«Κύπρος καὶ Ἅγιοι Τόποι. Λογοτεχνικὰ καὶ ἄλλα.»

 

Μ.Κ.Ο. «Ρωμηοσνη»
3ο Διεθν
ς Συνδριο μ θμα «Κύπρος κα γιοι Τόποι»

Συνεδριακ Κέντρο Azia Resort, Πάφος Κύπρου
Κυριακ
10 κτωβρίου 2010

 

 

Εἰσηγητής: κ. Νικόλαος Ὀρφανίδης, Μέλος Ἐπιτροπῆς τῆς Ἐκπαιδευτικῆς Ὑπηρεσίας Κύπρου, Συγγραφέας


Θέμα: «Κύπρος και Άγιοι Τόποι. Λογοτεχνικά και άλλα.»

 

Ἐπιχειρώντας μιὰ συνοπτικὴ ἀναζήτηση τῆς πρόσληψης τῶν Ἁγίων Τόπων καὶ τῆς Παλαιστίνης γενικότερα ἀπὸ μέρους τῆς λογοτεχνίας ποὺ γράφεται στὴν Κύπρο ἢ ἐπιχειρώντας μιὰ ἀνίχνευση ταξιδιωτικῶν, ὁδοιπορικῶν ἢ ἄλλων κειμένων περὶ τὴν Παλαιστίνην, ὅπως αὐτὰ συναντῶνται ἢ συνάπτονται μὲ τὴν Κύπρο, διαπιστώνουμε ἔκπληκτοι, πὼς στὸν τόπο τῆς λογοτεχνίας τὰ κείμενα τῶν λογοτεχνῶν τῆς Κύπρου γιὰ τοὺς Ἁγίους Τόπους καὶ τὴν Παλαιστίνη ἔχουν μιὰ ἐλάχιστη, περιορισμένη ἔκταση καὶ ἀναφορά. Ἔτσι, ἐνῷ ἔχουμε μιὰ ὁλόκληρη λογοτεχνία τοῦ Αἰγυπτιώτη Ἑλληνισμοῦ, δὲν ἰσχύει τὸ ἴδιο γιὰ τὰ Ἱεροσόλυμα ἢ τὴν Παλαιστίνη, γενικότερα. Δὲν ἔχουμε, δηλαδή, μιὰ λογοτεχνία τῆς Παλαιστίνης, ὅπως ἔχουμε μιὰ λογοτεχνία τῆς Αἰγύπτου. Οἱ λογοτέχνες τῆς Κύπρου συνάπτονται ἄμεσα, εἴτε μὲ τὰ κείμενά τους εἴτε μὲ τὶς ἐκδοτικὲς ἢ ἄλλες ἀπόπειρές τους καὶ ἀναφορὲς ἢ ἀκόμα μὲ τὸ λογοτεχνικὸ κλίμα, στὸ ὁποῖο ὡριμάζουν λογοτεχνικῶς, κυρίως καὶ ἀποκλειστικῶς μὲ τὴν Ἀλεξάνδρεια, τὸ Κάϊρο καὶ τὴν Αἴγυπτου, παρὰ μὲ τὴν Παλαιστίνη ἢ τὰ Ἱεροσόλυμα. Καὶ τοῦτο ἐξ αἰτίας τῆς ἀκμάζουσας Ἑλληνικῆς παροικίας τῆς Αἰγύπτου.

 

Ὁ τόπος τῆς Ἀνατολικῆς Μεσογείου, ὁ Ἑλληνικὸς τόπος τῶν Ἑλληνικῶν πατρίδων τῆς Ἐγγὺς Ἀνατολῆς, ἡ Αἴγυπτος καὶ ἡ Ἀλεξάνδρεια, ἀλλὰ καὶ ἡ Ἀντιόχεια συναντῶνται, ὅπως γνωρίζουμε, ἐξόχως στὸν Καβάφη. Σὲ σχέση μὲ τὴν Κύπρο, εἶναι χαρακτηριστικὴ ἡ ποιητικὴ ἀναφορά:

 

«νερὰ τῆς Κύπρου, τῆς Συρίας καὶ τῆς Αἰγύπτου /

ἀγαπημένα τῶν πατρίδων μας νερά·»

 

Αὐτὰ γράφει ὁ Καβάφης. Ἀλλὰ καὶ στὸν ἀντίστοιχο ποίημά του «Οἱ Γάτες τ᾽ Ἅη- Νικόλα» ὁ Σεφέρης συναντᾶται, κατ᾽ ἀνάλογο τρόπο, μὲ τὰ νερὰ τῆς Κύπρου. Εἶναι σημαντική, ἐξάλλου, ἡ ποιητικὴ ἀναφορὰ τοῦ Σεφέρη στὴν Ἱερουσαλήμ, στὸ «Ὁ Στράτης Θαλασινὸς στὴ Νεκρὴ θάλασσα»:

 

 «Ἱερουσαλήμ, ἀκυβέρνητη πολιτεία /

Ἱερουσαλήμ, πολιτεία τῆς προσφυγιᾶς.»

 

Ἀλλὰ καὶ ἡ συνάντησή του μὲ τὸν κόσμο τῆς Παλαιστίνης, μὲ τοὺς καλόγερους καὶ τοὺς Κυπρίους μοναχοὺς στὰ Ἡμερολόγιά του, στὸ «Μέρες Ε΄», τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1954. σσ. 122 κ. ἐξ, ἀπὸ τὸ Σάββατο 17 Ἀπρίλη ὥς τὴ Δευτέρα 26 Ἀπρίλη. Ἐνδιαφέρουσα ἡ περιγραφὴ τῶν προσκυνητῶν Κυπρίων στοὺς Ἁγίους Τόπους, ἡ ἀναφορὰ στοὺς «κυπριῶτες βρακάδες», ἀλλὰ καὶ ἡ ἀναφορὰ στὴ γριούλα ἐκείνη «ἀπὸ τὴν Πάφο τῆς Κύπρου», ποὺ «ἔκανε 15 μέρες ταξίδι γιὰ νά ᾽ρθει... καὶ ἴσως μάζευε 15 χρόνια δεκάρα-δεκάρα γιὰ νὰ πληρώσει τὰ ἔξοδα.»

 

Εἶναι, ἀκόμα, ἡ μυθιστορηματικὴ κατάθεση καὶ ἐμπειρία τοῦ Στρατῆ Τσίρκα μὲ τὶς Ἀκυβέρνητες Πολιτεῖες, ἡ μυθιστορηματικὴ αὐτὴ τριλογία του, ποὺ συνάπτει Ἀλεξάνδρεια, Κάϊρο καὶ Ἱεροσόλυμα.

 

Θὰ μπορούσαμε, ἀκόμα, φυσικά, νὰ πᾶμε πολὺ πιὸ πίσω, στὴ Χρονογραφία τοῦ Λεοντίου Μαχαιρᾶ, μὲ ὅσα συναντοῦμε στὴν ἰδιότυπη ἱστορία καὶ τὸ λαϊκὸ χρονικό του γιὰ τὴν Κύπρο καὶ τὴν Παλαιστίνη.

 

Εἶναι ἀκόμα τὸ «Περὶ τῶν κατὰ τὴν χώραν Κύπρον σκαιῶν», τοῦ Νεοφύτου τοῦ Ἐγκλείστου, μὲ τὸ γνωστὸ ἐκεῖνο ἀπόσπασμα, ποὺ ὁ Σεφέρης ἀποσπᾶ ὡς μότο στὸ ποίημα «Νεόφυτος ὁ Ἔγκλειστος μιλᾶ»:

 

 «Τῷ δὲ βασιλεῖ Ἰσαακίῳ κατακλείει ἐν καστελλίῳ καλουμένῳ Μαρκάππῳ. Κατὰ δὲ τοῦ ὁμοίου αὐτῷ Σαλαχαντίνου ἀνύσας μηδὲν ὁ ἀλιτήριος, ἤνυσε τοῦτο καὶ μόνον διαπράσας τὴν χώραν Λατίνοις, χρυσίου χιλιάδων λιτρῶν διακοσίων. Διὸ καὶ πολὺς ὁ ὀλολυγμός, καὶ ἀφόρητος ὁ καπνός, ὡς προείρηται, ὁ ἐλθὼν ἐκ τοῦ βορρᾶ..»

 

Αὐτὰ μὲ τοὺς ἱππότες τοῦ Ναοῦ, τοὺς Ναΐτες καὶ ὅλα τὰ ἄλλα ποὺ ἀκολούθησαν. Ὅμως αὐτὸ θὰ μᾶς πήγαινε μακριά.

 

Ψηλαφώντας, τώρα, τὸ σῶμα τῶν λογοτεχνικῶν κειμένων τῆς νεότερης γραφῆς τῶν Κυπρίων, διαπιστώνουμε πὼς οἱ ἀναφορὲς εἶναι ἐλάχιστες καὶ ἔμμεσες. Ἐνδεικτικά, μονάχα, καὶ προεκτείνοντας τὴν Κυπριακὴ προσκυνηματικὴ ἐμπειρία στοὺς Ἁγίους Τόπους, ὁ Δημήτρης Λιπέρτης μᾶς μιλᾶ γιὰ «Ἁϊταφίτικον τζερίν», στὸ ποιητικό του ἀριστούργημα «Βούττημαν ἥλιου»:

 

            «Βούττημαν ἥλιου τζ᾽ ὕστερις, τέλεια πον ᾽νὰ σιγράσει

            τζιαὶ πον ᾽ν᾽ ἀδκειάσουν τὰ στενά,

            πόν ἔσιει πλάσμαν νὰ περνᾶ

            γιὰ νὰ σὲ ξηφαράσει,

 

 

            ἔλα τζ᾽ ἐσοῦ στὸ μνῆμαν μου τζιαὶ μές στὸν μπότην ἄψε

            Ἁϊταφίτικον τζερίν,

            κάπνισε, κόρη, νακκουρίν,

            νομάτισ᾽ με τζιαὶ κλάψε.»

 

Ὕστερα ἀπο αὐτὰ τὰ γενικὰ εἰσαγωγικὰ θὰ ἤθελα νὰ σταθῶ στὴ συνοπτικὴ εἰσήγησή μου σὲ τρία ἐνδεικτικὰ ἢ χαρακτηριστικὰ κείμενα, ποὺ συνάπτουν ἢ συνδέουν τὴν Κύπρο μὲ τὰ Ἱεροσόλυμα, τοὺς Ἁγίους Τόπους καὶ τὴν Παλαιστίνη γενικότερα. Τὸ πρῶτο, τὸ παλαιότερο, τοῦ ὁσίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου γιὰ τὸν Νεομάρτυρα Γεώργιο τὸν Κύπριο, ποὺ τελειοῦται μαρτυρικῶς τὸ 1752, στὴ Πτολεμαϊδα τῆς Παλαιστίνης, καὶ περιέχεται στὸ Νέον Μαρτυρολόγιον, ποὺ ἐκδίδεται τὸ 1794.   Τὸ δεύτερο, ἕνα ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ συγκλονιστικό, ἀφελὲς ἢ λαϊκὸ  ὁδοιπορικὸ τοῦ Σάββα Τσερκεζῆ Τὸ Ἡμερολόγιον τοῦ Βίου μου, μὲ ἀναφορὲς τοῦ ἔτους 1886 καὶ 1889.   Τὸ τρίτο, ἕνα δημοσιογραφικὸ κείμενο τοῦ 1904, ποὺ ἀναφέρεται σὲ ἐπιφανεῖς καὶ ἐπωνύμους Ἕλληνες προσκυνητὲς ἀπὸ τὴν Ἑλλαδικὴ μητρόπολη, ποὺ σταθμεύουν στὴ Λάρνακα τῆς Κύπρου, ἐπιστρέφοντας ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Τόπους. Τὸ κείμενο τὸ συναντοῦμε στὸ  Κυπριακὸν Λεύκωμα Ζήνων τοῦ Νικολάου Καταλάνου, τοῦ 1914.   Τρία, λοιπόν, ἐνδεικτικὰ κείμενα. Τὸ πρῶτο ἁγιολογικό, γραμμένο ἀπὸ ἕνα Συναξαριστή, τὸ δεύτερο ταξιδιωτικό- αὐτοβιογραφικὸ καὶ ἡμερολογιακό, γραμμένο ἀπὸ ἕνα λαϊκὸ ἀφηγητή, καὶ τὸ τρίτο δημοσιογραφικό-ἱστορικό, γραμμένο ἀπὸ ἕνα λόγιο δημοσιογράφο τῆς ἐποχῆς.

 

2.Ξεκινῶ πρῶτα μὲ τὸν Συναξαριστὴ ἅγιο Νικόδημο τὸν Ἁγιορείτη. Μέσα ἀπὸ τὸ Συναξάριον τοῦ μάρτυρος Γεωργίου τοῦ Κυπρίου, εἰσέρχεται ἡ Πτολεμαΐδα, πόλη  τῆς Παλαιστίνης, καὶ μαζὶ ὅλος ἐκεῖνος ὁ σφύζων, θὰ λέγαμε, κόσμος τῆς παραθαλασσίας πόλεως στὰ χρόνια τῆς τουρκοκρατίας. Εἶναι ὁ νεομάρτυς Γεώργιος, ἀπὸ τὴν Κύπρο, ποὺ φτάνει ἐκεῖ γιὰ νὰ ζήσει, στὰ δύσκολα χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας, τῆς στέρησης τῆς πενίας καὶ τοῦ διωγμοῦ.

 

«Οὗτος ὁ μάρτυς τοῦ Χριστοῦ Γεώργιος, ἦτον Κύπριος τὴν πατρίδα, νέος εἰς τὴν ἡλικίαν, ὡραῖος εἰς τὴν ὄψιν, φρόνιμος εἰς τὸν νοῦν, καὶ σώφρων εἰς τὰ ἤθη· ἀναχωρήσας δὲ ἀπὸ τὴν πατρίδα του, ἐπῆγεν εἰς Πτολεμαΐδα, τὸ νῦν λεγόμενον Ἄκρι, καὶ εὑρίσκετο ὑπηρέτης κοντὰ εἰς ἕνα Κόνσουλαν Εὐρωπαῖον.»

 

Αὐτὰ μᾶς λέει εἰσαγωγικὰ ὁ ἅγιος Νικόδημος. Ἀκολουθεῖ ὁ καθ᾽ ἡμέραν βίος στὴ Πτολεμαΐδα, ὁ κόσμος τῶν χριστιανῶν καὶ τῶν μουσουλμάνων, ὁ φθόνος τοῦ ὡραίου νέου, ἡ κατασυκοφάντησή του ἀπὸ τοὺς μουσουλμάνους, ἡ δίκη του, ὁ ἐκβιασμός του νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Κύριο καὶ ἡ θαρραλέα ὁμολογία πίστεως. Ἔτσι εἶναι ποὺ ἀκολουθεῖ στὴν ἀφήγηση τὸ μαρτύριο, ἡ τελείωσή του, ὁ ἁγιασμὸς καὶ ὁ φωτισμὸς καὶ ἡ δόξα του:

 

«ὁ δὲ γενναιότατος Μάρτυς τοῦ Χριστοῦ, ὑψώσας τὰ χέρια του οὕτω καθὼς ἦσαν δεδεμένα μὲ τὰς ἁλύσους, εἰς τὸν οὐρανόν, μεγάλῃ τῇ φωνῇ ἀνεβόησεν· Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ δέξαι τὸ πνεῦμα μου καὶ ἀξίωσόν με τῆς βασιλείας σου· καὶ ταῦτα αὐτοῦ εἰπόντος ἔριψαν ὅλοι παρευθὺς τὰ πιστόλια ἐπάνω εἰς τὸν μάρτυρα· καὶ καθὼς ἐκεῖνος ἔπεσεν εἰς τὴν γῆν, ἔτρεξαν ὅλοι μὲ τὰ μαχαίρια καὶ τὸν ἔκαμαν ὡς κόσκινον τὸ μαρτυρικώτατον ἐκεῖνο σῶμα ἀπὸ τὰς μαχαιρίας· ἀκόμη δὲν εἶχον χορτάσει τὴν κακίαν τους, καὶ ἰδοὺ ὁ τῶν θαυμασίων καὶ τῶν μαρτύρων Θεὸς ἐνεργεῖ τοιοῦτον θαυμάσιον· ἐκεῖ ὅπου ἦτον γαλήνη μεγάλη, ἐν ταυτῷ γίνεται ἕνας ἀναβρασμὸς τῆς θαλάσσης μεγάλος... ἡ θάλασσα τόσον ἀγριώθη ὡσὰν ἕνα θηρίον ἀνήμερον καὶ ἐβγῆκεν ἀπὸ τὸν φυσικόν της τόπον..»

 

 Ὅσα ἀκολουθοῦν ἀναμενόμενα. Ὁ τρόμος τῶν Τούρκων, ἡ ταφὴ τοῦ μάρτυρος καὶ ἡ ἡσυχία τῆς θαλάσσης.

 

«Μετὰ δὲ τὴν θανὴν τοῦ σώματος δοξάζων ὁ Θεὸς τὸν μάρτυρα καὶ τὴν αὐτοῦ θείαν πίστιν, ἐνήργησε τοιοῦτον θαῦμα· τρεῖς ὁλοκλήρους νύχτας ἐφαίνετο ἕνας στύλος πυρὸς ἀπὸ τὸν οὐρανὸν ἕως εἰς τὸν τάφον τοῦ Ἁγιου, καὶ ὅλη ἡ πόλις ἔφεγγεν ἀπὸ ἕνα γλυκύτατον φῶς.»

 

Ἡ συνάντηση, λοιπόν, Κύπρου καὶ Παλαιστίνης γίνεται ἐν ἁγιασμῷ. Ἁγιολογικὴ καὶ θαυμασία καὶ δοξαστικὴ αὐτὴ ἡ συνάντηση. Δοσμένη μὲ ἕνα τρόπο ἄμεσο καὶ συγκλονιστικό, σὲ μιὰ γλῶσσα ἁπαλή, δημώδη, θὰ λέγαμε, ἀπὸ ἕνα κορυφαῖο τῆς Φιλοκαλικῆς Ἀναγεννήσεως, τὸν ἅγιο Νικόδημο τὸν Ἁγιορείτη, τὸν πολυγραφότερο τῶν νεοτέρων ἁγίων.

 

3.Ἡ περιπλάνηση τοῦ Σαββα Τσερκεζῆ ἀναδεικνύει ἢ ἀποκαλύπτει ἕνα θάλλοντα καὶ σφριγηλὸ Ἑλληνισμὸ σὲ μιὰ πολιτισμικὴ ἑνότητα καὶ ἕνα εὖρος ἐκπληκτικό. Παντοῦ Ἑλληνικὲς κοινότητες, παντοῦ ἡ παρουσία τοῦ Ἑλληνικοῦ στοιχείου. Δὲν εἶναι μόνο οἱ μεγάλες πόλεις, ποὺ γνωρίζουμε: Κωνσταντινούπολη, Σμύρνη, Ἀλεξάνδρεια. Εἶναι ἡ Ἀλεξανδρέττα, ἡ Βηρυτός, ἡ Τρίπολη, ἡ Ἰόππη κ.ἄ. Ἀκολουθώντας αὐτὸ τὸ ἀριστουργηματικὸ ὁδοιπορικὸ τοῦ Σάββα Τσερκεζῆ, μένουμε ἔκπληκτοι ἀπὸ αὐτὸ τὸ διάσπαρτο καὶ σφύζοντα Ἑλληνισμό, ποὺ δεσπόζει τοῦ ἐμπορίου σ᾽ ὅλες αὐτὲς τὶς πόλεις. Ἀλλὰ καὶ ἕνα Ἑλληνισμὸ Ὀρθόδοξο, ποὺ συνιστᾶ κέντρο πολιτισμικῆς ἀναφορᾶς καὶ παρουσίας.

 

Δὲν μιλᾶμε, ἔτσι, μόνο γιὰ ἕνα μετανάστη Ἑλληνισμό, ἀλλά, τὶς πιὸ πολλὲς φορές, γιὰ ἕνα γηγενῆ Ἑλληνικὸ πληθυσμό. Αὐτή, ἐξάλλου, ὑπῆρξε μέσα στοὺς αἰῶνες ἡ παρουσία τοῦ ἔθνους, πρὶν αὐτὸ συρρικνωθεῖ στὰ στεγανὰ ὅρια τοῦ Ἑλλαδικοῦ κράτους. Κι αὐτὰ μέχρι τὸ 1922, ὅταν σπαρακτικῶς καὶ μαρτυρικῶς συντρίβεται τὸ ὅραμα τῆς Μεγάλης Ἰδέας.

 

Τὸ ὁδοιπορικὸ τοῦ Σάββα Τσερκεζῆ μᾶς πάει, ἔτσι, στοὺς Ἁγίους Τόπους. Σὲ δύο ταξίδια. Τὸ πρῶτο τὸ 1886 καὶ τὸ δεύτερο τὸ 1889. Ἡ ἀφελὴς ἀφήγησή του εἶναι, θὰ λέγαμε, ἀριστουργηματική. Ἔτσι τὸν βλέπουμε, στὸ πρῶτο ταξίδι του, τὸ 1886, νὰ φθάνει πένης, χωρὶς χρήματα, χωρὶς φαγητὸ καὶ χωρὶς εἰσιτήριο, λαθρεπιβάτης, ἀπὸ τὴ Βηρυτὸ στὴν Ἰόππη, νὰ ψάχνει ἀπεγνωσμένα τόπο διαμονῆς, νὰ καταφεύγει μέσα στὴ νύχτα τὸ Ὀρθόδοξο Ἑλληνικὸ μοναστήρι, τὴν ἀγωνία του, τὴν παραμονή του στὴν Ἰόππη κι ὕστερα τὴν ἀναχώρησή του γιὰ τὴν Ἀλεξάνδρεια.

 

«Ἔφθασα εἰς τὸ τελωνεῖον, ἔδειξα τὸ διαβατήριόν μου καὶ ἐξῆλθον τῆς κιγκλιδωτῆς θύρας, εἰς τὴν ἐξώθυραν συνήντησα ἕνα κύριον μετρίου ἀναστήματος, μὲ πυκνὴν μαύρην γενειάδα καὶ μὲ μαῦρον πῖλον, φέρων φαρδὺ πένθος.

 

«Καλῶς ἦλθες πατριώτη,» μοὶ λέγει, «ἀπὸ ποῦ ἔρχεσαι;» μοὶ λέγει.

...Αὐτὸς ὁ κύριος κατήγετο ἐκ Λεμεσοῦ καὶ εἶχε παντοπωλεῖον μετὰ καφενείου εἰς Ἰόππην...

 

Πλαγίως τοῦ παντοπωλείου εὑρίσκετο τὸ μοναστήρι τῶν ὀρθοδόξων προσκυνητῶν, ἀνέβημεν μίαν λιθίνην κλίμακα καὶ μετὰ ἐφθάσαμεν εἰς μίαν μικρὰν λιθόστρωτον πλατεῖαν ἔχουσαν δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ κελλία εἰς τὰ ὁποῖα κατέλυον οἱ ξένοι προσκυνηταί, μὲ ἄφησεν ἐκεῖ ὁ δοῦλος καὶ ἔφυγεν, ἐγὼ ἐστάθηκα καὶ ἔβλεπα δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ ἴσως ἴδω κανέναν ἄνθρωπον νὰ ἐρωτήσω, ἢ μᾶλλον νὰ παρακαλέσω νὰ μοῦ δώσουν κανένα δωμάτιον νὰ κοιμηθῶ...

 

Τὸ πρωὶ ἠγέρθην ἐνωρίς, ἐπῆρα τὰ ροῦχα μου καὶ ἐπῆγα καὶ ἐκάθησα ἔξωθεν τοῦ παντοπωλείου τοῦ κυρίου Παύλου, ἦτο Κυριακὴ καὶ οἱ Χριστιανοὶ προσήρχοντο εἰς τὴν ἐκκλησίαν, εἷς τῶν διαβατῶν μὲ ἠρώτησεν διατὶ κάθομαι ἐκεῖ καὶ πόθεν εἶμαι, ἀφοῦ διηγήθην καὶ εἰς αὐτὸν τὴν θλιβερὰν ἱστορίαν μου ἔλαβεν οἶκτον δι᾽ ἐμὲ ὁ κύριος ἐκεῖνος καὶ μὲ ἠρώτησεν  ἐὰν γνωρίζω νὰ ψήνω καφέδες, τοῦ εἶπον  γνωρίζω.

 

«Καλά», μοὶ λέγει, «πήγαινε τώρα εἰς τὴν ἐκκλησίαν καὶ μετὰ τὴν ἀπόλυσιν θὰ σὲ παρησιάσω εἰς τὸν ἡγούμενον»...

 

Μὲ προσέλαβεν ὡς ὑπηρέτην, εἰργάσθην ἑξήντα πέντε ἡμέρας ἀλλὰ δὲν ἤμην εὐχαριστημένος, τὸ κλίμα τῆς Ἰόππης δὲν ἦτο καλόν, συχνὰ πυκνὰ ἠσθένουν διὸ καὶ ἔζήτησα ἄδειαν ἀπὸ τὸν ἡγούμενον νὰ ἀπέλθω...»

 

῎Ἔτσι, λοιπόν, μᾶς πάει πίσω ὁ Σάββας Τσερκεζῆς στὴν Ἰόππη, στὸ μοναστήρι τῶν Ἁγίων Ἀρχαγγέλων, «τὸ ἀπὸ ἀρχαιοτάτων χρόνων Μοναστήριον», ποὺ «σχεδὸν βρέχεται ἀπὸ τὰ κύματα τῆς Μεσογείου» καὶ «...ποὺ, λόγῳ τῆς θέσεώς του εἰς τὸν κύριον λιμένα τῆς Παλαιστίνης, εἰς τὴν πόλιν τῆς Ἰόππης, παρεῖχε τὴν δυνατότητα φιλοξενίας εἰς ὅλους τοὺς εὐσεβεῖς προσκυνητάς, οἱ ὁποῖοι κατέφθαναν κατὰ χιλιάδας κάθε χρόνον, προερχόμενοι ἀπό ὅλας τὰς Ὀρθοδόξους χώρας, τὴν Ἑλλάδαν, τὴν Κύπρον, τὴν Σερβίαν, τὴν Βουλγαρίαν, τὴν Ρουμανίαν καὶ πολὺ περισσότερον ἀπὸ τὴν Ρωσίαν... Ἐκτὸς τοῦ σκοποῦ τῆς φιλοξενίας τὴν ὁποίαν εἶχε ἀναλάβει τὸ Μοναστήριον πρὸς τοὺς Ὀρθοδόξους ἀνὰ τὴν Οἰκουμένην, ἐπιτελοῦσε παραλλήλως καὶ ἕναν ἄλλον σπουδαῖον ρόλον. Ἦτο τὸ πνευματικὸν κέντρον τῆς πολυαρίθμου ὀρθοδόξου κοινότητος τὴν ἐποχὴν ἐκείνην, ἡ ὁποία ἀριθμοῦσε γύρω εἰς τοὺς 35.000 ὀρθοδόξους Χριστιανούς.» Αὐτὰ βρίσκουμε στὴν ἰστοσελίδα τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων, μαζὶ μὲ ἄλλα πολλά.    

 

 

4.Τὸ τρίτο κείμενο, αὐτὸ τοῦ Νικολάου Καταλάνου, μᾶς πάει στὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1904, στὴν πόλη τῆς Λάρνακος, καὶ στοὺς παγκύπριους ἀγῶνες ἀπὸ τὴν 1η μέχρι τὴν 4η Ἀπριλίου, μὲ τὴ θερμὴ ἕως ἐνθουσιώδη ὑποδοχὴ τῶν Ἑλλήνων προσκυνητῶν, ποὺ ἐπιστρέφουν ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Τόπους. Εἶναι οἱ ἐπευμημίες καὶ οἱ ζητοκραυγὲς τῆς ὑποδοχῆς τους καὶ ἡ ἐπίσημη καὶ λαμπρὴ κατευόδωσή τους. Κύπρος, λοιπόν, καὶ Ἑλλάδα δένονται καὶ καταθέτουν τὴν ἐθνική, ἑνωτική τους προσήλωση, μέσα ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Τόπους, ποὺ εἶναι ἕνας τόπος Ὀρθόδοξης καὶ Ἑλληνικῆς παρουσίας.

 

 «Τῇ προτεραίᾳ τῆς ἐνάρξεως τῶν Ἀγώνων κατέπλευσεν ἐξ Ἰόππης τὸ Ἑλληνικὸν ἀτμόπλοιον «Βασιλεὺς Γεώργιος» οὗτινος ἐπέβαινε ὁ ἐξ Ἑλλάδος Ὅμιλος τῶν προσκυνητῶν ἐπανακάμπτων ἐξ Ἱεροσολύμων. Μετὰ τῶν προσκυνητῶν ἦσαν καὶ οἱ Σ.Σ. Ἀρχιεπίσκοποι Κερκύρας καὶ Ἄρτης καὶ οἱ καθηγηταὶ τοῦ Ἐθνικοῦ Πανεπιστημίου κ.κ. Γ. Μιστριώτης, Π. Καρολίδης, καὶ Σ. Μητροπολίτης Κρήτης κύριος Εὐμένιος, παραμείνας εἰς Ἱεροσόλυμα.

 

Εἰς τοὺς προσκυνητὰς ἐγένετο ἐγκάρδιος καὶ ἐνθουσιώδης δεξίωσις ὑπὸ τῆς παηγυριζούσης πόλεως μετὰ τῶν πολυπληθῶν έπισκεπτῶν, καὶ τὴν ἀποβίβασιν των εἰς τὴν ἀποβάθραν ἐχαιρέτησαν διὰ ζητοκραυγῶν καὶ χαρμοσύνων κωδωνοκρουσιῶν τῶν Ἱ. Ναῶν Λάρνακος καὶ Σκάλας. Ἀπὸ τῆς ἀποβάθρας οἱ ἐπισκέπται ἐν συνοδείᾳ τοῦ Ἁγ. Κιτίου, τοῦ δημάρχου καὶ σύμπαντος τοῦ πλήθους μετέβησαν εἰς τὸν Ἱ. Ναὸν τοῦ Ἁγ. Λαζάρου ὅπου ἐτελέσθη κατανυκτικὴ δοξολογία, παρῆν δε ἐκεῖ καὶ ὁ Πρόξενος Ἑλλάδος.»

 

Ἀκολουθοῦν οἱ ὁμιλίες  καὶ οἱ εὐχές, «ὅπως πληρωθῶσιν ὡς τάχιστα οἱ ἐθνικοὶ πόθοι τῶν τε Κυπρίων καὶ τοῦ Πανεληνίου» καὶ στὴ συνέχεια ἡ μετάβαση στὸ στάδιο τῆς πόλεως τῆς Λάρνακος γιὰ  τοὺς ἀγῶνες

 

«Τὴν ἑσπέραν παρετέθη τιμητικὸν δεῖπνον παρὰ τῆς πόλεως ἐν τῇ «Ἐθνικῇ Λέσχῃ» εἰς ἅπαντας τοὺς ἀποβιβασθέντας προσκυνητάς. Κατὰ τὸ δεῖπνον ἐγένοντο ἐνθουσιώδεις προπόσεις ὑπὲρ τῶν ὡραιοτέρων ἰδανικῶν τοῦ Πανελληνίου καὶ τῶν ἀρραγῶν δεσμῶν πάντων τῶν ἐθνικῶν τμημάτων τῆς φυλῆς μας.»

 

Εἵμαστε ἀκόμα στὴν ἐποχὴ τοῦ ὁράματος, τῆς συνοχῆς καὶ ἑνότητος τοῦ ἑλληνισμοῦ, στὰ χρόνια τῆς δεσπόζουσας πολιτικῆς τῆς Μεγάλης Ἰδέας τοῦ ἑλληνισμοῦ, παρὰ τὰ ὅσα ἀκολούθησαν τὴν ἧττα τοῦ 1897.  Ἄρχεται πλέον ὁ μακεδονικὸς ἀγώνας, ἡ Κρήτη διεκδικεῖ ἐπιμόνως τὴν Ἕνωση, δὲν ἔχει ἀκόμα συμβεῖ ἡ ἐπανάσταση στὸ Γουδὶ οὔτε ἡ εἴσοδος τοῦ Ἐλευθερίου Βενιζέλου στὴν πολιτικὴ σκηνὴ τῆς μητρόπολης τοῦ ἔθνους, ὡς πρωθυπουργοῦ οὔτε οἱ Βαλκανικοὶ Πόλεμοι, ποὺ διαφοροποιοῦν τὸ τοπίο τοῦ ἐθνους καὶ ὁδηγοῦν στὴν ἐπέκταση καὶ διεύρυνση τῶν ὁρίων τοῦ Ἑλλαδικοῦ κράτους.

 

«Περὶ τὴν 10.30΄ τῆς νυκτὸς οἱ ἐπισκέπται προεπέμφθησαν εἰς τὴν ἀποβάθραν ὅπου οι ἐπιβάντες τῶν λέμβων ὑπὸ τὰς ἐπευφημίας καὶ τὰς ζητοκραυγὰς τοῦ πλήθους ἐπεβιβάσθησαν εἰς τὸ ἀτμόπλοιον ὅπερ ἀπῆρεν ἀποχαιρετιζόμενον δι᾽ ὁλμοβολῶν καὶ ζητοκραυγῶν οὐρανομήκων, πύραυλοι δὲ ἀφέθησαν εἰς τὸν οὐρανὸν παμπληθεῖς ἐξ αὐτοῦ.»

 

Θά ᾽θελα νὰ σταθῶ στὸ ρόλο καὶ στὴν ἐθνικὴ διάσταση καὶ δυναμικὴ τῶν παγκυπρίων ἀγώνων, ποὺ ἀποτελοῦσαν εὐκαιρία ἐθνικοῦ ἀναβαπτίσματος καὶ προσήλωσης ἐθνικῆς. Μὲ τοὺς ἀθλητικοὺς ἀγῶνες ἀναδεικνύεται καὶ προβάλλει ἡ ἐθνικὴ προσήλωση καὶ ὁ ἔρως της Ἑλληνικῆς πατρίδος. Δὲ εἶναι τυχαῖο, λοιπόν, ποὺ κάποια σημαντικὰ ἕως κορυφαῖα ποιήματα τῆς λογοτεχνίας τῆς Κύπρου γράφονται μὲ τὴν εὐκαιρία τέτοιων ἀγώνων καὶ τὴν παρουσία Ἑλλήνων ἀθλητῶν. Ὁ Δημήτρης Λιπέρτης γράφει τὸ «Ἀδέρφκια καλῶς ἤρτετε», ποὺ ἀπαγγέλθηκε στὸ στάδιο τῆς Λευκωσίας, τὸν Ἀπρίλη τοῦ 1925, τὸ «Κονάτζιν μιὰν γιὰ πάντα, πάλι στὴ Λευκωσία τὸ 1927 καὶ τὸ «Καλῶς τους, καλῶς ἤρτετε», στοὺς Πανελλήνιους ἀγῶνες, στὴ Λεμεσὸ τὸ 1929.

 

Ἀλλὰ καὶ ὁ Κωστῆς  Παλαμᾶς, ἀντίστοιχα, ὑποδέχεται τοὺς Κύπριους, Κυπρίους ἀθλητὲς στὴν Ἀθήνα, πολὺ πιὸ παλιά, τὸ 1901, μὲ τὸ ποίημα τὸ ποίημα «Κύπρος», ποὺ δημοσιεύτηκε στὴν Ἐφ. Ἑστία στὶς 8 Ἀπριλίου 1901 καὶ ποὺ τὸ βρίσκουμε στὴ συλλογὴ «Ἡ Πολιτεία καὶ ἡ Μοναξιὰ» τοῦ 1913.

 

Μιλώντας, ἀκόμα, γιὰ τὶς προσκυνηματικὲς ἐκδρομὲς καὶ ἐπισκέψεις τῶν Ὀρθοδόξων Ἑλλήνων τῆς Κύπρου στοὺς Ἁγίους Τόπους, σκέφτομαι πὼς αὐτὲς σφράγισαν μιὰν ὁλόκληρη ἐποχή. Ἦταν ὄνειρο καὶ σκοπὸς βίου. Γι᾽ αὐτὸ καὶ συναντοῦμε μαρτυρίες αὐτῶν τῶν ταξιδίων παντοῦ. Μέχρι σήμερα. Ἔτσι, μεταξὺ ἄλλων πολλῶν, στὸν Ἅγιο Νικόλαο Ἔγκωμης στὴ Λευκωσία, συναντοῦμε ἕνα τεράστιο ξύλινο σταυρό, ποὺ τὸν ἔφεραν στοὺς ὤμους οἱ προσκυνητὲς μέχρι τὸ Γολγοθᾶ, καὶ τὸν γύρισαν πίσω γιὰ νὰ ἁγιάσει τὸ ναό τους. Εἶναι ἐνδιαφέρον νὰ ψάξει κανεὶς ὅλες αὐτὲς τὶς ἀναθηματικὲς ἀναφορὲς τῶν Κυπρίων προσκυνητῶν στοὺς Ἁγίους Τόπους.

 

 

5.Ὁλοκληρώνοντας αὐτὴ τὴ συνοπτικὴ ἀναζήτηση καὶ συνάντηση μὲ κάποια ἐνδεικτικὰ κείμενα πρόσληψης καὶ συνάντησης Κύπρου καὶ Ἁγιων Τόπων, σημειώνω πρῶτα τὴ δυναμικὴ αὐτῶν τῶν κειμένων, ποὺ μᾶς συνοδεύουν καὶ μᾶς γεμίζουν τὸ βίο μας καὶ τὴ μνήμη μας καὶ ποὺ ὀμορφαίνουν τὸν κόσμο. Κι ἔπειτα, κάτι ποὺ ἔχουμε λησμονήσει: τὴν εὐρύτητα καὶ διάνοιξη καὶ παρουσία τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Τὴ συνακόλουθη αἴσθηση οἰκειότητος, συνοχῆς καὶ συνέχειας, ποὺ στὸν καταστροφικὸ αἰῶνα ποὺ διανύσαμε ἔχουμε ἀπολέσει, ἐγκλωβισμένοι ἢ παγιδευμένοι στὰ στεγανὰ ὅρια τοῦ Ἑλλαδικοῦ κρατισμοῦ.

  




ΡΩΜΗΟΣΥΝΗ
Powered by active³ CMS - 27/04/2024 9:11:19 πμ