Ιδιαίτερη πατρίδα του Αγίου ήταν η Νάξος. Σε αυτό το νησί των Κυκλάδων γεννήθηκε το 1851 από γονείς εύπορους και πιστούς. Από μικρό παιδί αγαπούσε την εκκλησία και πολύ συχνά συνήθιζε να πηγαίνει στο μικρό εκκλησάκι που υπήρχε κοντά στην οικία του και να ψάλλει. Σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών έμεινε ορφανός από πατέρα και η μητέρα του αναγκάστηκε να πάρει τα παιδιά της και να φθάσει στην Αθήνα. Τρία χρόνια αργότερα ο νεαρός Νικόλαος παντρεύτηκε και απέκτησε ένα γιο.
Όμως η μεγάλη του επιθυμία ήταν να αφιερώσει τη ζωή του στο Θεό. Η αγάπη του και οι θερμές προσευχές του τον βοήθησαν να εκπληρώσει την επιθυμία του. Έτσι την 28 Ιουλίου 1879 στο Ιερό Ναό της Μεταμορφώσεως στην Πλάκα έγινε διάκονος. Σύντομα και αφού είχε αποβιώσει η σύζυγός του μοίρασε όλη του την περιουσία. Ο ίδιος παρέμεινε ταπεινός και φτωχός, στηριζόμενος σε ολόκληρη τη ζωή του στην αγάπη του Θεού. Πέντε χρόνια αργότερα χειροτονήθηκε ιερέας και από εκείνη τη στιγμή άρχισε αυστηρή άσκηση, καθώς η προσευχή ποτέ δεν έλειπε από τα χείλη και την ψυχή του.
Αρχικά ήταν εφημέριος στον Ιερό Ναό του Αγίου Παντελεήμονος στο Νέο Κόσμο. Όμως δεν έμεινε πολύ, αφού λίγο αργότερα διορίστηκε εφημέριος στον Άγιο Ιωάννη της Βουλιαγμένης, τον Κυνηγό όπως τον έλεγαν. Τότε ήταν μια φτωχή ενορία με μόλις οχτώ οικογένειες. Είχε όμως το μεγάλο προνόμιο να λειτουργεί εκεί η ταπεινή μορφή του Αγίου Νικολάου Πλανά.
Για πενήντα συναπτά έτη ο Άγιος λειτουργούσε καθημερινά από την 08:00 π.μ. έως και την 15:00 μ.μ. το μεσημέρι. Ήταν ανεπανάληπτες οι λειτουργίες του Αγίου. Ο ίδιος αγαπούσε τα μικρά εξωκλήσια της Αθήνας, τα οποία καθημερινά επισκεπτόταν για να τελέσει το ευλογημένο καθήκον του. Τις Κυριακές και τις μεγάλες γιορτές παρέμενε στο Ναό του, συχνά όμως πήγαινε στο εκκλησάκι του Προφήτη Ελισσαίου στην οδό Άρεως στην Πλάκα, για τις τελεσθείσες αγρυπνίες. Ήταν οι πιο κατανυκτικές αγρυπνίες του Αγίου και όλο το εκκλησίασμα αισθανόταν την ευλογία. Σε αυτές τις συχνές αγρυπνίες στο ψαλτήρι στέκονταν πάντα οι δυο κορυφαίοι λογοτέχνες, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης και ο Αλέξανδρος Μωραϊτίδης, που αγαπούσαν πολύ τον άγιο ιερέα και τον βοηθούσαν με τις ψαλμωδίες τους. Η ζωή του Αγίου ήταν απλή, όπως ήταν απλός σαν παιδί και ο ίδιος. Νήστευε αυστηρά, προσευχόταν συνεχώς, με όλη τη δύναμη της ψυχής του, αγαπούσε χωρίς διάκριση όλους και ποτέ του δεν κρατούσε χρήματα. Όσα και να του έδιναν από μόνοι τους διάφοροι άνθρωποι, ο Άγιος τα σταύρωνε και πηγαίνοντας στα στενά σοκάκια και τις φτωχογειτονιές μοίραζε επιδόματα ανάγκης σε ανήμπορες νεαρές κοπέλες, σε φτωχές χήρες γυναίκες, σε άπορους σπουδαστές και σε νεαρά ζευγάρια για τα πρώτα τους έξοδα.
Το παρουσιαστικό του συγκλόνιζε τους πάντες. Η λαμπερή διαπεραστική του ματιά γαλήνευε όσους ήταν κοντά του. Η απλοϊκή ομιλία του συγκινούσε ακόμα και τους πιο μορφωμένους επιστήμονες. Αν και ήταν ψευδός και πολλές φορές τα λόγια του ακούγονταν αστεία, ποτέ κανένας δεν γελούσε. Αντίθετα μάλιστα, τα δακρυσμένα μάτια όλων μαρτυρούσαν πόσο πολύ τα λόγια του μιλούσαν στις ψυχές τους. Σαν τον αντίκριζαν να περπατάει στο δρόμο οι γυναίκες έκανα με ευλάβεια το σταυρό τους, οι άνδρες έκοβαν το βήμα τους για να προσπεράσει, οι αμαξάδες σταματούσαν την πορεία τους και κατέβαιναν και τα μικρά παιδιά έτρεχαν να πάρουν την ευχή του. Η παρουσία του ήταν τιμή για την πρωτεύουσα και όλοι οι κάτοικοι τον εκτιμούσαν και πίστευαν πως ο ταπεινός ιερέας ήταν ένας αληθινός Άγιος. Κάθε φορά που έφτανε στην κατάμεστη από κόσμο εκκλησία για να λειτουργήσει, γινόταν πραγματικός σάλος από την υποδοχή του εκκλησιάσματος. Οι περισσότεροι προσπαθούσαν να του φιλήσουν το χέρι, άλλοι να αγγίξουν τα φτωχικά του ράσα και αρκετοί να προσκυνήσουν το λευκασμένο κεφάλι του, αφού ήταν ιδιαίτερα κοντός.
Όπου πήγαινε για να τελέσει θεία λειτουργία, έπαιρνε μαζί του τα «συμβόλαια και τα γραμμάτια», όπως ο ίδιος έλεγε, δηλαδή τα εκατοντάδες μικρά χαρτιά με τα ονόματα που του έδινε ο κόσμος για να τα μνημονεύσει. Τα κρατούσε όλα για χρόνια και καθημερινά τα μνημόνευε. Για την απέραντη αγάπη του, αλλά και για την ακούραστη άσκηση και ταπείνωσή του ο Πανάγαθος Θεός τον τίμησε με ουράνιες δωρεές, όπως οι θαυμαστές παρεμβάσεις και το προορατικό χάρισμα. Ό ίδιος ο Άγιος βέβαια, ποτέ δε δεχόταν ότι έκανε θαύματα. Συνήθιζε μάλιστα να τα ονομάζει σημεία, ενώ με μεγάλο κόπο προσπαθούσε να κρύψει το προορατικό του χάρισμα.
Μέσα από τα βάθη της ψυχή του τελούσε ο Άγιος τη θεία Λειτουργία. Πενήντα ολόκληρα χρόνια δεν πέρασε ούτε μια μέρα χωρίς να λειτουργήσει. Κατά τις πολύωρες λειτουργίες δεν ήταν λίγα τα θαύματα που συνέβαιναν. Ο Άγιος Νικόλαος τα θεωρούσε εντελώς φυσιολογικό, όπως εντελώς φυσιολογική ήταν η αστείρευτη αγάπη του προς το Θεό. Οι ακολουθίες του Παππού, όπως φώναζαν τον Άγιο τα πνευματικά του παιδιά, ήταν μοναδικές και ανεπανάληπτες. Είχαν τη μεγαλοπρέπεια του Βυζαντίου, αλλά και τη σφραγίδα της αγιοπατερικής παράδοσης. Πλήθη κόσμου συγκεντρώνονταν στους ναούς που λειτουργούσε ο ταπεινός ιερέας. Άνθρωποι κάθε ηλικίας, άνδρες και γυναίκες, Αθηναίοι και μη, επιστήμονες και απλοί εργάτες. Ακόμα και παιδιά με τις μητέρες τους έμεναν στο ναό πολλές ώρες μέχρι να τελειώσει η ακολουθία. Τα μικρά παιδιά αγαπούσαν τον παππούλη, αλλά και ο Άγιος αγαπούσε τις αθώες αυτές ψυχές. Συχνά πήγαιναν από νωρίς στην εκκλησία για να προλάβουν να είναι πρώτα στο ιερό και έτσι να ντυθούν τη στολή τους για να βοηθήσουν τον Άγιο τη θεία λειτουργία.
Περνώντας ο καιρός, η φήμη του αγίου ιερέα εξαπλωνόταν όλο και πιο μακριά και όλοι όσοι είχαν κάποιο πρόβλημα έτρεχαν να τον συμβουλευτούν. Ο Άγιος υπομονετικά τους δεχόταν και τους ευλογούσε, ενώ οι προσευχές του τους συνόδευαν πάντα. Σε σοβαρές μάλιστα περιπτώσεις παρέμενε ο ίδιος άγρυπνος όλη νύχτα και προσευχόταν με δάκρυα προς το Θεό. Μέχρι τα βαθιά του γεράματα παρέμεινε ακούραστος στο ιερό του καθήκον. Κάποια μέρα όμως τον Ιούνιο του 1931 μετά τη Θεία Λειτουργία ο Άγιος έπαθε μια ελαφρά λιποθυμία και μεταφέρθηκε σπίτι του. Εκεί παρέμεινε ως τον Οκτώβριο χωρίς να λειτουργεί, όμως καθημερινά με τη βοήθεια των πνευματικών του παιδιών, διάβαζε τον Όρθρο. Στις 23 Οκτωβρίου, ανήμερα του Αγίου Ιακώβου, λειτούργησε για τελευταία φορά και από εκείνη την ώρα έμεινε στο κρεβάτι του προσευχόμενος για όλους.
Στις 3 Μαρτίου 1932 έγινε η οσιακή του κοίμηση και για τρεις ολόκληρες μέρες χιλιάδες λαού βρέθηκαν στον Άγιο Ιωάννη τον Κυνηγό για να προσκυνήσουν και να πάρουν για τελευταία φορά την ευλογία από το σεπτό λείψανο του Αγίου Νικολάου Πλανά, που κοντά στο Θεό πλέον εύχεται για όλους μας.
Πηγή Υλικού
Ιερά Μονή Πεντέλης, Αρχιμ. Γρηγόριος Τερζής, Εφημέριος Ι.Ν. Αγίας Δύναμης
Επιλογή Υλικού
Αικατερίνη Διαμαντοπούλου
Υπεύθυνη Υλικού των Ιστοχώρων του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων