώνα άκμασε η θεολογική διανόηση. Η Καισάρεια αναδείχθηκε (από την Δ' Οικουμενική Σύνοδο στη Χαλκηδόνα, το 451 μ.Χ.) πρώτη μητρόπολη -σε ιεραρχία και σε κύρος- του Πατριαρχείου της Κωνσταντινουπόλεως. Η μητρόπολη Καισαρείας είχε καθιερωθεί ως Πρωτόθρονος, δηλαδή πρώτη στον Οικουμενικό Θρόνο και ο εκάστοτε Μητροπολίτης της έφερε τον τίτλο Υπέρτιμος των υπερτίμων και έξαρχος πάσης Ανατολής.
Οι Μητροπολίτες της Καισαρείας πρωτοστατούσαν σε κάθε πολιτική και θρησκευτική κίνηση της περιοχής, με συνέπεια όλη η Καππαδοκία να γίνει σύντομα κέντρο κάθε θρησκευτικής και εκπαιδευτικής δράσης. Με τη δύναμη και την επιβολή που είχαν, προήγαγαν την παιδεία και τα γράμματα, και δημιούργησαν πολλά ευαγή ιδρύματα.
Εδώ στην Καισάρεια, διακρίθηκαν οι μεγάλοι πατέρες της Εκκλησίας μας, ο Φιρμιλιανός, ο Λεόντιος και ο Ευσέβιος, ο Γρηγόριος ο Νεοκαισαρείας, ο Γρηγόριος ο Νανζιανζηνός, ο Γρηγόριος Νύσσης (αδελφός του Μεγάλου Βασιλείου) και ο Βασίλειος ο Μέγας (ο οποίος -το 370 μ.Χ.- διαδέχθηκε τον Ευσέβιο στον επισκοπικό θρόνο της Καισαρείας).
Στα χρόνια του ύστερου μεσαίωνα, και μετά τις τουρκικές κατακτήσεις, η μητρόπολη Καισαρείας, αν και πέφτει σε παρακμή (ιδιαίτερα από τον 14ο μ.Χ. αιώνα), εν τούτοις επιβιώνει, σε αντίθεση με άλλες μητροπόλεις, οι οποίες σταδιακά εξαφανίζονται. Παρότι αναφέρεται στην πατριαρχική Notitia του 1500, πιθανώς έπαυσε να λειτουργεί κάποιο διάστημα κατά τον 15ο μ.Χ. αιώνα.
Η πολιτική αστάθεια και οι καταστροφές που υπέστη η περιοχή κατά τον 15ο μ.Χ. αιώνα, η μη αναφορά ονομάτων μητροπολιτών για ένα μεγάλο διάστημα (από τα μέσα του 14ου μ.Χ. αιώνα έως το δεύτερο ήμισυ του 16ου μ.Χ. αιώνα), η μη αναφορά της μητρόπολης στα πατριαρχικά μπεράτια του 1483 και του 1525 (τα οποία αφορούσαν τις -εν ενεργεία- μητροπόλεις της εποχής τους), δικαιολογεί την άποψη ότι τότε η μητρόπολη στην ουσία ήταν ανενεργή –ενδεχομένως μέχρι τα τέλη του 16ου μ.Χ. αιώνα.
Σήμερα, η Καισάρεια -το Καϊσερί (Kayseri) όπως λέγεται στα τουρκικά- είναι μια σύγχρονη, εκβιομηχανισμένη πόλη της Τουρκίας.
Η Καισάρεια η παράλιος, βρισκόταν βορειοδυτικά της Ιερουσαλήμ και στο μέσον του δρόμου μεταξύ του Τελ Αβίβ (45 χλμ.=28 μίλια βόρεια από το Τελ Αβίβ) και της Χάϊφας (45 χλμ.=28 μίλια νότια από την Χάϊφα). Ήταν μία εκπληκτική πόλη, με απίστευτη χλιδή. Είχε ναούς, ανάκτορα, θέατρο, αμφιθέατρο, υδραγωγείο και ένα τεράστιο λιμάνι. Την πόλη και το λιμάνι έχτισε, μεταξύ 25-10 π.Χ., ο Ηρώδης ο Μέγας στη θέση Πύργος Στράτωνος (Ιώσηπου Ιουδ. Πόλ. Α΄,7) και της έδωσε το όνομα Καισάρεια, προς τιμήν του Καίσαρα Οκταβιανού Αύγουστου.
«Ο Ηρώδης δεν έκανε καμία έκπτωση στα σχέδιά του για τις εγκαταστάσεις του λιμανιού -ένα μεγάλο μηχανολογικό επίτευγμα της εποχής- όπως και για την πόλη, η οποία περιελάμβανε παλάτια, ναούς, ένα θέατρο, αγορά, ιππόδρομο και συστήματα ύδρευσης και αποχέτευσης. Όταν ολοκληρώθηκε, 12 χρόνια αργότερα, μόνο η Ιερουσαλήμ ξεπερνούσε τη λαμπρότητα της Καισάρειας. Ο πληθυσμός της, επί εποχής Ηρώδη ήταν κατά 100.000 κατοίκους μεγαλύτερος από εκείνον της Ιερουσαλήμ. Η πόλη απλωνόταν σε έκταση πάνω από 164 εκτάρια» Caroline Haberfeld, Fodor's Israel.
Ο ιστορικός Φλάβιος Ιώσηπος περιέγραψε με λαμπρότητα το Ηρώδειο λιμάνι της Καισάρειας -το μεγαλύτερο λιμάνι της Ανατολικής Μεσογείου- το οποίο ονομάστηκε Σεβαστός (ο λιμήν Σεβαστός, "Ant." xvii. 5, § 1; "B. J." i. 31, § 3), το ελληνικό όνομα του αυτοκράτορα Αυγούστου (λατ. Augustus, ελλ. Σεβαστός). Και το συνέκρινε με ένα άλλο μεγάλο λιμάνι, τον Πειραιά. «Το λιμάνι ήταν τόσο μεγάλο όσο ο Πειραιάς, το λιμάνι της Αθήνας, και είχε ένα βαθύ κανάλι και ένα διπλό σταθμό για τα πλοία» ("Ant." l.c.).
Κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους (63 π.Χ. – 324 μ.Χ.), η Καισάρεια ήταν πρωτεύουσα της επαρχίας της Παλαιστίνης, και έδρα του εκάστοτε Ρωμαίου έπαρχου και της Ρωμαϊκής λεγεώνας. Στην Καισάρεια κατοικούσαν ο Πόντιος Πιλάτος (Pontius Pilatus) -στο θέατρο της Καισάρειας, βρέθηκε η επιγραφή TIBERIEUMPONTIUSPILATUSPRAEFECTUSIUDAEAE με το όνομά του, ο Φίληκας (Clavdius Felix) και ο Φήστος (Porcius Festus).
Από το 133 μ.Χ. και μετά, η Καισάρεια η παράλιος (Caesarea Maritima) έγινε γνωστή -και αναφερόταν από πολλούς- και ως Καισάρεια της Παλαιστίνης (Caesarea Palaestina). Μετά την καταστροφή της Ιερουσαλήμ από τον Τίτο (Titus) -το 70 μ.Χ.- πήρε τα εκκλησιαστικά πρωτεία της Παλαιστίνης, τα οποία και κράτησε για περισσότερο από 500 χρόνια, μέχρι το 451 μ.Χ. (όταν η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος αναβάθμισε την Επισκοπή της Ιερουσαλήμ σε Πατριαρχείο).
Στις αρχές του 4ου μ.Χ. αιώνα, ο γνωστός θεολόγος και ιστορικός Ευσέβιος ο Παμφίλου (Eusebius Pamphili), ο οποίος υπηρετούσε ως επίσκοπος Καισαρείας, συνέγραψε εδώ δύο πολύ σημαντικά έργα: τη μνημειώδη Εκκλησιαστική Ιστορία, η οποία αναφερόταν στις απαρχές του Χριστιανισμού και το περίφημο Ονομαστικόν, το οποίο είναι μία πλήρης γεωγραφική-ιστορική μελέτη της Αγίας Γης.
Οι Απόστολοι Πέτρος και Παύλος, καθώς και ο Διάκονος και Ευαγγελιστής Φίλιππος είχαν άμεση σχέση με την Καισάρεια, όπως φαίνεται στις Πράξεις των Αποστόλων.
Ο Διάκονος Φίλιππος, τον οποίο δεν πρέπει να συνδέουμε με τον Απόστολο Φίλιππο -το μαθητή του Κυρίου- ήταν ένας από τους επτά διακόνους (Στέφανος, Φίλιππος, Πρόχορος, Νικάνορας, Τίμωνας, Παρμενίωνας, Νικόλαος -όλοι είχαν ελληνικά ονόματα), και ήταν δεύτερος στη σειρά, μετά το διάκονο Στέφανο (Πράξ. 6:5). Καταγόταν και διέμενε στην Καισάρεια. Ήταν έγγαμος και από το γάμο του απέκτησε τέσσερις θυγατέρες οι οποίες ήταν «παρθένοι και προφητεύουσαι», δηλαδή ήταν αφιερωμένες στο Θεό και είχαν το χάρισμα της προφητείας -τη δυνατότητα να προφητεύουν και να διδάσκουν τον λαό (Πράξ. 21:9).
Ο Διάκονος και Ευαγγελιστής (Πράξ. 21:8) Φίλιππος ήταν μία χαρισματική προσωπικότητα, μία ιδιαίτερη παρουσία στην Εκκλησία: μεγάλη δράση κηρύγματος, έντονη ιεραποστολική φλόγα, δύναμη και καλλιέπεια λόγου, επιτέλεση θαυμάτων, καθοδήγηση από αγγέλους, ίδρυση εκκλησιών. Κηρύττοντας το Ευαγγέλιο στους εθνικούς (για αυτόν το λόγο ονομαζόταν και Ευαγγελιστής), ήταν ο πρόδρομος του Αποστόλου Παύλου στον Ευαγγελισμό των εθνικών. Η μνήμη τιμάται την 11 Οκτωβρίου.
Ο Απόστολος Παύλος έμεινε στο σπίτι του Φίλιππου κατά το τρίτο ιεραποστολικό του ταξίδι (Πράξ. 21:8). Το σπίτι όπου διέμενε ο Φίλιππος μαζί με τις κόρες του, σωζόταν στη Καισάρεια επί των ημερών του Ιερώνυμου (340-420 μ.Χ.). Επίσης, στην Καισάρεια μεταφέρθηκε από την Ιερουσαλήμ -με συνοδεία ισχυρής φρουράς- ο Απόστολος Παύλος. Έμεινε φυλακισμένος για δύο χρόνια (57-59 μ.Χ.), με εντολή όμως του Φήλικα, του Ρωμαίου Επιτρόπου της Ιουδαίας, να του παρασχεθεί η άνεση και η άδεια να μπορεί να βλέπει τους δικούς του ανθρώπους.
Όταν ο Απόστολος Παύλος κατάλαβε πως ο σκοπός του Επιτρόπου της Ιουδαίας, Φήστου (που είχε εν τω μεταξύ διαδεχθεί τον Φήλικα) ήταν να τον στείλει στην Ιερουσαλήμ να δικαστεί -για να ικανοποιήσει τους Ιουδαίους- επικαλέσθηκε το δικαίωμα της εφέσεως -που ήταν δικαίωμα κάθε Ρωμαίου πολίτη- ώστε να δικασθεί στη Ρώμη (Πράξ. 25:11,21), για την οποία αναχώρησε το φθινόπωρο του 59 μ.Χ. (Πράξ.27:1).
Ο Απόστολος Πέτρος ήρθε στην Καισάρεια, από την Ιόππη (30 μίλια μακριά) όπου βρισκόταν, με θεία εντολή (Πράξ. 9:43), για να κατηχήσει και να βαπτίσει το Ρωμαίο εκατόνταρχο Κορνήλιο και όλους τους δικούς του (Πράξ.10:48). Ο εκατόνταρχος Κορνήλιος έμενε με την οικογένειά του στην Καισάρεια και άγγελος Κυρίου του είχε υποδείξει να ζητήσει από τον Απόστολο Πέτρο να συναντηθούν (Πράξ. 10:3-8).
Ο Κορνήλιος (ο οποίος θεωρείται ως ο πρώτος εθνικός ο οποίος βαπτίστηκε και έγινε Χριστιανός) μεταστράφηκε στο Χριστιανισμό και ο ιεραποστολικός του ζήλος απέφερε πλούσιους καρπούς. Δίδαξε στη Φοινίκη, την Κύπρο, την Αντιόχεια και την Έφεσο, και πολλοί ήταν οι ειδωλολάτρες που πίστεψαν στο Ευαγγέλιο. Αργότερα εξελέγη Επίσκοπος Σκήψης της Μυσίας.
Στην Καισάρεια της Παλαιστίνης σπούδασε και ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, ο Ναζιανζηνός. Ξεκίνησε τις σπουδές του στην Καισάρεια της Καππαδοκίας, τις συνέχισε στην Καισάρεια της Παλαιστίνης και, στη συνέχεια, τις ολοκλήρωσε στην Αντιόχεια, την Αλεξάνδρεια και την Αθήνα.
Στην Καισάρεια της Παλαιστίνης επίσης, γεννήθηκαν, έδρασαν, πέρασαν ή μαρτύρησαν πολλοί άγιοι, όπως οι Άγιοι Οκτώ Μάρτυρες οι εν Καισαρεία της Παλαιστίνης (305 μ.Χ.) -24 Μαρτίου η μνήμη τους, ο Όσιος Μαρτινιανός -13 Φεβρουαρίου, ο Άγιος Μάρτυς Αναστάσιος ο Πέρσης -24 Ιανουαρίου, ο Άγιος Ρωμανός -18 Νοεμβρίου, ο οποίος ήταν διάκονος της εκκλησίας της Καισαρείας της Παλαιστίνης και μαρτύρησε στην Αντιόχεια το 298 μ.Χ. επί Διοκλητιανού. Επίσης οι Άγιες Πέντε Παρθένες Γυναίκες, και πλήθος ακόμα αγίων και μαρτύρων.
Ο Ωριγένης (Ωριγένης Αδαμάντιος), ο πολυγραφότατος θεολόγος της πρώτης Χριστιανικής εκκλησίας, ιδρυτής και πατέρας της Θεολογικής επιστήμης, φεύγοντας από την Αλεξάνδρεια, εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Καισάρεια -το 231 μ.Χ.- και πέθανε εκεί (κατά άλλους πέθανε στην Τύρο). Είχε ιδρύσει θαυμαστή σχολή πολλών επιστημών, η οποία λειτούργησε για 17 χρόνια (μέχρι το διωγμό του Δέκιου το 249/250 μ.Χ., όπου ο Ωριγένης συνελήφθη, φυλακίστηκε, βασανίστηκε πολύ σκληρά, αλλά τελικά αφέθηκε ελεύθερος).
Το διάστημα που έμεινε στην Καισάρεια, ο Ωριγένης έγραψε το Περί Προσευχής, το Περί Μαρτυρίου και το Κατά Κέλσου, το οποίο θεωρείται ότι είναι η εγκυρότερη και η πληρέστερη υπεράσπιση του Χριστιανισμού, γραμμένο με αριστοτεχνική επιχειρηματολογία και διαλεκτική δύναμη. Σύμφωνα με τον τότε μαθητή του Γρηγόριο Νεοκαισαρείας, ο Ωριγένης δίδασκε στη νέα σχολή του φυσιολογία, γεωμετρία, αστρονομία, ηθική, φιλοσοφία και θεολογία. Μεταξύ των μαθητών του ήταν επίσκοποι, ο Φιρμιλιανός -της Καισαρείας της Καππαδοκίας, ο Θεόκτιστος -της Καισαρείας της Παλαιστίνης, ο Αλέξανδρος –των Ιεροσολύμων κ.ά., καθώς και πάρα πολλοί κληρικοί. Σύμφωνα με το μοναχό Βικέντιο, εκ Λειρίνου (5ος μ.Χ. αιώνας) «...αναρίθμητοι εκ της σχολής αυτού εξήλθον διδάσκαλοι, αναρίθμητοι ιερείς, ομολογηταί και μάρτυρες...».
Σήμερα, η Καισάρεια η παράλιος θεωρείται ένας από τους πιο σπουδαίους αρχαιολογικούς χώρους του Ισραήλ. Τα περισσότερα αξιοθέατα βρίσκονται μέσα στο Εθνικό Πάρκο της Καισάρειας. Στις αρχαιολογικές ανασκαφές που έγιναν μεταξύ του 1950 και 1960 (αλλά και παλαιότερα) έχουν βρεθεί τα ερείπια ενός τεράστιου ρωμαϊκού θεάτρου (χωρητικότητας 4000 θεατών), τα ερείπια ενός από τους μεγαλύτερους ιπποδρόμους της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, ενός εξαιρετικού ρωμαϊκού υδραγωγείου (μήκους 17 χλμ) που μετέφερε το νερό από τους πρόποδες του Καρμήλιου όρους και άλλα πολλά ενδιαφέροντα ευρήματα.
Δίπλα στα ερείπια της αρχαίας πόλης Καισάρειας βρίσκεται η σύγχρονη ισραηλινή πόλη Κεσαρίγια (Qesarya).
Η Καισάρεια του Φιλίππου βρισκόταν στο βορειότερο άκρο της Αγίας Γης, στην περιοχή της Ιτουρίας. Ήταν κτισμένη στους πρόποδες του όρους Ερμών. Σε μία τεράστια φυσική σπηλιά που υπήρχε εκεί, μέσα από την οποία αναβλύζει μία από τις μεγαλύτερες πηγές του Ιορδάνη, λατρευόταν -κατά τους ελληνιστικούς και ρωμαϊκούς χρόνους- ο θεός Πάνας (=θεότητα της ελληνικής μυθολογίας, με δύο κέρατα κατσικιού στο κεφάλι, μυτερά αυτιά, γενειοφόρος και τραγοπόδαρος, που η παρουσία του προκαλούσε τρόμο, εξ ου και η λέξη πανικός). Στον Πάνα οφειλόταν η αρχική ονομασία της πόλης (Πανεάς ή Πανειάς ή Πανιάς), αλλά και η σύγχρονη ονομασία της (Βαναία, Μπάνιας-Banias-Baniyas).
Η πόλη, χτισμένη σε απόσταση 25 μιλίων(=40 χλμ.) από τη λίμνη Τιβεριάδα (λίμνη Γεννησαρέτ ή θάλασσα της Γαλιλαίας), απέχει περίπου 150 μίλια (= 240 χλμ.) –βόρεια- από την Ιερουσαλήμ,50 μίλια (= 80 χλμ) από τη Δαμασκό και 30 μίλια (= 48 χλμ.) –ανατολικά- από την Τύρο και την Μεσόγειο θάλασσα.
Οι συστηματικές ανασκαφές στην Καισάρεια (Πανειάδα) άρχισαν το 1988, υπό την αιγίδα της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας του Ισραήλ (στην οποία προΐσταται ένας Έλληνας αρχαιολόγος, ο Β. Τζαφέρης). Από το 1990 συμμετείχε στις ανασκαφικές έρευνες (μαζί με αμερικανικά πανεπιστήμια και κολέγια) και η Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (η ανασκαφή αυτή είναι μία από τις ελάχιστες έρευνες, στις οποίες έχει συμμετάσχει ελληνικός φορέας). Υπεύθυνος του προγράμματος ήταν ο καθηγητής Ηλίας Οικονόμου και υπεύθυνος της αποστολής στο Ισραήλ ο καθηγητής Νικόλαος Ολυμπίου, ο οποίος αναφέρει για την Καισάρεια: «Πρόκειται για μία ελληνική πόλη, η οποία είχε τον αντίστοιχο σχεδιασμό που είχαν οι ελληνικές πόλεις, με όλα τα κοινωνικά, λατρευτικά και πολιτιστικά ιδρύματά τους, όπως γυμνάσια, θέατρα, νυμφαία και αγορά. Οι κάτοικοι της Πανειάδας - Καισάρειας του Φιλίππου ήταν Έλληνες ή ελληνόφωνοι Ιτουραίοι και Φοίνικες».
Ο Τετράρχης της Ιουδαίας, Φίλιππος -γιος του Ηρώδη του Μεγάλου- ανοικοδόμησε το 3 π.Χ. την Πανειάδα, την κόσμησε με έργα τέχνης και της έδωσε το όνομα Καισάρεια προς τιμήν του Καίσαρα Τιβέριου. Για να ξεχωρίζει όμως από την Καισάρεια της Παλαιστίνης που είχε κτίσει ο πατέρας του –ο Ηρώδης ο Μέγας, την ονόμασε Καισάρεια του Φιλίππου. Το 37 μ.Χ., ο αυτοκράτορας Καλιγούλας την πρόσφερε στον Ηρώδη Αγρίππα (Πράξ.12:1, 19-23), γιο του Αριστόβουλου και εγγονό του Ηρώδη του Μεγάλου, από τη Μαριάμνη.
Ο Ηρώδης Αγρίππας ο Β΄, ο οποίος (μετά το θάνατο του πατέρα του) ανακηρύχθηκε το 48 μ.Χ. βασιλιάς της Ιουδαίας (σε ηλικία 19 μόνον ετών), μετονόμασε την πρωτεύουσά του, από Καισάρεια σε Νερωνιάδα (Neronias) -το 53 μ.Χ., προς τιμήν του Αυτοκράτορα Νέρωνα. Μετά από την αυτοκτονία του Νέρωνα, η ονομασία αυτή εγκαταλείφθηκε, όχι όμως για την προηγούμενη ονομασία -Καισάρεια Φιλίππου, αλλά για την πρότερη ονομασία -Πανεάς. Ο Ηρώδης Αγρίππας ο Β΄, αναφέρεται στις Πράξεις των Αποστόλων. Συναντήθηκε με τον Απόστολο Παύλο στην Καισάρεια της Παλαιστίνης, όπου ως φιλοξενούμενος του Φήστου άκουσε την απολογία του Παύλου (Πράξ.25:13 & 26:1-23) και -αστειευόμενος- τον κατηγόρησε ότι προσπάθησε να τον κάνει Χριστιανό (Πράξ.26:28).
Η Καισάρεια του Φιλίππου είναι η μοναδική αρχαία ελληνική πόλη, την οποία επισκέφθηκε και στην οποία δίδαξε ο Κύριός μας. Οι σχετικές διηγήσεις αναφέρονται στα Ευαγγελικά κείμενα του Ματθαίου, του Μάρκου και του Λουκά. Ήταν το βορειότερο όριο των περιοδειών του Ιησού. Εδώ ο Ιησούς ρώτησε τους μαθητές Του:
«Τίνα μέ λέγουσιν οἱ ἄνθρωποι εἶναι τόν Υἱόν τοῦ Ἀνθρώπου;» Και ο Πέτρος Του απάντησε: «Ἐσύ εἶσαι ὁ Μεσσίας, ὁ Υἱός τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ» (Ματθ. ιστ΄, 13 Μάρκ. η΄, 29 Λουκ. θ΄,18).
Από την Καισάρεια καταγόταν η αιμορροούσα γυναίκα, που -κατά την παράδοση- ονομαζόταν Βερονίκη και η οποία θεραπεύτηκε από τον Κύριο, στην περιοχή της Καπερναούμ (Ματθ.θ', 20-22 Μάρκ.ε'25-34 Λουκ.η'43-49). Η θεραπευμένη γυναίκα όταν επέστρεψε στην πατρίδα της, την Καισάρεια, έστησε -χάριν ευγνωμοσύνης- στην αυλή του σπιτιού της ένα χάλκινο αδριάντα, ο οποίος παρίστανε το Χριστό και την ιδία γονυπετούσα. Αυτή η παράσταση -η αρχαιότερη του Χριστού- θαυματουργούσε (αναφερόταν ότι στη βάση του ανδριάντα, φύτρωσε ένα βότανο που θεράπευε διάφορες ασθένειες) και πολύ σύντομα έγινε χριστιανικό προσκύνημα. Πολλοί είδαν και περιέγραψαν τον ανδριάντα αυτόν, μεταξύ άλλων και ο ιστορικός Ευσέβιος (Eusebius, "Hist. Eccl." vii. 18). Τον 4ο μ.Χ. αιώνα, το ανάγλυφο αυτό του Χριστού τοποθετήθηκε μέσα σε βασιλική, η οποία κτίστηκε για το σκοπό αυτό κοντά στην πηγή. Τα ερείπια της βασιλικής ήρθαν στο φως με τις ανασκαφές των τελευταίων ετών.
Η Καισάρεια η παράλιος και η Καισάρεια του Φιλίππου στην Παλαιστίνη, αλλά και η άλλη Καισάρεια της Καππαδοκίας, αποτέλεσαν θαυμαστά κέντρα πνευματικής δραστηριότητας και ήκμασε σε αυτά η θεολογική διανόηση. Σήμερα, αποτελούν για εμάς μέρος από τις αλησμόνητες πατρίδες και τους ιερούς χώρους του γένους μας. Είναι Άγιοι χώροι, ευλογημένοι. Άγιοι τόποι, οι οποίοι συνέβαλαν τα μέγιστα στον πολιτισμό, στην θεολογία και την πίστη. Υπήρξαν -γεωγραφικά, ιστορικά και πνευματικά ορόσημα- σταθμοί και σημάδια πολύτιμα πάνω στη σφαίρα της γης, άγια μετερίζια, μέσω των οποίων έφτασαν έως τις ημέρες μας -ανέπαφα και ανέγγιχτα- τα ιερά και τα όσια της Ορθοδοξίας και της Ρωμηοσύνης.
Πηγή υλικού
Αρχιμανδρίτης Ιγνάτιος, Ηγούμενος Ιεράς Μονής των Ποιμένων, εν Μπετ Σαχούρ, περιοχή Βηθλεέμ
Επιλογή υλικού
Αικατερίνη Διαμαντοπούλου
Θεολόγος ΜΑ - Φιλόλογος PhD Φιλοσοφίας