«Σχόλια μὲ ἀφορμὴ τὸ λαϊκὸ ἔπος γιὰ τὸν Δασκαλογιάννη τοῦ Μπάρμπα Μπατζελιοῦ»

Μ.Κ.Ο. «Ρωμηοσνη»
2ο Διεθν
ς Συνδριο μ θμα «γιοι Τόποι κα Ρωμηοσύνη»

 
μφιθατρο το Πολεμικο Μουσεου θηνν
  Κυριακ
30 Μαου 2010

 

Εἰσηγητής: κ. Δημήτριος Καλομοιράκης, Ἀρχαιολόγος, Τμηματάρχης στὴ Διεύθυνση Ἐθνικοῦ Ἀρχείου Μνημείων τοῦ Ὑπουργείου Πολιτισμοῦ

 

Θέμα: «Σχόλια μὲ ἀφορμὴ τὸ λαϊκὸ ἔπος γιὰ τὸν Δασκαλογιάννη τοῦ Μπάρμπα Μπατζελιοῦ»

 

Δεκαέξι χρόνια μετὰ τὴν τραγικὴ κατάληξι τῆς ἐπανάστασεως τῶν Σφακίων τοῦ 1770, ὁ ἀγράμματος τυροκόμος Μπάρμπα Μπαντζελιὸς συνέθεσε ἕνα μνημειῶδες ἡρωϊκὸ δημοτικὸ τραγούδι γιὰ τὴν ἐπανάστασι αὐτή. Μιὰ ἐπανάστασι ποὺ εἶχε προκαλέσει ὁ λόγιος πρόκριτος τῆς ἐπαρχίας Ἰωάννης Βλαστός, παραδοσιακὰ γνωστὸς σήμερα ὡς ἡρωϊκὸς καὶ τραγικὸς Δασκαλογιὰννης, ὄντας παραπλανημένος  ἀπὸ τὴν Ρωσική πολιτική τῆς ἐποχῆς, στὴν λαχτάρα του γιὰ ἐλευθερία[1].

Στοὺς τέσσερεις εἰσαγωγικοὺς στοίχους τοῦ τραγουδιοῦ ὁ λαϊκὸς βάρδος ποὺ κρατᾷ γιὰ τὸν ἑαυτό του ρόλο ἀντίστοιχο ἐκείνου τοῦ κορυφαίου τοῦ χοροῦ μιᾶς ἀρχαίας τραγωδίας, λέγει:

 

«Ἀποὺ΄χει νοῦ καὶ λογισμὸ καὶ γνῶσι ‘ς τὸ κεφάλι,

ἂς κάτσῃ νὰ συλλογιστῇ τὸν Δάσκαλο τὸν Γιάννη.

Ἀποὺ ‘τον πρῶτος τω Σφακιῶ καὶ πρῶτος νοικοκύρης,

Κι ἀποὺ προσπάθειε νὰ γενῇ ἡ Κρήτη Ρωμῃοσύνη».

 

Μὲ ἀφετηρία τὰ προαναφερόμενα λίγο παρακάτω διαβάζουμε:

 

«Κάθε γιορτὴ καὶ Κυριακὴ ἔβανε τὸ καπέλλο,

Κι ἔλεγε τοῦ Πρωτόπαπα «τὸ Μόσκoβο θὰ φέρω»

«Ξάδελφε Δάσκαλε Γιαννιὸ, σώπαινε μὴ τὸ λέῃς,

Γιατ’ἂν τ’ἀκούσῃ ὁ Πασᾶς πολλὴ τουρκιὰ θὰ πέψῃ,

Νὰ δούδουμε χαρίσματα, χαράτσιο κάθε χρόνο

Γιατί θὰ πέψῃ τὴν τουρκιὰ καὶ θὰ χαλάσῃ κόσμο».

 

Ἂν ὁ ἀφηγητὴς ἔτσι άρχίζῃ τὸ τραγούδι, στοὺς καταληκτικούς του στοίχους

ὁ ἴδιος παρατηρεῖ:

 

«Καὶ πέρασέ των ἡ χαρὰ πὼς ἐξεσκλαβωθῆκα,

Γιατὶ ἄλλα πάλι βάσανα κι ἄλλοι καϋμοὶ στοὶ βρῆκα.

Ἀγνώριστά ‘βραν τὰ Σφακιὰ, τσοὶ γειτονειὲς ξεχνοῦσι

Κι ὄνειρο τῶν ἐφαίνετο ἐκεῖ ποὺ τσοὶ θωροῦσι,

Κιανένα σπίτι ποὺ καὶ ποὺ ἀνατραχαλιασμένο

Καὶ σὰ μιτατοκάθισμα χτισμένο σκεπασμένο,

Πεῖνα καὶ φτώχεια κι ἑρημιά, κλάιματα, μοιρολόγια,

ἀκούγουσιν εἰς τσοὶ γιαλιὲς καὶ βλέπουσι εἰς τ΄ἀόρια».

 

Εἶναι προφανὲς ὅτι στὸ ποίημα τοῦ Μπαρμπα Μπαντζελιοῦ ἡ  σχέσι ἀνάμεσα στὸν Δασκαλογιάννη καὶ τὸν Πρωτόπαπα περιέχει ἕνα βαθύτατο χαρακτῆρα ἀντιπαραθέσεως διαφορετκῶν πολιτιστικῶν παραδόσεων. Τὸ κείμενο ποὺ ἀκολουθεῖ προσπαθεῖ νὰ διερευνήσῃ ἐν συντομίᾳ ἀλλὰ σὲ βάθος  χρόνου τὶ ὲκπροσωπεῖ ὁ κάθε ἔνας ἀπὸ τοὺς κύριους ἥρωές τοῦ τραγουδιοῦ, ὅπως ἐπίσης καὶ  ἀνιχνεύεται τὸ περιεχόμενο μὲ τὸ ὁποῖο παρουσιάζεται  ὲδῶ ὁ ὅρος «Ρωμῃοσύνη».

Ὁ Δάσκαλος,  Ἰωάννης Βλαστὸς προβάλλεται στὸ τραγούδι ὡς ἕνας σύγχρονος «φωτισμένος» κοσμικὸς ἡγέτης, κατὰ τὰ δυτοευρωπαϊκὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ τέλους τοῦ 18ου αἰῶνα δέκα χρόνια πρίν τὴν ἔκριξη τῆς Γαλλικῆς επαναστάσεως.. Τὸ πρότυπό του  παραπέμπει εὐθέως σὲ μία μακραίωνη πολιτικὴ καὶ πολιτιστικὴ πορεία τῶν λαῶν τῆς Βόρειας καὶ Δυτικῆς Εὐρώπης, ποὺ ὁλοκλήρωνε τότε ὁ Διαφωτισμός[2]. Αφετηριακὸ ἱστορικὸ γεγονὸς ποὺ ὁρίζει τὴν παράδοσι αὐτὴ εἶχε σταθῆ ἡ στέψι τοῦ Καρόλου τοῦ Μέγα   σὰν Αὐτοκράτορα Ρωμαίων κατὰ τὸ ἔτος 800 μ.Χ. διὰ τῆς ὁποίας καὶ εἶχε ἀντιπαρατεθεῖ σὲ κάθε κύριο χαρακτηριστικὸ τοῦ πολιτικοῦ δόγματος ποὺ εἶχε εἰσάγει ὁ Μέγας Κωνστατνῖνος μὲ τὴν ἵδρυσι τῆς Νέας Ρώμης τὸ 330. Ἀπὸ τὸ 800 καὶ μετὰ ἄρχισε ἀργὰ ἀλλὰ σταθερὰ ἡ διαδικασία ἀπεξάρτησης τόσο τῶν λαῶν ὅσο καὶ οἱ ἡγεσιῶν τῆς βόρειας καὶ δυτικῆς Εὐρώπης ἀπὸ τὴν παποκεσσαρικὴ ἀπολυταρχία τῆς λατινικῆς χριστιανοσύνης  ποὺ εἶχε γιὰ κέντρο της τὸ πρεσβυγενὲς Πατριαρχεῖο τῆς Ρώμης[3]. Ὡς ἰδεολόγημα στὴν διεκδίκηση τῆς έξουσίας του ὁ Φράγκος βασιλεὺς χρησιμοποίησε ἐκεῖνο τῆς προχριστιανικῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας ποὺ εἶχε διαμορφώσει ὁ Ὀκταβιανὸς Αὔγουστος. Κατὰ τὸ Ὀκταβιανὸ δόγμα   τὸ Ρωμαϊκὸ γένος/ἔθνος    διὰ τοῦ ἡγέτη του ἠθελε νὰ ἀσκῇ  αἰώνια πολιτιστικὴ καὶ στρατοκρατικὴ διοίκησι καὶ μὲ ¨ενα χαρακτῆρα  θὰ λέγαμε σήμερα απαρχάιντ, σὲ ἕνα ὑπερεθνικὸ παγκοσμιοποιημένο ἑλληνορωμαϊκὸ χῶρο μὲ βὰσι τὴν πρακτικὴ τοῦ διαίρει γιὰ νὰ βασιλεύῃς,  τὴν  προσφορὰ  «ἄρτου καὶ θεαμάτων» καὶ τὴν ἀπόλυτη ἰδεολογικὴ  προβολὴ τοῦ  αὐτοκρατορικοῦ πορταίτου. Μὲ τὰ πολιτικὰ αυτὰ μέσα γιὰ μιὰ περίοδο 357 χρόνων  διασφαλίσθηκστοὺς λαοὺς τῆς Ρωμα¨κῆς Αὐτκρατορίας ε μία παγκοσμιοποίημένη τάξι[4].

Στὸ ποίημα ποὺ μᾶς ἀπασχολεῖ,  ἀντίστοιχα,  ὁ Πρωτόπαπας  ἐκροσωπεῖ ἕνα ἑκκλησιαστικὸ ἡγέτη[5]  ποὺ παραπέμπει στὴν προγενέστερη ἱστορικὴ πορεία τῆς Νότιας καὶ Ἀνατολικῆς Εὐρώπης ποὺ συνδέεται μὲ τὸν Μέγα Κωνσυαντῖνο στοῦ ὁποίου τὸ δόγμα ὁ Κάρολος ὁ Μέγας εἷχε ἀντιπαρατεθῆ. Κύριο πολιτικὸ γεγονὸς γιὰ τὴν νέα πολιτικὴ τοῦ Μέγα Κωνσταντίνου στάθηκε τὸ 330 μ.Χ., ἡ ἵδρυση τῆς Νέας Ρώμης ποὺ άργότερα πῆρε τὸ ὅνομὰ του. Τὸ Κωνσταντίνειο δόγμα  καθ’όλη τὴν πρώτη μετά Χριστὸν χιλιετία, συνολικά γιὰ 1123 χρόνια[6], ἐκπροσωπησε σχεδὸν ἡγετικὰ ὅλο τὸν εὐρωπαϊκὸ χῶρο,  παρὰ τὴν κατὰ περιόδους μετὰ τὸ 800 παρουσία καὶ ἄλλων  «Ρωμαίων Αὐτοκρατόρων» στὸν ἰδιο χῶρο[7]. Ὁ  Μεγάς Κωνσταντῖνος εἶχε προσπαθήσει  νὰ δώσῃ μία λύσι στὴν μεγάλη ἀποσύνθεση ποὺ γιὰ ἕνα αἰῶνα πρίν ἀπὸ αὐτὸν βρισκόταν ἡ Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία[8]. Τόσο τὸ δόγμα τοῦ Principatum τοῦ Ὀκταβιανου Αὐγούστου, ὅσο καὶ τὸ ὁλιγόχρονο τοῦ Dominatum  μὲ τὸ ὁποῖο θέλησε ὁ Διοκλητιανὸς νὰ τὸ ἀντικαταστήσῃ, δὲν μπόρεσαν νὰ δώσουν μόνιμη εὶρήνη   στοὺς πολίτες τῆς Αὐτοκρατορίας ποὺ ζοῦσαν κατὰ τὸν  3ο μ.Χ. αἰῶνα  σὲ ὁλο τὸν παγκοσιοποιημενο τότε χῶρο τοῦ Ἑλληνορωμαϊκοῦ κόσμου τοῦ συνόλου τῆς Μεσογείου κάτω ἀπὸ μιὰ  διάχυτη ἀγωνία καὶ μὲ πλήρη συνείδηση πὼςς ἡ τύχη τῶν ἀνθρώπων εἶναι  οινὼ στὸν κόσμο τοῦτο καὶ ἀλληλένδετη.

Ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος στὸ κυρίαρχο Ρωμαϊκὸ Αὐτορατορικὸ δόγμα τοῦ διαίρει γιὰ νὰ βασιλεύῃς ἀπάντησε μὲ ἕνα δόγμα κοινωνικῆς συνοχῆς προσφεύγοντας στὸν ἀκτιβισμὸ ποὺ ἐκπροσωποῦσε τότε ἡ χριστιανικὴ φιλανθρωπία. Παράλληλα ἡ χριστιανικὴ «ἁπλότητα» λειτούργησε ὡς κάθαρση  σὲ κάθε πολιτικὸ ἢ πολιτιστικὸ ἰδεολογικό θέαμα.[9] Ὁ Ρωμαῖος αὐτοκράτορας μέσα σὲ λιγότερο ἀπὸ ἑκατὸ χρόνια ἔπαψε νὰ ἐκπροσωπῇ πλέον ἕνα ἐπίγειο θεό, ὑπέρτατο πολιτικὸ καὶ θρησκευτικὸ ὴ πολιτιστικὸ ἡγετη, ἀλλὰ μία ἐπὶ γῆς εἰκόνα τοῦ βιβλικοῦ θεοῦ, ποὺ διοικοῦσε ὑπηκόους ἰστότιμους μὲ αὐτόν, καθὼς ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἶναι πλασμένοι κατ΄ εἰκόνα καὶ ὁμοίωσι τοῦ ἴδιου Θεοῦ. Συμβολικὴ πρᾶξι στὸ σημεῖο αὐτὸ παραμένει ἡ διαφοροποίησι τοῦ Αὐτοκράτορα ποὺ ἀντί νὰ εἶναι στὴν λειτουργία ὁ Μέγιστος Ἀρχιερέας  μετεῖχε  ὡς Διάκονος ποὺ μετελάμβανε τοὺς πιστούς.

Ὁ θεσμὸς τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἀξιοποιήθηκε ἀποτελεσματικὰ ὡς το μέσον γιὰ τὴν ἐφαρμογὴ τῆς ἐπιζητούμενης κοινωνικῆς συνοχῆς[10]. Oἱ διοικητικὲς τους ἀποφάσεις, διαμόρφωσαν τὸ ἀποκαλούμενο σήμερα ὁρθόδοξο χριστιανικὸ δόγμα, τὸ ὁποῖο στὴν πρᾶξι εἶναι ἐνδιαφέρον ὅτι σήμερα ἀντιστοιχεῖ κατὰ πολύ μὲ τὴν πρακτικὴ τοῦ σύγχρονου Ευρωπαϊκοῦ Κοινοτικοῦ Κεκτημένου ποὺ οἱ Εὐρωπαϊκοὶ λαοὶ ὁδηγήθηκαν τὴν τελευταία μόλις πενηνταετία ἀναζητῶντας μιὰ λύσι συνοχῆς καὶ εἰρηνης μετὰ ἀπὸ καταρρεύσεις 2 παγκοσμίων πολέμων μέσα σὲ σαράντα χρόνια. Τελικὸ στοιχεῖο στὴν ὁλοκλήρωση τῆς μορφῆς ἐκείνου τοῦ νέου δόγματος στᾶθηκε ὁ διαχωρισμ[ος τῆς καισαροπαπικῆς προχριστιανικῆς ρωμαϊκὴς ἐξουσίας σὲ Βασιλεία καὶ Ἱερωσύνη,   σὲ ἐφαρμογὴ τῶν λόγων τοῦ Χριστοῦ «ἀπόδοτε τὰ τοῦ Καίσαρος τῷ Καίσαρει καὶ τὰ τοῦ Θεοῦ τῷ Θεῷ» [11]

 Ἡ διακρισι τῆς βασιλείας ἀπὸ τὴν Ἱερωσύνη καὶ  ἡ ἐκ μέρους τῆς τελευταίας κοινωνικὴ στήριξι τοῦ λαοῦ σὲ συνδυασμὸ μὲ τὸν θεσμὸ τῶν Συνόδων καὶ τῶν κοινοτήτων, προβάλλουν νὰ λειτούργησαν ὡς οἱ κύριοι παράγοντες τῆς ἀραγοῦς συνοχῆς καὶ ἀκατανόητης γιὰ πολλοὺς ἢ πεισματικῆς γιὰ ἄλλους, ὑπερχιλιετοῦς ἱστορικῆς πορείας τῆς ἐκχριστιανσμένης Ρωμαϊκῆς Αυτοκρατορίας[12].

Ἡ Νέα Ρώμη, δηλαδὴ ἡ Πόλη του Κωνσταντίνου ὡς Πρωτεύουσα τοῦ ἐκχριστανισμένου πλέον Ρωμαϊκοῦ κράτους, κυρίως ἀπὸ τὸν 6ο αίῶνα καὶ μετὰ ποὺ κτίζεται καὶ ἡ Αγία Σοφία,  διαμόρφωσε ἕνα νέο τρόπο ζωῆς μὲ ἕνα ἔμπρακτο  καὶ ὄχι ἰδεολογικὸ ἀνθρωπισμό, μιὰ νέα  Πολιτεία στὴν ὁποία κάθε ἄνθρωπος δὲν μποροῦσε νὰ ἀποτελέσῃ  ἕνα ἰδεολογικὸ ἢ στατιστικὸ δεδομένο ἁλλὰ ἐμπράγματη ἀξία πρώτη, καθὼς κάθε ἁπλὸς ἄνθρωπος ἀντιμετωπιζόταν μὲ πλήρη σεβασμὸ ὡς ἡ μόνη ὁρατὴ  εἰκόνα τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀοράτου καὶ ἑπομένως ἀξία πρώτη. Στὸν κόσμο τῆς Εκχριστιανισμένης Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας  κάθε πολίτης συνεχιζε νὰ καλεῖται  Ρωμαῖος λέξη ποὺ κατὰ τοὺς μεταγενέστερους αἰῶνες  σταδιακὰ προσέλαβε τὴν λεκτικὴ μετάπτωση σὲ Ρωμῃὸς  ἡ  δὲ πολιτεία του ἀπὸ Ρωμαϊκὴ προσέλαβε τὴν διατύπωση  Ρωμῃοσύνη[13].  Αὐτὴ ἡ Ρωμῃοσύνη ὡς πολιτεία τῆς ἐκχριστιανισμένης Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας δὲν ἀπετέλεσε μιὰ ἄλλη εκδοχὴ μιᾶς παγκοσμιοποιήσεως, ἀλλὰ τὴν  ἐπιτυχημενη ἐξελικτικὴ καὶ προοδευτικὴ λύσι πάνω στὴν πολιτεία μιᾶς παγκοσμιοποιήσεως ποὺ κατὰ τὸν 3ο μετὰ Χριστόν αἰῶνα εἶχε καταρρεύσει πλήρως, μὴ προσφέρουσα πλέον είρήνη στούς λαοὺς της[14].

Ἐπιστρέφοντας στὸ θέμα τοῦ περιεχομένου τοῦ ὅρου Ρωμῃοσύνη ποὺ έκπροσωπεῖ στὸ ποίημα τοῦ Δασκαλογιάννη βλέπουμε τὸν  Μπάμπα Μπατζελιὸ νὰ κατέχεται  ἐμφυτα ἀπὸ μία συνείδησι πὼς μία ἐλεύθερη Ρωμῃοσύνη δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἀποκατασταθῆ μόνο μὲ τὰ ὅποια ἰδεολογήματα ἐγκόσμιας ἐλευθερίας καὶ γνώσεως, ὑποστηριζόμενα μάλιστα ἀπὸ μιὰ ξένη δύναμη, ἀκόμη καὶ ἂν αὺτὴ ἦταν ἡ ὀρθόδοξη καὶ προοδευτικὴ Ρωσία τῆς ἐποχῆς τοῦ Διαφωτισμοῦ[15]. Ὁ ποιητὴς  δικαιολογεῖ ἀπόλυτα τὴν στάσι τοῦ τοπικοῦ προεστοῦ στὸν  θεσμὸ τῆς Ἱερωσύνης, ὡς μία εὔλογη φωνὴ κοινῆς συνειδήσεως γιὰ τὴν ἀποτροπὴ ἐνεργειῶν βάσει τῶν ὁποίων ὁ Πασᾶς θὰ ‘πεμπε πολλὴ τουρκιὰ ποὺ θὰ χαλοῦσε κόσμο·  ὁ ποιητὴς ἀξιολογεῖ κάθε πρᾶξι ἐμπειρικὰ και ὄχι ἰδεολογικά,  ἔχοντας ὡς πρώτη ἀξία τὴν  προστασία κάθε ἄνθρωπου αὐτοῦ καθ΄αὑτοῦ, καὶ ὄχι ἀπὸ τὸ ἀνθρωπιστικὸ ὴ ἄλλο ἰδεολόγημα ποὺ τυχὸν αὐτὴ διακινοῦσε ὡς μεσον ἐξουσίας.

Ἡ  Ρωμῃοσύνη, ἕως καὶ τὶς ἡμέρες μας ἀκόμη ἐπιβιώνει -πέραν ἀπὸ  κάθε ἰσχύ φυσικοῦ ἠ ἀνθρώπινου νόμου.  Ἐπιβιώνει   ὡς κατάλοιπο ἀναντικατάστατο τρόπου παρελθούσας μὲν ἐποχῆς ποὺ οἱ συνεχιστὲς της στὸ παρὸν δὲν ἐξαρτοῦν τὴν ὕπαρξί τους  προσβλέποντας σὲ μιὰ  δύναμι κοσμικῆς ἐξουσίας. Ἡ μέγιστη δύναμι τῆς Ρωμῃοσύνης δὲν ἀποκαλύπτεται ἀπὸ τὴν  δόξα ποὺ γιὰ πάνω ἀπὸ 1000 χρόνια εἶχε ἡ ἐκχριστανισμένη Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία,  ἀλλὰ ἀπὸ τὰ χρόνια μετὰ τὴν κατάρρευση τῆς Αὐτοκρατορίας. Ἂν πολιτισμὸς σημαίνει ὑπέρβασι τῆς φθορᾶς ποὺ προκαλοῦν οἱ νόμοι τῆς φύσεως καὶ  τῶν ἀνθρώπων τοῦ κόσμου τούτου, μὲ τὴν ἐπιβίωσί της ἕως τὶς ἡμέρες μας ἡ παράδοσι τῆς Ρωμῃοσύνης φαίνεται νὰ εἶναι ἡ μόνη ποὺ καθ΄ ὁλοκληρίαν ἐκπροσωπεῖ ἕνα τέτοιο πολιτισμὸ στὴν παγκόσμια ἱστορία τοῦ πολιτισμοῦ. Ἐνδιαφέρον μάλιστα ἐδῶ εἶναι καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι  συχνὰ καὶ οἱ συγχρονοι Ρωμῃοί ἂν καὶ τίποτε πλέον  κατέχοντες,  πάντοτε προσφέρονται στέργοντας ἀνθρώπους κυρίως ἀδύνατους καὶ ἐμπερίστατους ἀδιακρίτως χρώματος, ἰδεολογίας ἢ πίστεως ἀπό τὰ ἀδιέξοδα τοῦ παγκοσμιοποιημένου κόσμου ποὺ ἀπὸ κοινοῦ μαζί ὅλοι ζοῦν.

Ἡ Ρωμῃοσύνη δὲν ἀξίζει ἐπειδὴ ὑπῆρξε ἡ ὑπέροχη πολιτεία ἑνὸς λαμπροῦ παρελθόντος˙ ἀξίζει γιὰ τὴν ἀντοχὴ που ἐκδηλώνει τὰ τελευταῖα 806 χρόνια,  ἀπὸ τὸ 1204 ἕως σήμερα,  καθὼς χωρίς καμμία κοσμικὴ δύναμι συνεχίζει νὰ συγκατεβαίνῃ πρὸς κάθε ἄνθρωπο μὲ ἀγάπη πατρικὴ ὅποιος καὶ ἂν εἶναι αὐτὸς· ἀδιάληπτα τὸν προειδοποιεῖ ὅποτε τὸν βλέπει νὰ ἐνεργῇ χωρὶς «νοῦ καὶ λογισμὸ καὶ γνῶσι στὸ κεφάλι»˙ προσφέρει κατὰ τὴν αἴτησι˙ τίποτε δὲν ἐπιβάλλει˙ στέργει κάθε ἕνα ὅποτε τὸν βλέπει νὰ πέφτῃ στὰ ἴδια του λάθη ὥστε οἱ πειρασμοὶ νὰ τοῦ γίνουν πεῖρα˙ ἕκαστο ἄνθρωπο τὸν ἀσκεῖ στὴν ἰσορροπία τῆς ἀβύσσου τοῦ κόσμου τούτου καὶ τοῦ ἐγώ του,  ὅσο αὐτὸς δὲν ξεχνᾶ νὰ ἐμπιστεύεται τὶς δικές του κυρίως δυνάμεις ἢ δύνάμεις ἀνωθεν ὑπέρτερς από αὐτόν˙ δὲν ἐκπροσωπεῖ μιὰν ἰδέα, μιὰν ἄλλη πολιτιστικὴ παράδοση ἢ ἕνα ἄλλο πλαίσιο πολιτιστικῆς ἢ ἰδεολογικῆς ἀναφορᾶς˙ δὲν διδάσκεται μὲ τὰ φῶτα τῆς σοφίας του κόσμου τούτου, οὔτε ὁρίζεται μὲ αὐτά˙ δὲν διακινεῖ μιὰν οὐτοπία˙ ὅταν γίνεται ἰδεολόγημα δὲν καρπίζει ἀλλὰ συρρικνοῦται˙ διαθέτει πρακτικὲς φιλάνθρωπες γιὰ τὴν ὑπέρβασι τῶν προσωπικῶν καὶ κοινωνικῶν ἀδιεξόδων ποὺ κάθε ἁπλὸς ἄνθρωπος ἀντιμετώπιζε καὶ θὰ ἀντιμετωπίζῃ σὲ ἕνα παγκοσμιοποιημένο χῶρο· ἀποκαλύπτεται καὶ κατακτᾶται ὡς ἁπλὸς τρόπος ζωῆς, στὸν ὁποῖο φθάνει ἕκαστος ὅταν σταματήσῃ νὰ παίζῃ θέατρο στὸν ἑαυτὸ του καὶ τοὺς ἀλλους, ὅσο συνειδητοποιεῖ τί εἶναι καὶ τί κάνει στὴν δύναμι ἢ τὴν ἀδυναμία του, ὅσο ἕκαστος σέβεται κάθε ἄλλο ἄνθρωπο ὡς εἰκόνα  τοῦ θεοῦ.

Ἡ Ρωμῃοσύνη βιώνεται καὶ πραγματοποιεῖται μετὰ ἀπό ἄσκησι καὶ ταπείνωσι, ὑπομονὴ καὶ ἀντοχή˙ κατέχει τὴν δύναμι νὰ ἐναποσημαίνῃ στὸν ἄνθρωπο τὴν εἰκόνα ποὺ ὁ ἴδιος ἔχει ἐντὸς του, ὅσο ἐκεῖνος δέχεται νὰ τὸν κυοφορῇ μητρικά· δὲν βρίσκεται στὴν διάνοια τοῦ ἀνθρώπου ἀλλὰ στὸ ἦθος του˙ εἶναι πρᾶξι νηπτική νοὸς καὶ καρδίας˙   τάξι διακρίσεως λεπτή, ἰσόρροπη ἀνάμεσα στὸν νοῦ καὶ τὴν καρδιά, ἀθάνατη˙ δυνατὴ στὴν ἀδυναμία της˙  παραδίδεται οἰκουμενική, ἀδέσμευτη, ἄναρχη˙ ἂν καὶ εἶναι στὸν κόσμο τοῦτο δὲν εἶναι ἐκ τοῦ κόσμου τούτου καθὼς ὑπάρχει καὶ πέραν τῶν ὁρίων καὶ τῶν ἀξιῶν του˙ ἐπιβιώνει ἀφ΄ἑαυτῆς, ὁδηγοῦσα στὴν ἀθανασία˙ δι΄αὐτῆς ἐνεργεῖται ἀσυγχήτως καὶ ἀδιαιρέτως ἡ ἕνωσι τῶν ἐντὸς μὲ τὰ ἐκτός, τῶν ἄνω μὲ τὰ κάτω˙ δὲν στέκεται, δὲν κατοχυρώνεται οὔτε ἐπαναπαύεται στὸ χθὲς˙ ἑπαληθεύεται ἀπὸ κάθε πρᾶξι ἀδιάλειπτη στὸ τῶρα˙ προσφερει ἄρτο ζωῆς˙ δὲν παίζει σκηνικά˙ ὑπάρχει στὸ κάθε τώρα ὡς γνῶσι ἄγνωστος, λόγος προφορικός, δισσὸς καὶ ἄρρητος, περιχωρούμενη, ἀπερινόητη, ἀδαπάνητη, ἀμφιλεγόμενη, πολυσήμαντη, ἀσήμαντη˙ φιλανθρώπως στηρίζει, παρηγορεῖ, στέργη παρέχοντας ἀνάπαυση ἀπο τὶς περιστάσεις καὶ κατάπαυση λογισμῶν˙ στὸ αὔριο τοῦ κόσμου τούτου δὲν προσβλέπει˙ ἑνώνει τὸν παρόντα μὲ τὸν μέλλοντα αἰῶνα˙ δίχως πῖκρα ὁ δρόμος ὁ πιὸ μακρυνὸς καὶ πιὸ κοντινὸς στὴν καρδιὰ τοῦ θεοῦ˙ τὸ ἅλας τῆς γῆς˙ προσφέρει σὲ ἕνα ἕκαστο εἰρήνη ἐπι γῆς προσωπική˙  δρᾶ παντοῦ ἐν σιωπῇ προσφέρουσα ἐλευθερία˙ ἀποκαλύπτεται ὡς ἀναγκαιότητα ὑπερβάσεως κάθε νόμου φυσικοῦ ἢ ἀνθρωπίνου, κάθε ἀτομικοῦ ἐγὼ, πάθους ἢ λάθους, κάθε στενοκαρδίας  γεωγραφικοῦ ἐπαρχιοτισμοῦ, ἔθνους ἢ φυλῆς, κάθε μικρόνοιας καὶ ἀπαθρωπίας κάθε φονταμενταλισμοῦ ἰδεολογικοῦ ἢ θρησκευτικοῦ˙ διαστέλλει τὸν κτιστὸ ἄνθρωπο καὶ ἐν ἀγάπῃ -στηρίζοντας τὴν ἀφαίρεση τῶν δερματίνων χιτώνων του- τὸν ὁδηγεῖ ἀσυγχήτως καὶ ἀδιαιρέτως πρὸς τὴν ἕνωσι μὲ τὸ ἄκτιστο πρότυπό του καὶ σὲ ζωὴ ἐλεύθερη καὶ ἀθάνατη. 

Ἂν στὴν προχριστιανικὴ περίοδο  εἶχε γίνει συνειδητὸ  πὼς τὸ νὰ εἶσαι Ἕλληνας συνδέεται  μὲ τὰ  ὅρια τῆς ἀνθρωπινης  σκέψεως αὐτῆς καθ’αὐτῆς πέρα ἀπὸ  ὅρια γένους καὶ ἐγινε ἑλληνικὸς ὅλος ὁ τοτε πολιτισμένος κόσμος τῆς Μεσογείου[16], κατὰ τὴν μεταχριστιανικὴ περίοδο ὁ ἰδιοι ἀνθρωποι  ὡς Ρωμῃοί πλέον ὁριοθετήθηκαν πρακτικὰ καὶ ὄχι ἰδεολογικά ἀπὸ τὸν ἀπόλυτο σεβασμό πρὸς κάθε ἀνθρώπινο ὄν. Ἐκτοτε Ρωμῃὸς πλέον εἶναι ἢ γίνεται ὅποιος κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ζωῆς του ἀδιακρίτως φυλῆς, ἰδεολογίας καὶ πίστεως, πολιτεύεται μὲ φιλότιμο καὶ ἔμπρακτο σεβασμό, πρὸς κάθε ἀδύνατο ἢ ἐμπερίστατο  ἄνθρωπο διότι συμβαίνει νὰ προσβλέπῃ πρὸς αὐτὸν ὡς μόνη εὶκόνα ὁρατὴ τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀοράτου[17].

Ἡ Ρωμῃοσύνη, ὡς ἡ πολιτεία / ἐκκλησία τοῦ γένους ὅλων τῶν ἀνθρώπων καὶ υἱῶν τοῦ Θεοῦ  ἂν καὶ εἶναι ἀεὶ οὖσα, δὲν προβάλλεται  σὲ ὧρες  ἐγκόσμιας δόξας οὔτε κατέχεται ἀπὸ λογισμοὺς κοσμικῆς ξουσίας· σὲ στιγμὲς καταρρεύσεως ἀποκαλύπτεται σὲ ἕνα ἕκαστο τῶν ἀνθρώπων γιὰ νὰ τὸν στηρίξῃ οὐσιαστικά, εἶναι τότε ποὺ  ἂν καὶ  ὁ ἥλιος της μοιάζει νὰ βασιλεύῃ,  αὐτὴ τότε ἐνδύεται καὶ περυζώνυται δόξα ἀνέσπερη, ἱλαρὴ καὶ σωτήρια.

 

 

 

Σημειὼσεις



[1]  

[2] Ἡ πορεία αὐτὴ, ὅπως εἶναι γνωστό, γιὰ δημιουργό της εἶχε τὸν Κάρολο  τὸν Μέγα μὲ ἀφετηριακή του πρᾶξι στὰ 794 μ.Χ.  ὄταν ὁ  ὑπαγόρευσε στὴν  Ἐπαρχιακὴ Σύνοδο τῆς Φρανκφούρτης ἀπόφαση ποὺ καθόριζε γιὰ τὶς εἰκόνες ἰδιότητα μόνο χρησιμη παιδευτικὴ ίδιότητα, δηλαδή διακοσμητικὴ. Τότε ὁ Φράγκος ἡγεμόνας μὲ τὴν ἐνέργειά τουἐκείνη εἶχε  ἀπορρίψει  τὸ περιεχόμενο  τοῦ ἀντίστοιχου ὄρου τῆς 7ης Οἰκουμενικῆς Συνόδου τῆς Νικαίας τοῦ 787, χρησιμοποιῶντας λανθασμένη μετάφρασι γιὰ τὴν ἑλληνικὴ λέξη προσκύνησι ποὺ ἀποδίδει   τιμὴ στὶς εἰκόνες  μὲ τὴν λατινικὴ λέξη  adoratıo ἰσότιμη μὲ τὴν ἑλληνικὴ λέξη    λατρεία. Τελικό δὲ βῆμα τῆς ἀφετηρίας ἐκείνης πορείας στάθηκε ἡ σχετικὴ ἀπόφαση τῆς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου τοῦ Ἄαχεν τὸ 809, ὅταν ὁ ἰδιος ἡγέτης ὑπαγόρευσε τὴν εἰσαγωγὴ τοῦ fılıoque στὸ σύμβολο τῆς Πίστεως ποὺ εἶχε ὁρίσει ἀπὸ τὸ 381 μ.Χ. ἡ Β’Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ποὺ ἔγινε στὴν Κωνσταντινούπολη.  

[3]  Ἔκτοτε διεμορφώθηκαν σταδιακὰ οἱ πολιτικὲς συνθῆκες ὤστε οἱ ἡγεσίες τῆς Βόρειας καὶ Δυτικῆς Εύρώπης νὰ πάψουν νὰ θεωροῦν τὸν Αὐτοκράτορα τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὡς ἡγέτη τῶν Ρωμαίων ἀλλὰ ὡς ἡγέτη Ἑλλήνων.  Παράλληλα διαμορφωθηκε καὶ ἡ πολιτικὴ και πολιτιστικὴ φυσιογνωμία τῶν λαῶν καῖ ἡγεσιῶν τῆς Βόρειας καὶ Δυτικῆς Εὐρώπης μὲ κύριο χαρακτηριστικὸ της τὸν χωρισμὸ τοῦ Κράτους ἀπό τὴν Ἐκκλησία ἡ ὁποία στὴν Δὺσι πάντοτε διεκδικοῦσε συμμετοχὴ στὴν νομὴ τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας. Ἡ ἀθεΐα τοῦ ἰδεολογήματος τῶν ἐκπροσώπων τῆς Γαλλικῆς Ἀπαναστάσεως τοῦ 1789, ὁλοκλήρωσε οὐσιαστικὰ τὴν ἀπεξάρτησι τῆς κοσμικῆς ἐξουσίας στὸν Εὐρωπαῖκὸ χῶρο ἀπο κὰθε μορφὴ θρησκευτικῆς συνάφειας ἐν γένει, ὑποκαθιστῶντας τὴν ἀξία τῆς πίστεως μὲ τὴν ἀξία τῆς γνώσεως τόσο σὲ θεωρητικὸ ὅσο καὶ σὲ πολιτικὸ ἐπίπεδο.

[4] Ἀφετηριακὰ πολιτικά γεγονὸτα τῶν προναφερομένων εἶχε σταθῆ τὸ ἔτος  τὸ 27 π.Χ., ὄταν ἱδρύθηκε τὸ Principatum καὶ ἡ προσαγόρευση τοῦ Ὁκταβιανοῦ ὡς Θείου Αύγούστου Βεβαίως κατὰ τὰ γεγονότα περί τὸ 800 μ.Χ. στὴν θέσι τοῦ Ρωμαϊκοῦ γένους τῆς πολιτικῆς τοῦ Ὀκταβιανοῦ Αὐγούστου ὁ Κάρολος ὁ Μεγάς προώθησε τὰ συμφέροντα τοῦ φραγκικοῦ γένους. 

[5] ὁ ὁποῖος τότε,  λόγῳ ἰδικῶν ἱστορικῶν συνθηκῶν, συνέπιπτε νὰ ἔχῃ καὶ ἐθναρχικὴ πολιτικὴ ἰδιότητα. 

[6] 330-1453. Ὡς ἀφετηρία τοῦ νέου πολιτικοῦ δόγματος ὑπῆρξε ἡ  μάχη στην Μουλβία Γέφυρα στὰ 312 μ.Χ. ὁπου ὁ Μεγας Κωνσταντῖνος νίκησε μὲ χριστιανικὰ λάβαρα τὸν Μαξέντιο κύριο  ἀντίπαλό του γιὰ τὸν ἔλεγχο τῆς Αὐτοκρατορικῆς Ρώμης. Ἑπόμενο βῆμα στὴν ἰδια πορεία στάθηκε ἡ σύγκλησι τῆς 1ης Οἰκουμενικῆς Συνόδου  τὸ 325  μ.Χ, στὴν Νίκαια ὅπου καθορίσθηκε τὸ πρῶτο τμῆμα τοῦ Χριστανικοῦ Συμβόλου τῆς πίστεως. Το τελικό βῆμα τῆς πορείας ἐκείνης ἔγινε τὸ 380 μ.Χ. ὅταν ὁ Μέγας Θεοδόσιος  καθιέρωσε τὸν χριστιανισμὸ ἐπίσημη θρησκεία τῆς Αὐτοκρατορίας. 

[7] Ἰδιαίτερο χαρακτηριστικὸ γιὰ τὴν παράδοση αὐτὴ εἶναι ὅτι τόσο ἡ λαοὶ ὅσο καὶ οἱ ἡγέτες τῆς τῆς νότιας καὶ ἀνατολικῆς Εὐρώπης ἔζησησαν ὄλη αὐτὴ τὴν χιλιετὴ περίοδο ἔχοντας οὐσιαστικὴ πνευματικὴ καὶ θρησκευτικὴ στήριξη  ἀπὸ τὴν τῆς ἑλληνικὴ χριστιανοσύνη ποὺ εἶχε ὡς κέντρο της τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο τῆς Κωνσταντινουπόλεως.

[8] Ἡ ἀρχὴ τῶν ἐμφανῶν προβλημάτων ὅπως εἶναι γνωστὸ εἶχε ἀρχίσει από τὸ   212 μ.Χ. μετὰ τὴν ἐκχώρηση ἀπό τὸν Καρακάλλα τῆς  διότητας το ρωμαίου πολίτη σὲ ὅλους τοὺς ἐλεύθερους πολίτες όλης Αὐτοκρατορίας  Ἀπὸ τὸν θάνατο τοῦ Καρακάλα τὸ 217 ἕως τὴν ἵδρυση τῆς Νέας Ρώμης  τὸ 330 σὲ διάρκεια 105 ἐτῶν στὸν θρόνο αὐτὸ εἶχαν διαδοχικὰ ἀνέβει 24 αὐτοκρατορες ἐνῶ ὁ ἰδιος ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος διεκδίκησε τὸν θρόνο ἀνάμεσα σὲ 7 συναυτοκράτορες. 

[9] Στὴν Νέα Ρώμη ἐγκαταστάθηκαν δυναμικὰ στὸ προσκύνιο τῆς ἐξουσίας ὅλος ὁ ἑλληνικὸς κόσμος τῆς μεταλεξανδρινῆς κοσμοπόλεως ποῦ εἶχε περιορισθεῖ μὲ τὸ Ὀκταβιανὸ δόγμα Ἐπίσης ἀναβαθμίστηκε   ἡ   δύναμη τῶν ἑλληνικῶν δήμων καὶ τῶν κοινοτήτων, ἡ έλληνιστικὴ κοινὴ ὠς τὴν διεθνῆ γλώσσα τοῦ τότε παγκομιοποιημένου κόσμου καὶ ὅσον ἀφορᾷ στὴν αὐτοκρατορικὴ ἐξουσία προδιαγράφηκαν οἱ προϋποθέσεις ὥστε ὁ Δεσποτικὸς της χαρακτήρας νὰ γίνῃ Διακονικός. 

[10] Βεβαίως πολλοὶ  Αὐτοκράτορες προσπάθησαν νὰ ἐπιβάλουν κάποιους ὅρους σὲ Οίκουμενικὲς Συνόδους ἀλλὰ το τελικὸ ὰποτέλεσμα τῶν ἀποφάσεων δὲν ἀπέχεῖ καμμία περιστασιακὴ αὐτοκρατορικη παρέμβασι. Οἱ ὅροι τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἐφαρμόσθηκαν ὡς κρατικὲς ἀποφάσεις ἐκπροσωπῶντας τὸ κοινὸ χριστιανικὸ κεκτημένο γιὰ τὴν εἰρηνικὴ διαβίωστῶν λαῶν τῆς Αὐτοκρατορίας. 

[11]  Ἡ ἐκχριστιανισμένη Βασιλεία ὡς κοσμικὴ ἐξουσία διατήρησε γιὰ χῶρο εύθύνη της συγκεκριμένες παραμέτρους τοῦ ἐγκόσμιου βίου ὅπως εἶναι ἡ συνοχὴ τοῦ λαοῦ, ἡ εἰρήνη, ἡ δικαιοσύνη, ἡ χρηστὴ διοίκηση καὶ ἡ σίτησι. Ἕκαστος ἐκπρόσωπός της κρινόταν ἔκτοτε ὄχι ἀπό τὰ ἰδεολογήματα ποὺ διακινοῦσε ἀλλὰ ἀπὸ τὸν βαθμὸ τῆς προσωπικῆς του ἐπάρκειας ἐδῶ καὶ τώρα στὶς προαναφερθεῖσες πρακτικὲς παραμέτρους τοῦ δημόσιου βίου[11]. Ὁ ἑκάστοτε αὐτοκράτορας ὅσο καλλίτερος διάκονος τῶν προβλημάτων τοῦ λαοῦ του ἀποδεικνυόταν, τὸσο μεγαλύτερη δύναμι τοῦ ἐμπιστευόταν ὁ λαὸς ποὺ διοικοῦσε. Ἡ χριστιανικὴ Ἱερωσύνη ἀπὸ τὴν πλευρά της ὡς πνευματικὴ ἐξουσία–μέσω τῶν συνοδικῶν καὶ τῶν κοινοτικῶν θεσμῶν, ἀνέλαβε τὴν εὐθύνη γιὰ τὴν κάθε μορφῆς ἠθικὴ καὶ πνευματικὴ στήριξι καὶ ἑνὀτητα τοῦ λαοῦ ὅπως ἐπίσης καὶ τὴν διαφύλαξη τῆς ἑνότητας τῆς Χριστιανικῆ Ἐκκλησίας. Ἡ φωνή τῶν ἐκπροσώπων της   ἰδίως ὅταν ἀσκοῦσε κριτικὴ πρὸς τοὺς ἀντιστοιχους ἐκπροσώπους τῆς Βασιλείας ἦταν πάντοτε ἰδιαίτερα ἰσχυρὴ καὶ εἶχε τὸ εἰδικό βάρος ὡς θεσμοθετημένη φωνὴ κοινωνικῆς συνείδησης. Ὁ ἑκάστοτε προεστώς τῆς Ἱερωσύνης ἦταν ὁ  πρῶτος στην τάξι μεταξὺ ἴσων, ἐνσαρκωτὴς μὲ τὴν προσωπική του πολιτεία  τῶν ἀληθειῶν ποὺ ἐκπροσωποῦσε ἡ θέση του,  διαχειριστὴς καὶ ἐγγυητὴς τῆς τηρήσεως τοῦ κοινοῦ κεκτημένου ποὺ ἐκπροσωποῦσαν οἱ ὅροι τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Ὁ ρόλος ἑνός πατριάρχη, ἔως καὶ τοῦ Οἰκουμενικοῦ, ἀντιστοιχεῖ κατὰ κάποιο τρόπο μὲ τὶς καταστατικὲς ἁρμοδιότητες τῶν ἡγετῶν τῆς σύγχρονης Εὐρωπαϊκῆς Ἐνωσεως ὡς πρὸς τὴν εὐθύνη τους γιὰ τὴν ἑρμηνεία καὶ ἰσχύ τῶν ἀρχῶν τοῦ εὐρωπαίκοῦ κεκτημένου. Οἱ Ὀρθόδοξοι Πατριάρχες ποτὲ δὲν ἀπέκτησαν  δκαίωμα ἐπεμβάσεως στὰ ἐσωτερικὰ τόσο τῶν αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν ὅσο και τῶν μητροπολιτικῶν  ἐπαρχιῶν τῆς ἄμεσης εύθύνης του. Ἐπίσης  δὲν ἀκολούθησαν ποτὲ πρακτικὲς σχετιζόμενες μὲ τὸ ἀλάθητο καὶ τὸ πρωτεῖο ποὺ δὲν εἶχε ποτὲ σταματὴσει νὰ διεκδικῇ καὶ νὰ ἐκπροσωπῇ τὸ πρεσβηγενὲς Πατριαρχεῖο της Ρώμης συνεχίζοντας  πολιτικὲς καῖ πολιτιστικὲς πρακτικὲς ἀντίστοιχες μὲ ἐκεῖνες τοῦ Ὀκταβιανοῦ δόγματος.

[12] Βεβαίως κάποιο λαοὶ δὲν ἀκολούθησαν τὶς ἀποφάσεις τῶν Συνόδων καὶ ἀποκόπηκαν ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς Αὐτοκρατορίας, ὅμως γιὰ τὸ γεγονὸς αὐτὸ περισσότερο συνέτειναν  ἀμφίπλευροι ἀνταγωνισμοὶ γιὰ τὴν κοσμικὴ χειραγώγηση του συνόλου τῆς χριστιανοσύνης παρὰ οἱ δογματικὲς ἐπιφάσεις ποὺ προβλήθηκαν ὡς αἰτίες. 

[13] Ἐνδεικτικὸ τῆς ἀνθεκτικότητας τῶν ὅρων αὐτῶν εῖναι ὁτι τόσο στά σύγχρονα τουρκικὰ ὅσο καὶ στὰ ἀντίστοιχα Ἀραβικὰ ἡ Λέξη Rum Rumi ὅτι εἶναι σὲ ἀκόμη χρῆσι.

[14]  Ἀναφερόμενος  στὸ θέμα αὐτὸ θὰ ήθελα να παρατηρήσω πὼς ἴσως στὴν παράμετρο αύτὴ νὰ βρίσκεται καὶ ἡ διάχητη δυσκολία τῶν ἐρευνητῶν νὰ καταλάβουν τὴν προδρομικὴ σημασία της καθὼς μόνο μετὰ τοὺς δύο παγκσμίους πολέμους τοῦ 20ου μετὰ Χριστὸν αἰῶνα, στὴν ἰδίως ἀρχὴ τῆς τρίτης χιλιετίας. Σήμερα κατὰ πολύ   ὁ κόσμος   ἀρχίζει νὰ μοιὰζῃ πὼς εὑρίσκεται σὲ παρόμοιο πολυσύνθετο μεταεθνικό ἐπίπεδο προβλημάτων συνοχῆς ἀντίστοιχο ἐκείνων τοῦ 1ου  πρὸ Χριστοῦ   αἰῶνα, κατὰ τὰ χρόνια τοῦ Ἰουλίου Καίσαρα ἢ τῶν ἀρχῶν τοῦ  4ου μετὰ Χριστὸν αἰῶνα  στὰ χρόνια τοῦ Μέγα Κωνσταντίνου.

[15]  Ἀνάμεσα στὸν Δασκαλογιάνη καὶ τὸν Πρωτόπαπα  προδιαγράφεται τρία χρόνια πρὶν τὴν ἐκκριξη τῆς Γαλλικῆς Ἐπαναστάσεως, ἡ σύγκρουσι τῆς τότε κυρίαρχης «προδευτικῆς» κατὰ τὴν σύχρονή μας ἰδεολογία, πολιτιστικῆς παράδοσης τοῦ Διαφωτισμοῦ ποὺ χαρακτήριζε τότε τοὺς χριστιανικούς λαούς τῆς Βόρειας καὶ Δυτικῆς Εὐρώπης, πρὸς τὴν «συντηρητικὴ» ἀντίστοιχα παράδοσι ποὺ ζοῦσαν τότε οἱ λαοὶ τῆς Νότιας Ἀνατολικῆς Ευρώπης, καθώς συνεχιζαν τὶς ἀξίες τῆς ἐκχριστιανισμένης Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, ἀσχέτως ἐὰν εἶχαν περάσει κοντὰ ἑξακόσια χρόνια ἀπό τὴν πρώτη της κατάλυσι ἀπὸ τὴν 4η Σταυροφορία καὶ γύρω στὰ τριακόσια χρόνια ἀπὸ τὴν δεύτερη καὶ ὁριστική της ἀπὸ τὸν Μωάμεθ τὸν Πορθητή, μία σύγκρουσι ὅμως ποῦ ὡς ἀφετηρία της εἶχε τὴν στέψι ὡς Αὐτκράτορα Ρωμαίων τοῦ Καρόλου τοῦ Μέγα στα 800 μ.Χ.      

[16]

[17] , καὶ ὄχι βάσει  ἀνθρωπιστικῶν ἰδεολογημάτων 




ΡΩΜΗΟΣΥΝΗ
Powered by active³ CMS - 06/05/2024 4:48:53 πμ