Τροπάριον:
Τῶν οὐρανίων στρατιῶν Ἀρχιστράτηγοι,
δυσωποῦμεν ὑμᾶς ἡμεῖς οἱ ἀνάξιοι,
ἵνα ταῖς ὑμῶν δεήσεσι τειχήσετε ἡμᾶς,
σκέπη τῶν πτέρυγων τῆς αὔλου ὑμῶν δόξης,
φρουροῦντες ἡμᾶς προσπίπτοντας,
ἐκτενῶς καὶ βοώντας
Ἐκ τῶν κινδύνων λυτρώσασθε ἡμᾶς,
ὡς Ταξιάρχαι τῶν Ἄνω Δυνάμεων.
Κοντάκιον:
Ἀρχιστράτηγοι Θεοῦ, Λειτουργοὶ θείας δόξης,
τῶν ἀνθρώπων ὁδηγοὶ καὶ Ἀρχηγοὶ Ἀσωμάτων,
τὸ συμφέρον ἡμῖν αἰτήσασθε καὶ τὸ μέγα ἔλεος,
ὡς τῶν Ἀσωμάτων Ἀρχιστράτηγοι.
Μεγαλυνάριον:
Δεῦτε εὐφημήσεων οἱ πιστοί, τοὺς δυὸ φωστήρας,
τοὺς μεγάλους καὶ φωταυγεῖς,
Μιχαὴλ τὸν Μέγαν, καὶ Γαβριὴλ τὸν θεῖον,
τοὺς δυὸ Ταξιάρχας, τοῦ Παντοκράτορος.
ΑΣΩΜΑΤΩΝ
Α. Αρχάγγελος Μιχαήλ
Παραμονή των Ταξιαρχών στα Βίλλια. Απόγευμα του 1965, κρύο και αέρας. Η γριά νεωκόρος μένει απέναντι από τους δύο ναούς: του Σωτήρος, έργο του Τσίλερ στα 1819 και του Ταξιάρχη. Μόλις έχει επιστρέψει από τον εσπερινό και ανάβει το τζάκι. Κάποιος της χτυπά την πόρτα. Ξαφνιάζεται. Μπροστά της στέκεται ένας όμορφος ψηλός άνδρας γύρω στα τριάντα, με τσάντα, καπέλο και παλτό.
-Έλα να μου ανοίξεις, σε παρακαλώ, της λέει. Θέλω να προσκυνήσω τον Άγγελο.
-Μα, Χριστιανέ μου, μόλις έκλεισα. Να βγω πάλι έξω με τέτοιον καιρό;
-Σε παρακαλώ κυρα- Μαρία...
Η γυναίκα υπακούει. Ντύνεται καλά και βγαίνουν. Προχωρούν βιαστικά. Μόλις φτάνουν, ξεκλειδώνει την πόρτα και ο ξένος προσκυνά με τρόπο παράξενο... δεν έχει ξαναδεί κάτι τέτοιο η γυναίκα. Έπειτα ανάβει ένα μόνο κερί με μεγάλη προσήλωση και το αφήνει στο μανουάλι. Μένει για λίγο ακίνητος, κρατά χαμηλά το κεφάλι κι έχει στο στήθος το καπέλο του.
-Δεν θέλω να μου το σβήσεις! Της λέει με έμφαση δείχνοντας το κερί. Άφησέ το, να καίει μέχρι τέλους!
-Όχι, παιδάκι μου, παίρνει γρήγορη και καθησυχαστική την απάντηση.
Όμως, επειδή εκείνη φοβάται μήπως πάρει φωτιά η εκκλησία, μόλις βγαίνει ο άλλος, το σβήνει. Κι επιστρέφει στο σπίτι της. Φτιάχνει ένα ζεστό φασκόμηλο και προσπαθεί να συνέλθει. Φέρνει πάλι στη μνήμη το περιστατικό με τον άγνωστο.
Ξαφνικά, εκεί που κάθεται με το βλέμμα προσηλωμένο στις φλόγες, εμφανίζεται ο άντρας μπροστά της. Έτσι, από το πουθενά κι ενώ η πόρτα ήταν κλεισμένη από μέσα με μάνταλο.
-Γιατί, κυρα-Μαρία; Εγώ είχα τάμα και ήρθα από τα Δωδεκάνησα, για να ανάψω εδώ το κερί. Κι ενώ σου ζήτησα να μην το σβήσεις, εσύ δεν το άφησες.
Ο τόνος της φωνής και το ύφος του είναι αυστηρά. Σηκώνει το χέρι και τη χαστουκίζει. Έπειτα, το ίδιο ξαφνικά και παράλογα εξαφανίζεται.
Η νεωκόρος, κατάπληκτη και έντρομη, προσπαθεί να συνέλθει. Το αυτί που δέχτηκε το χτύπημα, πια δεν ακούει. Κάποια στιγμή συνέρχεται , βγαίνει στο κρύο και τρέχει για το σπίτι του ιερέα.
Ο παπα-Σωτήρης την ακούει προσεκτικά.
-Πάμε γρήγορα να τον βρούμε, της λέει σοβαρά.
Αρχίζουν να τον ψάχνουν. Παντού, ως και στο λεωφορείο της γραμμής που ετοιμάζεται για την Αθήνα. Τίποτε. Κανένας δεν τον είδε, κανένας δεν τον απάντησε.
Οπότε κάνουν στροφή και γυρίζουν στο ναό του Μιχαήλ. Ανοίγουν την πόρτα του. Μπαίνουν στην ησυχία σαν σε σύννεφο και διαποτίζονται από αυτή σε κάθε τους κύτταρο. Κοιτάζονται με νόημα. Σταυροκοπιούνται. Το κερί του ξένου ήταν πάλι αναμμένο και τους κοίταζε.
Μένει έτσι, άλιωτο, μέχρι το άλλο απόγευμα. Όταν, πάλι μόνο του ν' ανάβει στο σύμπαν του ναού και με τη νεωκόρο να το κοιτάζει έκπληκτη, απότομα σε μια στιγμή λιώνει και χάνεται όμοιο με δάκρυ στην άμμο.
Β. Αρχάγγελος Μιχαήλ
Είμαστε γύρω στους 50 κι επιστρέφουμε. Το πλοίο της γραμμής έχει το όνομα του μεγάλου περιθωριακού «Θεόφιλος». Κι είναι αργά το βράδυ, παραμονή της 1ης Οκτωβρίου.
Κάποιος προτείνει στον ιερέα να κάνουμε απόψε τον αγιασμό του μήνα, μια που το πρωί δεν θα μπορούσε. Εκείνος δεν φέρνει αντίρρηση. Είπαμε να συναντηθούμε στην τραπεζαρία λίγο πριν τα μεσάνυχτα. Νομίζουμε πως θα τον συντροφεύουμε λίγοι, έτσι κουρασμένοι κι έτσι φορτωμένοι με συγκινήσεις.
Όσοι μαζευόμαστε, ξεπερνάμε τους εκατό. Κάποιος το ψιθύρισε κι έσπευσαν. Μαζί ο πλοίαρχος κι άλλη μια δεκάδα βαθμοφόροι στα επίσημά τους, χώρια το άλλο προσωπικό του σκάφους.
Ο παπα-Μάρκος ξεκινά. Μια σιωπή περίεργη γεμίζει το χώρο. Στη μέση του αγιασμού, η φίλη μου φέρνει τη μικρή εικόνα με τον Ταξιάρχη του Μανταμάδου που αγόρασε το πρωί και την κρατά στο στήθος της.
Τότε ο πλοίαρχος, που δεν πρέπει να ξεπερνά τα 40, κάνει νόημα σε κάποιον και εκείνος μ' έναν άλλον πάνε προς το βάθος της αίθουσας. Επιστρέφουν σε λίγο. Κρατούν προσεκτικά κάτι σαν πίνακα ζωγραφικής, σαν εικόνα. Σιγά - σιγά αφαιρούν τα χοντρά χαρτιά που το τυλίγουν και ο ιερέας ζητά να το στρέψουν προς τον κόσμο. Και τότε...
Τότε νιώθουμε το καράβι να γέρνει έντονα, αργά, υποβλητικά, μεγαλόπρεπα, και να επανέρχεται. Τρεις φορές. Σαν κάποιος να το σπρώχνει απ' τη μια μεριά να γείρει στην άλλη έτσι για να τονίσει την παρουσία του, κι ενώ η θάλασσα είναι ήρεμη και γλυκιά και φιλόξενη. Για δυο-τρία λεπτά.
Ακούγονται φωνές έκπληξης. Προσέχω τον καπετάνιο. Έχει το κεφάλι κατεβασμένο. Ο υποπλοίαρχος, μελωδικός στην ψαλτική όσο λίγοι, χαμογελά. Οι άλλοι βαθμοφόροι δεν σαλεύουν. Κάποιοι από τους επιβάτες σταυροκοπιούνται.
Κι όταν ο αγιασμός τελειώνει, ο πλοίαρχος μας μιλά:
-Καταλάβατε το κούνημα του πλοίου; Αυτό δεν ήταν «θάλασσα», λέει ήσυχα και με βεβαιότητα. Ήταν ο Αρχάγγελος. Και το κάνει κάθε φορά που τον ξεσκεπάζουμε.
Αφήνει να εννοηθεί πως έχει ζήσει ο ίδιος ένα θαύμα, αρνείται να το αποκαλύψει, μόνο λέει πως τη συγκεκριμένη εικόνα την έχει μαζί του πάντοτε, όταν ταξιδεύει, ενώ, σαν γυρίζει στον Πειραιά, την παίρνει πάλι στο σπίτι του.
Εκείνο το βράδυ, ανοίγω ένα παλιό ξεχασμένο στίχο και προσεύχομαι:
Καθάριε μου Άγγελε Άγγελε Άγγελε,
που διέσχιζες με υπομονή τη μνήμη του Θεού
μέχρι που σε άραξε το παρελθόν,
πώς βρήκες την τοιχογραφία σου κι αιωνιώθηκες;
Με ποιο κρινάκι σαν φωνήεν να φέγγει μου
θα με δεχθεί και μένα κάποιο ξέφωτο ποίημα;
Καθάριε μου ομογάστριε, πώς να σωθώ;
Γ. Αρχάγγελος Γαβριήλ
Οι πέντε νέοι επισκέπτονται το Άγιον Όρος για πρώτη φορά. Δεν είναι ακόμη 20 χρονών. Όταν φτάνουν στη Μονή των Ιβήρων, τους εντυπωσιάζει η εικόνα της Παναγίας και οι μοναχοί με τα σκυμμένα κεφάλια και τις στρωτές μετάνοιες. Δυσκολεύονται να δεχθούν τον άλλο τρόπο ζωής και οι ιστορίες για θαύματα που τους αφηγείται κάποιος παλιός μοναχός τους φαίνονται απίστευτες. Καλοκαίρι του 1979.
Την επόμενη μέρα, με ζέστη και νιάτα και άγνοια, κατευθύνονται προς τη θάλασσα. Λένε ν' αψηφήσουν την απαγόρευση και να κολυμπήσουν. Ο Κώστας ξανοίγεται λίγο περισσότερο και κάποια στιγμή νιώθει το Αιγαίο να τον παίρνει μέσα. Φοβάται, πίνει νερό και ζητάει βοήθεια. Οι φίλοι τον πλησιάζουν, κινδυνεύουν όμως και βγαίνουν στην ξηρά δύσκολα.
Στρέφονται προς τη Μονή, μήπως κάποιος από εκεί τους συντρέξει. Τους πλησιάζει ένας άντρας ψηλός, γύρω στα 30. Δείχνει σίγουρος. Κάνει νόημα να μην ταράζονται. Φυσικά και θα βοηθήσει. Πέφτει στο νερό, πολύ γρήγορα και εύκολα φτάνει το νέο που μισοπνίγεται και τον τραβάει στη στεριά. Οι φίλοι του τον τριγυρίζουν και του δίνουν τις πρώτες βοήθειες.
Μόλις εκείνος συνέρχεται, διαπιστώνουν πως ο ξένος δεν είναι μαζί τους. Κι όχι μόνο αυτό. Αλλά, ενώ και οι πέντε επιμένουν πως είχε πολύ ιδιαίτερη φυσιογνωμία, δεν τη θυμούνται παρά θαμπά. Ο ένας από την παρέα λέει πως ήταν μελαχρινός, μ' ένα χακί στρατιωτικό σάκο κι εντελώς γυμνός, που αυτό όμως δεν τον σοκάρισε. Ο άλλος τον είδε ξανθό, να φοράει μαύρο ζιβάγκο και παντελόνι τζην. Ο τρίτος, που κινδύνεψε, ισχυρίζεται πως δεν τον άγγιξε καθόλου σαν τον πλησίασε, αλλά ένιωθε σαν να υπήρχε ένα μικρό κενό ανάμεσα σ' αυτόν και τα χέρια του σωτήρα του και μια δύναμη περίεργη να τον έλκει προς τα έξω.
Ψάχνουν παντού το απόγευμα στην Ιβήρων, γιατί στον ένα φάνηκε πως εκεί κατευθύνθηκε. Πουθενά. Εξαφανισμένος. Ρωτούν τους μοναχού κι εκείνοι τους απαντούν πως δεν έχουν εξήγηση, ας δώσει ο καθένας τη δική του. Έτσι, το άλλο πρωί συνεχίζουν την αναζήτηση σε διπλανά Μοναστήρια.
Φθάνουν στη Μονή της Μεγίστης Λαύρας. Κι εκεί, σ' ένα μικρό ναό που μπαίνουν για να προσκυνήσουν. Ο Κώστας συναντά το σωτήρα του στη μία πόρτα του ιερού. Είναι ο Γαβριήλ. Οπότε, για ένα λεπτό δεν υπάρχει κανείς άλλος στην πλάση, μόνο ο Αρχάγγελος κι αυτός. Για μια αιωνιότητα δεν υπάρχει κανείς άλλος στην αγάπη και το θάμβος, μόνο τα μάτια στην τοιχογραφία που γελούν και τα δικά του που καίνε.
«Αυτός με έσωσε», ψελλίζει μόνο και πέφτει στα γόνατα. Κι έτσι πεσμένο, τον τυλίγει η ίδια δύναμη, εκείνη που τον τράβηξε απ' το σκοτεινό νερό την ώρα που πνιγόταν. Πνίγεται πάλι. Μετά το φυσικό, νιώθει και τον πνευματικό πνιγμό. Αλλά τώρα πια είναι πλάι του κάποιος με φτερούγες, που μπορεί να τον οδηγεί σε διαφορετική όχθη.
Και δεν περνάει πολύς καιρός, όταν στον παλιό του κόσμο μαθεύτηκε πως ο νέος αποφάσισε να μη γυρίσει. Από τότε όμως που άλλαξε όνομα, φόρεσε ράσο κι απόμεινε στης δεύτερης σωτηρίας του την όχθη, κανείς δεν γνωρίζει πού βρίσκεται. Οι παλιοί του φίλοι τον προφυλάσσουν, διηγούνται όλα τούτα με δέος και ισχυρίζονται πως λίγο μετά θα βεβαιώσει την εμφάνιση του Γαβριήλ στο συγκεκριμένο γεγονός και ο Γέρων Παϊσιος.
Πηγή Υλικού: Αποσπάσματα από τη Συλλογή «Σαλιγκάρι στην πέτρα», Μιχάλη Λεβέντη, σελ. 28-35, Εκδοτικός Οργανισμός Π. Κυριακίδη Α.Ε., Αθήνα 2007
Επιλογή υλικού:
Αικατερίνη Διαμαντοπούλου
Θεολόγος ΜΑ - Φιλόλογος PhD Φιλοσοφίας