03/05/2013 O Άγιος Νεομάρτυρας Δημήτριος (Λιγούδιστα)

                             ΑΓΙΟΣ ΝΕΟΜΑΡΤΥΣ

                                  ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ

 Απολυτίκιον

Η Χώρα ευφραίνεται, η σή πατρίς αθλητά τη θεία αθλήσει σου, και εκβοά σοι πιστώς, Δημήτριε ένδοξε. Συ μου καύχημα θείον και θερμός αντιλήπτωρ. όθεν πάσης με ρύου, επηρείας και βλάβης,πρεσβεύων τω Κυρίω, υπέρ των τιμώντων σε.

Κοντάκιον

Την σεπτήν σου  άθλησιν ανευφημούμεν, δι ης κόσμω έλαμψας, ώσπερ νεόφωτος αστήρ, καταπυρσεύων Δημήτριε, τους αδιστάκτω ψυχή προσιόντας σοι.

 

                                   ΒΙΟΣ

                  ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΟΣ

                             ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

 

Στο χωριό Λιγούδιστα (σημερινή Χώρα της Τριφυλίας) στο φτωχικό σπίτι του Ηλία Καψαρίδη γεννήθηκε ο Δημήτριος περίπου το 1779. Δύσκολα χρόνια μαύρα και σκοτεινά. Τουρκοκρατία και μάλιστα λίγο μετά την καταστροφική Ορλωφική  επανάσταση που κόστισε ακριβά στο Μοριά.Στη φτώχια και τη δυστυχία  σύντομα έρχεται να προστεθεί και η ορφάνια. Η μητέρα του Δημητρίου αρρώστησε βαρειά και σε λίγο ο πατέρας του ξανανυμφεύθηκε για να αντιμετωπίσει τις οικογενειακές του δυσκολίες. Σ αυτές τις συνθήκες πέρασε τα παιδικά του χρόνια ο Δημήτριος. Σύντομα η ανέχεια τον ανάγκασε ν ακολουθήσει μαζί με τον μεγαλύτερο αδελφό του το δρόμο της ξενιτειάς. Αποχαιρέτησαν  τον πατέρα τους και την αγαπημένη τους Λιγούδιστα  και τράβηξαν για την μεγάλη και ξακουσμένη πρωτεύουσα του Μοριά, την Τρίπολη.

                                 Η άρνηση

Η Τρίπολη ήταν το κέντρο των Τούρκων. Με καλή αγορά και πολλά μαγαζιά. Δεν δυσκολεύθηκαν τα δύο χωριατόπουλα να βρούν δουλειά. Μπήκαν στην δούλεψη του Βελή Μπαρμπέρη. Ήταν ευχαριστημένα που έβγαζαν το ψωμί τους και δεν αντιλήφθηκαν τον κίνδυνο που τους απειλούσε. Δελεάστηκαν από τα καλοπιάσματα και τις υποσχέσεις των Τούρκων. Δείλιασαν μπροστά στις φοβέρες και τις απειλές .Σημασία έχει πως αρνήθηκαν τον Χριστό και Τούρκεψαν. Φόρεσαν τούρκικα ρούχα και σαρίκι στο κεφάλι. Ο φτωχός αλλά ευλαβής πατέρας τους έμαθε το φρικτό αυτό γεγονός. Λυπήθηκε αφόρητα και αμέσως πήρε τον δρόμο για την Τρίπολη. Έψαξε παντού να βρεί τα παραστρατημένα παιδιά του. Μάταια όμως. Ο Δημήτριος μόλις έμαθε ότι ήρθε ο πατέρας του και τον ψάχνει, κρύφθηκε απ την ντροπή του. Πως ν αντικρύσει τον πατέρα του αφού ότι πολυτιμότερο  του είχε παραδώσει, την πίστη του στο Χριστό και την αγάπη του για την πατρίδα εκείνος τα αρνήθηκε?O δυστυχισμένος πατέρας επέστρεψε με βαριά την καρδιά στη Λιγούδιστα. Ξέγραψε τον Δημήτριο. Έκλαψε σαν πεθαμένο το χαμένο παιδί του.

                              Η συναίσθηση

 Η επίσκεψη του πικραμένου πατέρα δεν πήγε χαμένη. Είχε ο θεός τον σκοπό του. Δεν ησύχασε από την μέρα εκείνη ο Δημήτριος. Η ντροπή και η λύπη πλάκωναν την καρδιά του. Κατάλαβε τι μεγάλο κακό είχε πάθει. Η σπίθα της πίστεως ξανάρχισε  να φουντώνει μέσα του. Η συντριβή του για την μεγάλη του πτώση συνείχε  όλη του την ύπαρξη. Και τότε πήρε την μεγάλη απόφαση. Σαν τον άσωτο υιό παίρνει τον δρόμο του γυρισμού. Αφήνει πίσω του τον τόπο της αρνήσεως του και επιστρέφει στον πατέρα του για να του πει. «Πάτερ ήμαρτον στον ουρανό και ενώπιόν σου». Όμως αλλιώς θέλησε ο Θεός. Δεν γνώριζε καλά την περιοχή και έχασε τον δρόμο. Αντί να βαδίσει προς την Μεσσηνία βρέθηκε στην Στεμνίτσα. Μιά ευλογημένη χριστιανή τον φιλοξένησε στο σπίτι της και τον άκουσε πρώτη να κλαίει και να θρηνεί για την πτώση του. Τον συμβούλευσε να γυρίσει πίσω και να βρεί έναν καλό πνευματικό οδηγό.

                                Καινούργια αρχή

Γύρισε πίσω στην Τρίπολη ο Δημήτριος και αναζητούσε ευκαιρία για να φύγει. Στο διάστημα αυτό πληροφορήθηκε ότι κάποιοι χριστιανοί θα ταξίδευαν για την μακρινή Σμύρνη. Φωτίστηκε τότε ο νους του. “Να πάω τότε κάπου μακριά  που να μην με γνωρίζει κανείς. Εκεί θα βάλω καινούργια αρχή”, σκέφθηκε. Πράγματι σε λίγες μέρες βρισκόταν στην κοσμοπολίτικη Σμύρνη. Πέταξε την τούρκικη φορεσιά, φόρεσε χριστιανικά ενδύματα. Πηγαίνει στην εκκλησία, γνωρίζει ευσεβείς χριστιανούς. Ακούει και μαθαίνει για τους Αγίους και τους Μάρτυρες, συγκινείται  από τα Συναξάρια, γοητεύεται από τα κατορθώματα των ανθρώπων του Θεού. Η αγάπη για τον Χριστό φουντώνει μέσα του, αλλά και ο θρήνος και η συντριβή για την αποστασία του μεγαλώνει. Μετά από λίγο καιρό έρχεται στην πόλη των Κυδωνιών. Εκεί έμαθε για τον βίο του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Πολυδώρου που πρόσφατα το (1794) είχε μαρτυρήσει στην Νέα Έφεσσο. Ο πολύαθλος  αυτός μάρτυς του Χριστού έγινε πρώτυπο ζωής για τον Δημήτριο.

                    Εξομολόγηση και ετοιμασία

Κοντά στις Κυδωνίες  σ ένα μικρό νησάκι των Μοσχονησίων βρισκόταν το Παλαίφατο Μοναστήρι του Τιμίου Προδρόμου. Εκεί κατέφυγε ο Δημήτριος. Γονάτισε  μπροστά στον Πνευματικό και εξομολογήθηκε με δάκρυα και συντριβή το φοβερό του αμάρτημα. Ο ιερέας τον βεβαίωσε ότι ο Θεός δέχθηκε την μετάνοιά του τον ευλόγησε για την νέα του πορεία  και τον συμβούλευσε να ζήσει με μετάνοια και προσευχή, ζωή αρεστή στο Θεό. Ηρέμησε για  λίγο ο Δημήτριος. Γύρισε στα Μοσχονήσια και δούλεψε ως καφετζής για ένα χρόνο. Επέστρεψε στο Μοναστήρι φέρνοντας ένα ασημένιο καντήλι τάμα στον Τίμιο Πρόδρομο. Εκεί γονάτισε και παρακάλεσε τον Άγιο Ιωάννη να τον ενισχύσει στην μεγάλη απόφαση, που από καιρό διαμορφωνόταν μέσα στην ψυχή του: να μαρτυρήσει για το Χριστό. Έτρεξε στον Ηγούμενο και με χαρά  του ανακοίνωσε  την απόφασή του αυτή. Ο Ηγούμενος φοβούμενος το νεαρό της ηλικίας του προσπάθησε να τον συγκρατήσει. Βλέποντάς τον όμως αποφασισμένο τον έστειλε με γράμμα του στον ξακουστό για την οσιότητα και την μόρφωσή του  άγιο Μακάριο, τον πρώην επίσκοπο Κορίνθου που τότε εφησύχαζε στη Χίο. Ο άγιος Μακάριος μετά από πολλές συμβουλές και παραινέσεις  τον έπεισε να μην προχωρήσει στην πραγματοποίηση του σχεδίου του. Υπακούοντας στον πολύπειρο γέροντα επιδόθηκε  σε προσευχές, νηστείες, αγρυπνίες και ποικίλους ασκητικούς αγώνες  και εξέφραζε την βαθιά του μετάνοια κλαίοντας πικρά ως ο Πέτρος  και στενάζοντας οδυνηρώς ως ο Τελώνης. Όλα αυτά όμως του εφαίνοντο μικρά και ολίγα. Γι αυτό και πάλι κατέφυγε στον Πνευματικό ζητώντας την ευλογία του για το Μαρτύριο. Και πάλι εκείνος προβάλλει τις αντιρρήσεις του και του υποδεικνύει ως ασφαλέστερη οδό την ησυχία και την άσκηση. Όμως ο μακάριος Δημήτριος δεν μπόρεσε άλλο να περιμένει. Η φλόγα της πίστεως κατέκαιε όλη την ύπαρξή του. Ζητά από τον πνευματικό  να του δώσει την ευλογία του να γυρίσει στον Μοριά. Να ομολογήσει τον Χριστό εκεί που τον αρνήθηκε. Ο πνευματικός βλέποντας το αμετάθετο της γνώμης του τον ευλόγησε τον ασπάστηκε μετά δακρύων και τον κοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων. Τον συμβούλευσε πως θα κάνει την ομολογία του, και τον προετοίμασε για τα μαρτύρια που θα αντιμετώπιζε. Τον εφοδίασε με συστατική επιστολή και  τον έστειλε στο Άργος να συναντηθεί με τον ιεροκήρυκα Αγάπιο. Παρέμεινε στο Άργος ο Δημήτριος  κατά την Μ. Εβδομάδα και κατά την Διακαινήσιμο περιμένοντας τον ιερομόναχο  Αγάπιο και προγευόμενος μέσα από τα Πάθη και την Ανάσταση του Κυρίου τη δική του πορεία προς το θάνατο και την αιώνια ζωή.

                            Η επιστροφή

Ο ιεροκήρυκας Αγάπιος δεν φάνηκε και ο Δημήτριος βιαζόταν. Δεν μπορούσε να περιμένει άλλο. Αναχώρησε από το Άργος βαδίζοντας σταθερά προς το μαρτύριο. Έφθασε στην Τρίπολη  την Δευτέρα μετά την Κυριακή του Θωμά. Συναντώντας παλιούς γνωστούς τους χαιρετούσε με χαρά:«Χριστός Ανέστη». Εκείνοι όταν έμαθαν στον σκοπό του φοβήθηκαν πολύ. Τον οδήγησαν σε ευλαβείς κληρικούς και προκρίτους της πόλεως. Kαι εκείνοι των απέτρεψαν από το μαρτύριο φοβούμενοι μήπως δεν αντέξει μέχρι τέλους ή μήπως εξαγριωθούν οι τούρκοι εναντίον και άλλων χριστιανών. Ένας ευλαβής  κληρικός ο Σακελλάριος Αντώνιος, αφού δεν μπόρεσε να τον μεταπείσει του ζήτησε να προσευχηθούν θερμά τη νύχτα εκείνη στο Θεό και ό,τι θέλει Εκείνος ας γίνει. Πράγματι τη νύχτα ενώ προσηύχετο  μέσα στο ναό του Αγίου Νικολάου, είδε ο Δημήτριος να τον κυκλώνει φως ουράνιο και ένας λευκοφορεμένος άνδρας να του δίνει θάρρος λέγοντας: «χαίρε Δημήτριε, μη Φοβού, τρέχε τον αγώνα σου με θάρρος και εγώ είμαι μαζί σου». Το πρωί συναντήθηκε με τον ιερέα Αντώνιο, εξομολογήθηκε με δάκρυα και κοινώνησε φορά. Χαρά και αγαλλίαση πλημμύρησε την καρδιά του. Με σταθερότητα και γενναίο φρόνημα περιήλθε τρεις φορές  ελπίζοντας ότι θα τον γνωρίσει κάποιος Τούρκος. Κανείς όμως δεν τον γνώρισε .Επέστρεψε λυπημένος στον Ναό του Αγίου Νικολάου. Μη λυπείσαι, παιδί μου, τον παρηγόρησε ο παπά- Αντώνης.«Είσαι μάρτυρας τη προαιρέσει. Πήγαινε σε άλλο τόπο ζήσε με τρόπο ευάρεστο στο Θεό και θα σωθείς». «Όχι, τίμιε πάτερ. Μη γένοιτο να σταματήσω εδώ. Πρέπει να ομολογήσω ενώπιον των απίστων. Πρέπει να πεθάνω για του Χριστού την πίστη. Είμαι έτοιμος τα πάντα να υπομείνω για την αγάπη του Χριστού». Υποχώρησε ο ευλαβής λευίτης μπροστά στον ένθεο ζήλο του νεαρού Δημητρίου. Τον ασπάστηκε και τον ευλόγησε καθώς πορευόταν σταθερά προς το μαρτύριο.

                          Το μαρτύριο

Κατευθύνθηκε ο Δημήτριος στο κατάστημα που δούλευε εκεί που είχε αρνηθεί το Χριστό. «Χριστός Ανέστη» φώναξε με θέρμη. Σάστισαν οι Τούρκοι. «Ποιός είσαι» τον ρώτησαν.«Είμαι ο Δημήτριος σ αυτό το καταραμένο μαγαζί αρνήθηκα το Θεό μου. Ήλθα τώρα να Τον ομολογήσω. Γύρισα να πάρω το χρυσάφι που μου αρπάξατε». Πετάχθηκαν πάνω αγριεμένοι οι Τούρκοι. Φώναξαν το αφεντικό τους τον Βελή. Τάχασε και αυτός. Προσπάθησε να τον μεταπείσει. Του τάξε χρυσάφια και χρήματα. Τον φοβέρισε. Του είπε κολακείες. Τίποτα δεν κατάφερε. «Είμαι χριστιανός» φώναζε ο καλλίνικος μάρτυρας του Χριστού. Διαδόθηκε το γεγονός. Φρύαξαν οι Τούρκοι απ το θυμό τους. Ένας φανατικός Αγαρηνός άρπαξε τον Δημήτριο απ το λαιμό και τον έσερνε ως «πρόβατον επί σφαγήν».Σταμάτησε σ ένα χριστιανικό εργαστήριο για λίγο. Ο ιδιοκτήτης του, βλέποντας τον Αγαρηνό να ψάχνει τα ρούχα του μάρτυρος για λεφτά, τον παρακάλεσε να τον απολύσει και θα πλήρωνε αυτός ό,τι θα  του ζητούσε. Όμως τον διέκοψε ο αθλητής του Χριστού. «Σ ευχαριστώ αδελφέ μου» του είπε. Όμως μην χάνεις τα λεπτά σου, γιατί εγώ ήρθα εδώ να μαρτυρήσω. Τον οδήγησαν  ενώπιον του Αγά και στη συνέχεια μπροστά στον Κατή, τον Τούρκο Δικαστή. Η ομολογία του ήταν σταθερή. «Εγώ ήμουν και είμαι χριστιανός, τον Χριστό μου ομολογώ ως Θεό αληθινό». Απελπισμένοι οι Τούρκοι  αξιωματούχοι τον έστειλαν στον διοικητή της Τρίπολης τον Μουσταφά Πασά. Τι δεν του έταξε ο πασάς φλουριά αξιώματα, άλογα, πολύτιμες στολές. Ο μεγαλόψυχος όμως Δημήτριος αναθεμάτιζε την πλάνη και ομολογούσε Χριστόν Εσταυρωμένο. Η απόφαση του Τούρκου ηγεμόνα εξεδόθη: Θάνατο δι αποκεφαλισμού.

Με μεγάλη χαρά άκουσε την απόφαση  ο Μάρτυς και με φαιδρό το πρόσωπο εβάδιζε προς τον τόπο της καταδίκης. Όταν έφθασε στο σιταροπάζαρο σταμάτησαν.  Ο Άγιος ύψωσε το βλέμμα του στον ουρανό και φώναξε: «Δόξα σοι Χριστέ μου, που με αξίωσες τον αμαρτωλό να φθάσω σε αυτή την αγία ώρα, και αν δώσω το αίμα μου για το Άγιο Όνομά σου». Γονάτισε και περίμενε το χτύπημα του δημίου. Τον παρακαλούσε δε κάνει όσο γίνεται γρηγορότερα το χρέος του. Ο δήμιος με τρία κτυπήματα απέκοψε την τιμία κεφαλή του, ολόκληρο δε το μαρτυρικό σώμα του εβάφη  από το αίμα του.

Ήταν Τρίτη της εβδομάδας του Θωμά του 1803,14 Απριλίου, ημερομηνία κατά την οποία έκτοτε τελείται η μνήμη του. Ο ευλαβής παπά –Αντώνης  πήρε κρυφά την κεφαλή του μάρτυρος και την ενταφίασε κάτω από την Αγία Τράπεζα του Ναού του Αγίου Δημητρίου. Και άλλοι πολλοί χριστιανοί έτρεξαν να πάρουν κάτι από το αιματοβαμμένο μαρτυρικό του λείψανο, αίμα, τρίχες, τεμάχια από τα ιμάτιά του προς αγιασμό και θεραπεία των ασθενών.

 Οι Τούρκοι ήθελαν να κάψουν το σώμα του μάρτυρος. Ο π. Αντώνιος όμως τους πλήρωσε και δεν το έκαψαν, αλλά το πέταξαν έξω απ το κάστρο. Ευσεβείς χριστιανοί με φόβο αλλά και ευλάβεια, το πήραν και το έθαψαν στην Ι.Μ Βαρσών, όπου έως σήμερα φυλάσσεται το μεγαλύτερο μέρος των Αγίων λειψάνων του.

 Πηγή Υλικού: I.M Τριφυλίας και Ολυμπίας, Ημερολόγιο Σωτηρίου έτους 2013

Επιλογή Υλικού: Αικατερίνη Διαμαντοπούλου

Θεολόγος ΜΑ-Φιλόλογος

PhD Φιλοσοφίας




ΡΩΜΗΟΣΥΝΗ
Powered by active³ CMS - 28/03/2024 1:24:14 μμ