"Ρωμηοσύνη, Ἀπόδημος Ἑλληνισμός, Πρεσβυγενῆ Πατριαρχεῖα"

Μ.Κ.Ο. «Ρωμηοσύνη»
1ο Διεθνὲς Συνέδριο μὲ θέμα «Ἡ Ρωμηοσύνη διαμέσου τῶν αἰώνων»
Ἀμφιθέατρο τοῦ Πολεμικοῦ Μουσείου Ἀθηνῶν
Σάββατο 30 & Κυριακὴ 31 Μαΐου 2009

 

Εἰσηγητής: Πρωτοπρεσβύτερος Γεώργιος Διον. Δράγας, Καθηγητὴς Πατρολογίας Θεολογικῆς Σχολῆς Τιμίου Σταυροῦ, Βοστώνη, Η.Π.Α.

Θέμα: «Ρωμηοσύνη, Ἀπόδημος Ἑλληνισμός, Πρεσβυγενῆ Πατριαρχεῖα»

 

Μακαριότατε Πατριάρχη Ἱεροσολύμων κ.κ. Θεόφιλε,
Πανοσιολογιότατε Ἀντιπρόσωπε τοῦ Μακαριότατου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος κ.κ. Ἱερωνύμου,
Σεβασμιότατοι, Πανοσιολογιότατοι, Αἰδεσιμολογιότατοι πατέρες,
Ἐλλογιμότατες καθηγήτριες καὶ Ἐλλογιμότατοι καθηγητές,
Κυρίες καὶ Κύριοι,

Ὀφείλω πρωτίστως νὰ ἐκφράσω τὴν ὁλόθυμη εὐγνωμοσύνη μου πρὸς τὸν Μακαριότατο Πατριάρχη Ἱεροσολύμων καὶ τὴν Ὀργανωτικὴ Ἐπιτροπὴ τοῦ παρόντος Συνεδρίου γιὰ τὴν πρόσκληση συμμετοχῆς μου σ' αὐτὸ ὡς ὀμιλητή. Εἶναι μέγιστη τιμὴ γιὰ μένα νὰ προσφέρω ὁποιαδήποτε ὑπηρεσία στὴν Ἐκκλησία τῶν Ἱεροσολύμων καὶ στὸν καταξιωμένο Πατριάρχη της κ.κ. Θεόφιλο. Τὸν Μακαριότατο γνώρισα ἐδῶ καὶ ἀρκετὰ χρόνια καί, μαζὶ μὲ ἐκεῖνον γνώρισα καὶ πολλοὺς ἄλλους ἐκλεκτοὺς καὶ ἀφοσιωμένους ἑλληνορθόδοξους ἁγιοταφῖτες ἀδελφοὺς ποὺ θυσίασαν τὴν ζωή τους στὴν διακονία τῆς Ἐκκλησίας στὴν Ἁγία Γῆ καὶ στὴν διαφύλαξη τῶν παναγίων προσκυνημάτων ποὺ καθαγίασε ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς μὲ τὴν παρουσία του καὶ συνεχίζουν νὰ καθαγιάζονται ἀπὸ τὸ Πανάγιο Πνεῦμα καὶ νὰ ἁγιάζουν τοὺς πιστοὺς προσκυνητὲς ποὺ τὰ ἐπισκέπτονται. Εἶμαι ἰδιαίτερα εὐτυχὴς γιατὶ συμμετέχω κι ἐγὼ μέσω τοῦ Συνεδρίου αὐτοῦ στὴν πρωτοβουλία τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων νὰ προβάλλει μὲ ἰδιαίτερο τρόπο τὴν διακονία του μὲ τὸν Μὴ Κυβερνητικὸ Ὀργανισμὸ «Ρωμηοσύνη».

Ἐπίσης, ἐπιθυμῶ νὰ ἐκφράσω τὴν ἰδιαίτερη χαρά μου διότι, μὲ τὴν εὐκαιρία τοῦ παρόντος Συνεδρίου, παρευρίσκομαι καὶ πάλι στὴν πατρῶα γῆ τῆς ἀθάνατης Ἑλλάδας ὅπου γεννήθηκα καὶ πρωτοεῖδα τὸ φῶς τὸ αἰσθητὸ καὶ τὸ φῶς τὸ ἄκτιστο τῆς θείας χάρης τοῦ Κυρίου, ἀλλὰ καὶ ἀνδρώθηκα καὶ ἔμαθα τὰ πρῶτα ἑλληνικὰ καὶ χριστιανικὰ γράμματα μὲ τὰ ὁποῖα ἀπόκτησα τὴν ἑλληνορθόδοξη ταυτότητά μου. Ἡ πραγματοποίηση τοῦ Συνεδρίου τούτου ἐδῶ στὴν ἐλεύθερη Ἑλληνικὴ γῆ εἶναι ἀτράνταχτη ἔνδειξη ὅτι ἡ οἰκουμενικὴ ἀποστολὴ τοῦ Ἑλληνισμοῦ δὲν εἶναι καθόλου τελειωμένη ὑπόθεση, παρὰ τὶς ἐρινύες ποὺ στριγκλίζουν στὴν δίνη τῆς οὐτοπικῆς παγκοσμιοποίησης τοῦ σύγχρονου ἐκκοσμικευμένου κατεστημένου.

Ἡ παρούσα συγκυρία μὲ ὠθεῖ νὰ ἐπαναλάβω αὐτὸ ποὺ τονίζω στοὺς φοιτητές μου στὸ ἐξωτερικό: ὅτι στὴν σημερινὴ Ἑλλάδα δὲν εἶναι μόνο ὁ κλασσικὸς Ἑλληνισμὸς μὲ τὸν Μεγαλέξανδρο ποὺ ἐπιβιώνει, ἀλλὰ καὶ ὁ μαρμαρωμένος πιστὸς Βασιλιὰς τῆς Ἑλληνορθόδοξης Ρωμανίας, ὁ Κωνσταντῖνος Δράγας, ὁ Παλαιολόγος, ποὺ ξαναγεννιέται τοπικὰ καὶ πολιτισμικὰ στὶς Ἑλληνορθόδοξες παροικίες τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Εἶμαι ἀπόλυτα πεπεισμένος ὅτι ἡ Ἑλλάδα ἀναστήθηκε γιὰ νὰ συνεχίσει τὴν ἀποστολὴ τῆς Ρωμανίας, δηλαδὴ τῆς Ἑλληνορθόδοξης Χριστιανικῆς Αὐτοκρατορίας τῆς Νέας Ρώμης, ποὺ ἦταν ἡ ἱστορικὴ ἀνάδειξη καὶ θεσμικὴ θεμελίωση τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, τῆς ἀδιαίρετης Ἐκκλησίας τῶν ἁγίων Μαρτύρων, τῶν Πατέρων, τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, δηλαδὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τὴν ὁποίαν ἀπαρτίζουν τὰ Πρεσβυγενῆ Πατριαρχεῖα καὶ οἱ νεώτερες αὐτοκέφαλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, στὶς ὁποῖες περιλαμβάνεται καὶ ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδας.

Σήμερα ὅμως, εὑρίσκομαι ἐδῶ σὰν Ἕλληνας τῆς Διασπορᾶς καὶ κληρικὸς τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, προσκυνητὴς καὶ ὀφικιάλιος τῆς Σιωνίτιδος Ἐκκλησίας, πανεπιστημιακὸς καθηγητὴς Θεολογίας πρῶτα στὴν Ἀγγλία καὶ ἐν συνεχείᾳ στὴν Ἀμερικὴ γιὰ 35 συναπτὰ ἔτη, μόνιμος κάτοικος ἐξωτερικοῦ ποὺ ἐπισκέφθηκα πολλὰ πανεπιστήμια καὶ ἔλαβα μέρος σὲ δεκάδες συνέδρια καὶ θεολογικοὺς διάλογους μὲ τὴν διπλὴ ἰδιότητά μου, τὴν ἀκαδημαϊκὴ καὶ τὴν ἐκκλησιαστική, στὴν Εὐρώπη, στὴν Ἀμερικὴ καὶ σὲ πολλὰ ἄλλα μέρη τοῦ κόσμου. Εὑρίσκομαι ἐδῶ γιὰ νὰ δηλώσω ὅτι ὄχι μόνο διατήρησα τὴν ἑλληνορθόδοξη ταυτότητά μου, ποὺ ἀπόκτησα στὴν ἑλλαδικὴ γῆ στὴν ὁποία γεννήθηκα καὶ ἀνδρώθηκα, ἀλλὰ καὶ τὴν ἔντυσα μὲ τὴν καλλίτερη φορεσιά της, τὴν «ρωμαίικη». Ἔγινα, δηλαδή, πολὺ πιὸ Ἕλληνας, πολὺ πιὸ Ὀρθόδοξος, Ρωμιὸς μὲ τὴν καλλίτερη, τὴν δυνατότερη, τὴν εὐρύτερη σημασία τῆς λέξης.

Τὴν φορεσιὰ τῆς Ρωμηοσύνης τὴν ἀπόκτησα στὴν Ἑλληνορθόδοξη Διασπορά, ἀλλά, ὅσο παράξενο καὶ ἂν ἀκούγεται αὐτό, τὴν πῆρα ἀπὸ τὰ Πρεσβυγενῆ ἢ Παλαίφατα Πατριαρχεῖα τῆς Ρωμηοσύνης, μὲ τὰ ὁποῖα συνδέθηκα μέσω τῆς Διασπορᾶς. Ἡ Διασπορὰ μὲ ἔστειλε στὰ Πατριαρχεῖα τῆς Ρωμιοσύνης καὶ τὰ Πατριαρχεῖα μὲ ξανάστειλαν πίσω στὴ Διασπορὰ γιὰ προσφορότερη καὶ οἰκουμενικότερη διακονία. Πῶς ἔγινε αὐτό;

Ἀπὸ τὸ Πρωτόθρονο Πατριαρχεῖο τῆς Ρωμηοσύνης, τὴν Ἐκκλησία τῆς Νέας Ρώμης, ποὺ σήμερα συνεχίζει νὰ σταυρώνεται ἀλύπητα στὸ ἱστορικὸ κέντρο του, τὴν Κωνσταντινούπολη, ἀλλὰ «χάριτι θείᾳ» νὰ ἀνασταίνεται μὲ τὶς Μητροπόλεις του καὶ τὶς ἱερὲς μονές του στοὺς τέσσερις ὁρίζοντες τῆς οἰκουμένης καὶ νὰ συνεχίζει τὸν ἡγετικὸ πνευματικὸ ρόλο του καὶ ἐντὸς καὶ ἐκτὸς τῆς Μίας Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκληςίας, ἔλαβα τὴν ἱεροσύνη καὶ τὴν εὐλογία νὰ ὑπηρετήσω σὲ πάμπολλες τοπικὲς καὶ οἰκουμενικὲς ἀποστολές. Στὸ Φανάρι, ὅπου βρέθηκα πολλὲς φορές, βρῆκα τὸν παλμό, τὸ φρόνημα καὶ τὸ μεγαλεῖο τῆς Ρωμηοσύνης, δηλαδὴ τῆς ἑλληνορθόδοξης Χριστιανικῆς παράδοσης τῆς Ρωμανίας (δηλ. τῆς Χριστιανικῆς Αὐτοκρατορίας τῆς Νέας Ρώμης) ποὺ ἀνάδειξε ἡ Ἐκκλησία τοῦ Παμβασιλέα Χριστοῦ στὸ ἱστορικὸ γίγνεσθαι τοῦ κόσμου σὰν τὴν αὐθεντικότερη καὶ κλασσικὴ περίοδο τῆς χριστιανικῆς ἱστορίας τῆς ἀνθρωπότητας (τὴν χρυσή, τὴν βυζαντινὴ χιλιετηρίδα, ὅπως τὴν λένε σήμερα οἱ μελετητές). Οἱ ἐμπειρίες ποὺ ἔχω ἀποθησαυρίσει ἀπὸ τὶς ἐπισκέψεις μου στὴν Μεγάλη τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία, ἀποτελοῦν ἀνεξάντλητη πηγὴ ἀνεφοδιασμοῦ γιὰ τὴν διακονία μου στὴν Διασπορά.

Ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο τῶν Ἱεροσολύμων, τὴν Ἐκκλησία τῆς Νέας Σιών, τὴν ὁποία θεμελίωσε ὁ Κύριος μὲ τὴν παρουσία Του, μυήθηκα στὸ θαυματουργικὸ μυστήριο τοῦ Παναγίου Τάφου καὶ τῆς Ἁγίας Γῆς ποὺ ἐκπέμπει τὸ ἅγιο Φῶς. Ἐκεῖ εἶδα «ἰδίοις ὅμμασι» καὶ ψηλάφισα «ἰδίοις χερσὶ» τὸ ἱστορικὸ πνευματικὸ ὑπόβαθρο τῆς Ρωμηοσύνης, καὶ ἔμαθα νὰ ὑπηρετῶ ἐκεῖ ποὺ μὲ ἔταξε ὁ Θεὸς ὡς Ταξιάρχης τοῦ Παναγίου Τάφου στὶς εἰδικὲς ἀποστολὲς ποὺ μοῦ ἀνέθεσε ἡ Μεγάλη Ἐκκλησία καὶ νὰ σηκώνω ὑπομονετικὰ καὶ ἀγόγγυστα τὸ δικό μου σταυρό, σὰν ἕνας ἀπὸ τοὺς ἀμέτρητους Ὀρθόδοξους προσκυνητὲς ποὺ περνοῦν ἀδιάκοπα ἀπὸ τὸ πανίερο τοῦτο Βῆμα τῆς Ὀρθοδοξίας. Ὅταν ἐπισκέφθηκα γιὰ πρώτη φορὰ τὴν Ἁγία Γῆ καὶ γνώρισα τὸν ἀγώνα καὶ τὶς θυσίες πολλῶν Ἁγιοταφιτῶν ἀδελφῶν εἶπα στὸν τότε Πατριάρχη κ. Διόδωρο πὼς θὰ ἤθελα νὰ εἶχα 100 γιοὺς γιὰ νὰ τοὺς φέρω ὅλους στὰ ἱερὰ προσκυνήματα καὶ νὰ διακονήσουμε μαζὶ τὴν μητέρα Σιών.

Ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο τῆς Ἀντιόχειας, ἀπὸ τὸ ὁποῖο λάβαμε ἀρχικὰ τὸ ὄνομα Χριστιανοί, ἔμαθα κυρίως σὰν προσκυνητὴς καὶ ἐπισκέπτης καθηγητὴς στὴν Μπελεμέντιο Θεολογικὴ Σχολὴ ὅτι ὅσες ἐξωτερικὲς ἀλλαγὲς καὶ δοκιμασίες καὶ ἂν προκάλεσε στὸ διάβα της ἡ ἱστορία, ἡ Ἐκκλησία παραμένει ἀναλλοίωτη στὸ φρόνημά της καὶ στὶς ἐπάλξεις της, γιατὶ οἱ δοκιμασίες, οἱ πικρίες καὶ οἱ διχασμοὶ τὴν ἐξαγνίζουν καὶ τὴν ἀποστέλλουν στὴν ἱερὴ πορεία της μὲ μεγαλύτερη καὶ αὐθεντικότερη ἀποφασιστικότητα. Στὸ Λίβανο, καὶ στὴν Συρία, εἶχα ἐμπειρίες ἀνείπωτες. Εἶδα τὴν αὐθεντικότητα τῆς ἑλληνορθόδοξης Ρωμηοσύνης νὰ μιλάει ἑλληνικά, ἀραβικά, ἀραμαϊκά, συριακά, γαλλικά, ἀγγλικὰ μὲ ἀπερίγραπτη ἁρμονικότητα καὶ πρωτόγνωρη οἰκουμενικότητα.

Ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο τῆς Ἀλεξάνδρειας, τῆς ὁποίας οἱ μεγάλοι πατέρες Ἀθανάσιος καὶ Κύριλλος, θεμελίωσαν τὰ κύρια δόγματα τῆς Ὀρθόδοξης πίστης, μυήθηκα στὴν ἁγιοπατερικὴ θεολογικὴ (δογματικὴ) παράδοση, ἡ ὁποία εἶναι ἡ μόνη παράδοση ποὺ ἐγγυᾶται καὶ διαφυλάττει τὸ ἀδιαίρετο δίπτυχο ὀρθοπραξίας καὶ ὀρθοδοξίας τὸ ὁποῖο παρέδωσε ὁ ἴδιος ὁ Ἐναθρωπήσας Θεὸς στὸ Ἱερὸ τετράμορφο Εὐαγγέλιο καὶ κήρυξαν οἱ πνευματοφόροι ἅγιοι ἀπόστολοι («Ὅπερ ὁ Χριστὸς παρέδωκεν, οἱ Ἀπόστολοι ἐκήρυξαν καὶ οἱ Πατέρες ἐφύλαξαν» -κατὰ τὸν μέγα Ἀθανάσιο). Ὁ μέγας Ἀθανάσιος, μὲ τὰ συγγράμματα τοῦ ὁποίου ἀσχολήθηκα ἰδιαίτερα, μὲ δίδαξε τὸ κριτήριο τῆς Ρωμηοσύνης ποὺ εἶναι ἡ «συναλληλία», τὸ ἀλληλοσυμπλήρωμα τῆς κοσμικῆς ἐξουσίας τοῦ κράτους καὶ τῆς πνευματικῆς ἐξουσίας τῆς Ἐκκλησίας ποὺ ὑπάγονται καὶ οἱ δύο στὸν Παμβασιλέα Χριστό. Στὶς δύο περίφημες ἀπολογίες του ἐξήγησε ἀντίστοιχα ὅτι ὁ Ρωμαῖος αὐτοκράτορας μεταμορφώνεται ἢ σὲ «δέκατο τρίτο τῶν ἀποστόλων», ἢ σὲ «ἀντίχριστο» ὅταν, μὲ βάση τὸ ἀνωτέρω κριτήριο τῆς συναλληλίας, ἢ ὑποστηρίζει τὴν Ἐκκλησία ἐνάντια στὴν αἵρεση ἢ τὴν αἵρεση ἐνάντια στὴν ὀρθόδοξη πίστη. Ἡ Ἀλεξάνδρεια, σὰν ἱστορικὰ δεύτερο κατὰ τὰ πρεσβεῖα κέντρο τῆς Ρωμηοσύνης, ἀγωνίζεται καὶ μεγαλουργεῖ σήμερα στὴν πονεμένη ἤπειρο τῆς Ἀφρικῆς μὲ τὶς ἱεραποστολές της καὶ ἐμπνέει μὲ τὴν ἁγιοπατερική της παράδοση καὶ τὴν καταξιωμένη αἰγυπτιώτικη διασπορά της τὸ ἔργο τῆς οἰκουμενικῆς Ὀρθοδοξίας.

Στοὺς Πατριάρχες καὶ Ἀρχιερεῖς ποὺ φοροῦν σήμερα τὸ στέμμα τοῦ μαρμαρωμένου βασιλιὰ τῆς Ρωμηοσύνης στὰ ἱστορικὰ κέντρα της καὶ στὶς λοιπὲς καθέδρες τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στὶς χῶρες ποὺ ἁγίασε ἡ Ὀρθοδοξία ἀλλὰ καὶ στὴν παγκόσμια Ἑλληνορθόδοξη Διασπορά, στὶς προσευχὲς καὶ ἀγρυπνίες τῶν ὀρθοδόξων ἀσκητῶν στὰ ἱστορικὰ κέντρα τῆς ὀρθόδοξης πνευματικότητας καὶ στὰ νεώτερα τῆς Διασπορᾶς, καὶ στὴν ἀγωνία τοῦ πιστοῦ Ὀρθόδοξου λαοῦ γιὰ τὴν διατήρηση τῆς Ὀρθοδοξίας τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς σωστικῆς ἀποστολῆς της στὸν κόσμο, ποὺ προσέρχεται μὲ τὸ κερὶ καὶ τὸ λιβάνι γιὰ νὰ συμμετάσχει στὴν ἱερότερη λειτουργικὴ πράξη τῆς ἀνθρωπότητας, τὴν Θεία Εὐχαριστία, βρῆκα τὴν χρυσὴ παράδοση τῆς Ρωμηοσύνης, τοῦ ἑλληνορθόδοξου Χριστιανικοῦ πληρώματος ποὺ ντύνεται καὶ μὲ δόξα καὶ ταπείνωση γιὰ νὰ φανερώσει καὶ νὰ οἰκειοποιηθεῖ τὸ μεγαλεῖο τῆς αἰώνιας σωτηρίας ποὺ χάρισε στὸν κόσμο ἡ θεία καὶ ἔνσαρκη οἰκονομία, δηλ. ἡ ἐν Χριστῷ Βασιλείᾳ τῆς Μίας, Ἁγίας, ὁμοουσίου καὶ ζωοποιοῦ Τριάδος.

Τὸ παρὸν συνέδριο, ἀναφερόμενο στὴν Ρωμηοσύνη, μοῦ παρέχει τὴν εὐκαιρία νὰ καταθέσω τὴν προσωπική μου μαρτυρία σὰν μιὰ σύγχρονη ἀπόδειξη ὅτι, ὅπως τὸ εἶπε ὁ ποιητής, «Ἡ Ρωμανία κι ἂν πέρασε, ἀνθεῖ καὶ φέρει κι ἄλλο». Ἤδη δήλωσα ὅτι ἡ δική μου ταυτότητα εἶναι ἑλληνορθόδοξη ἀλλὰ μὲ ρωμαίικη χροιά, ἢ ρωμαίικο ἔνδυμα, ποὺ ἀπόκτησα ἢ συνειδητοποίησα στὸ ἐξωτερικό, στὴν Ἑλληνορθόδοξη Διασπορά. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ Ρωμηοσύνη εἶναι σήμερα οἰκουμενικὰ ἐξαπλωμένη στὴν Ἑλληνορθόδοξη Διασπορὰ καὶ ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία συνεχίζει νὰ εἶναι ἡ κιβωτὸς τῆς σωτηρίας τοῦ ἑνὸς πολυεθνικοῦ γένους τῶν Ὀρθοδόξων.

Στὴν σύγχρονη Ἑλληνορθόδοξη Διασπορὰ βρέθηκα ἀντιμέτωπος μὲ ἀμεσότερο τρόπο καὶ σὲ κάθε τοπικὸ ἐπίπεδο μὲ ὅλο τὸ φάσμα τοῦ ἑλληνορθόδοξου κόσμου, δηλαδή, ὄχι μόνο μὲ τὸν τοπικὸ ἑλληνισμὸ τοῦ σύγχρονου ἑλληνικοῦ κράτους, ἀλλὰ μὲ τὸν εὐρύτερο ἑλληνισμὸ τῶν «χαμένων πατρίδων» τῶν Ἑλληνορθόδοξων Ρωμιῶν ποὺ ξεριζώθηκε ἀπὸ τὶς μακροχρόνιες καὶ ἱστορικὲς ἑστίες του στὸν γεωγραφικὸ χῶρο τῆς Ρωμανίας καὶ διασπάρθηκε στὴ Δυτικὴ Εὐρώπη, στὴν Ἀμερική, στὴν Αὐστραλία καὶ σὲ ὅλο τὸν κόσμο λόγω ἱστορικῶν συγκυριῶν, καὶ μάλιστα τῶν πολεμικῶν καὶ πολιτικῶν ἀνακατατάξεων κατὰ τὴν διάρκεια τῶν τελευταίων δύο αἰώνων (19ου καὶ 20ου).

Ἔτσι, σὰν ἀπόδημος Ἕλληνας ἔμαθα νὰ ξεπερνῶ τοὺς ὅποιους τοπικιστικοὺς καὶ στενοὺς ἐθνικιστικοὺς φραγμοὺς καὶ νὰ γίνομαι οἰκουμενικὸς καὶ ὑπερεθνικός. Μὲ ἄλλα λόγια ἔμαθα νὰ εἶμαι ἑλληνορθόδοξος Ρωμηὸς γιατὶ ἔμαθα νὰ διαπνέομαι ἀπὸ τὰ εὐρύτερα δυνατὰ (πανανθρώπινα) πολιτισμικὰ κριτήρια, τὰ ὁποῖα ἀγκαλιάζουν ὅλους ὅσους ἐμφοροῦνται ἀπὸ τὴν ἑλληνορθόδοξη χριστιανικὴ παράδοση τῆς Ρωμανίας, δηλ. τοῦ Ἑλληνορθόδοξου, Ρωμαϊκοῦ ἢ Βυζαντινοῦ κράτους -ὅπως τὸ ἀποκαλοῦν μερικοὶ -τὸ ὁποῖο γιὰ χίλια τόσα χρόνια (ἀπὸ τὴν ἵδρυση τῆς Νέας Ρώμης μέχρι τὴν ἅλωσή της τὸ 1453) κυριαρχοῦσε στὴν παγκόσμια ἱστορία. Αὐτὴ ἡ παράδοση πρόβαλε ἕνα Θεόδοτο καὶ οἰκουμενικὸ πολιτισμὸ ποὺ εἶχε σὰν πρωταρχικὴ προοπτική του τὴν πνευματικὴ ἑνοποίηση ὅλων τῶν λαῶν μέσω τῆς Ἐκκλησίας. Σ' αὐτὴν στρέφονται σήμερα μὲ δέος καὶ μὲ ἀφάνταστη ἐπιστημονικὴ φροντίδα οἱ ἱστορικοὶ τῆς Δύσης, οἱ Βυζαντινολόγοι, οἱ ἱστορικοὶ τῆς τέχνης, οἱ ἐπιστήμονες. Στὴν Ἑλληνορθόδοξη Διασπορὰ ἔμαθα ὅτι ἂν καὶ ἡ Ρωμανία -σὰν πολιτικὴ σφαίρα ἐπιρροῆς πέρασε, ἐντοῦτοις σὰν πνευματικὴ πολιτισμικὴ παράδοση συνεχίζει νὰ ἀνθίζει καὶ νὰ καρποφορεῖ σὰν ἐλπιδοφόρα ἑνοποιητικὴ πνευματικὴ δύναμη. Δηλαδὴ συνεχίζει τὸ ἔργο της σὰν Ἑλληνορθόδοξη ὁμογένεια, σὰν οἰκουμενικὴ Ρωμηοσύνη.

Στὴν σύγχρονη Ἑλληνικὴ Διασπορὰ ἀντικρίζει κανεὶς σήμερα Ἑλληνορθόδοξους ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη, τὴν Μικρὰ Ἀσία, τὴν Μέση Ἀνατολή, τὰ Βαλκάνια, τὴν Ρωσία, δηλαδὴ Ἕλληνες ποὺ εἶναι συνειδητὰ πολιτογραφημένοι ὡς ρωμιοὶ ἑλληνορθόδοξοι χριστιανοὶ ἄσχετα μὲ τὴν χώρα τῆς προέλευσής τους. Στὶς ἐνορίες στὶς ὁποῖες ὑπηρέτησα καὶ ὑπηρετῶ ἱερατικά, εἶχα καὶ ἔχω σὰν μέλη Ρωμιοὺς Ὀρθόδοξους ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη καὶ τὴν Ἀνατολικὴ Θράκη, τὴν Τραπεζούντα καὶ τὶς ἄλλες Ποντιακὲς πόλεις, τὴν Καισαρεία τῆς Καππαδοκίας, τὴν Σμύρνη καὶ τὶς Δυτικὲς πόλεις τῆς Ἰονικῆς γῆς τῆς Μ. Ἀσίας, τὴν Βηρυτό, τὴν Δαμασκὸ καὶ τὶς ἄλλες πόλεις τῆς Συρίας, τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ τὴν ἁγία Γῆ τῆς Παλαιστίνης, τὴν μαρτυρικὴ Κύπρο, τὴν Κρήτη καὶ τὰ ἑλληνικὰ νησιά, τὴν Ἀλεξάνδρεια, τὴν Αἰθιοπία, τὶς Ἑλληνικὲς παροικίες τῆς Ἀζοφικῆς, τὴν Κωστάντζα τῆς Ρουμανίας, τὴν Βάρνα, τὴν Μεσημβρία καὶ τὶς ἄλλες περιοχὲς τῆς Ἀνατολικῆς Ρωμυλίας τῆς σημερινῆς Βουλγαρίας, τὴν Βόρεια Ἤπειρο τῆς σημερινῆς Ἀλβανίας, τὴν Μακεδονία. Ὁ κατάλογος εἶναι τόσο ἐντυπωσιακός, ὅσο καὶ ἀτέλειωτος. Οἱ ἱστορικὲς μνῆμες τῶν ὁμογενῶν ἀποτελοῦν ἕνα ἀνεκτίμητο θησαυρό, καὶ μιὰ ἐποποιία χωρὶς προηγούμενο ποὺ φανερώνει τὸ διαχρονικὸ μεγαλεῖο καὶ τὴν διαχρονικὴ ἀποστολὴ τοῦ ἑλληνισμοῦ. Μὲ ὅλους αὐτοὺς συμμερίστηκα καημούς, ἀγωνίες, ἱστορικὴ μνήμη, ἀπόμακρη καὶ πρόσφατη, σθένος καὶ λεβεντιά, γενναιότητα καὶ ἐλευθεροφροσύνη.

Ἔτσι ἡ ταυτότητά μου ἔγινε ἀνεπίστρεπτα ὑπερεθνικὴ καὶ κυριολεκτικὰ οἰκουμενική. Ἔγινα πέρα γιὰ πέρα ρωμηὸς γιατὶ ἐμπεδώθηκε μέσα μου ἡ συνείδηση ὅτι ἡ ταυτότητά μου δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ εἶναι ἑλληνορθόδοξη ρωμαίικη καὶ ὄχι ἁπλῶς ἑλληνική. Συνειδητοποίησα ὅτι ἡ ἀναφορά μου εἶναι τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο τῆς Νέας Ρώμης, τῆς Κωνσταντινούπολης, τὸ ὁποῖο μαζὶ μὲ τὰ Πρεσβυγενῆ, ἢ Παλαίφατα Πατριαρχεῖα ἀποτελεῖ τὸν πυρήνα τῆς ἀκατάλυτης Ἑλληνορθόδοξης παράδοσης, τῆς Ρωμηοσύνης, ἀπὸ τὴν ὁποίαν γεννήθηκαν καὶ στὴν ὁποία ἀνήκουν ὅλες οἱ νεώτερες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες - οἱ Αὐτοκέφαλες καὶ οἱ Αὐτόνομες, ὅπως ὀνομάζονται σήμερα μὲ τοὺς Ὀρθόδοξους λαούς τους - ποὺ ἀποτελοῦν τὴν Μία, Ἁγία, Καθολική, καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.

Ἡ σημερινὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἡ πραγματικὴ κληρονόμος τῆς Ρωμηοσύνης, ἐφ' ὅσον καὶ καθ' ὅσον παραμένει μία, ἀδιαίρετη καὶ ὑπερεθνικὴ κοινωνία Ἐκκλησιῶν ποὺ ἀκολουθοῦν τὴν ἑλληνορθόδοξη παράδοση τῆς ἱστορικῆς Ρωμηοσύνης καὶ ἀποτελοῦν τὴν συνεχιζόμενη ζῶσα παρουσία της στὴν περιρρέουσα πραγματικότητα τοῦ σύγχρονου κόσμου. Ὁ μεγάλος καθηγητής μου π. Γεώργιος Φλορόσκυ, ρῶσος κατὰ τὴν ἐθνική του καταγωγή, τὸ ἔλεγε μὲ ἔμφαση στὶς διαλέξεις του: «Σὰν Χριστιανοὶ Ὀρθόδοξοι εἴμαστε ὅλοι Ἕλληνες. Ὄχι ἁπλῶς Ἕλληνες μὲ τὴν ἀρχαία, κλασσικὴ ἔννοια, ἀλλὰ μὲ τὴν ἑλληνορθόδοξη, δηλ. μὲ τὸν ἑλληνισμὸ ποὺ βαπτίστηκε ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους καὶ τοὺς Πατέρες στὸν Χριστό, στὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καὶ ἔγινε ἡ οἰκουμενικὴ βάση τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας ποὺ περιλαμβάνει πολλοὺς λαοὺς καί, «δυνάμει», ὁλόκληρο τὸν κόσμο». Ἐννοοῦσε, φυσικά, τὴν ἑλληνορθόδοξη Ρωμιοσύνη. Σὲ κάποιο μάθημά του στὸ πανεπιστήμιο τοῦ Πρίνστον, εἶπε ὁ σοφὸς καθηγητὴς μὲ ἄκρα σοβαρότητα καὶ τὸ ἑξῆς: «Ἐὰν οἱ Ρῶσοι καὶ οἱ Ἀμερικάνοι δὲν γίνουν Ἕλληνες δὲν θὰ σωθοῦν οὔτε αὐτοί, οὔτε ὁ κόσμος!» Καὶ πρόσθεσε, ἀπευθυνόμενος σὲ μένα: «Καταλαβαίνεις τί ἐννοῶ. Ἐννοῶ ἂν δὲν γίνουν Ἑλληνορθόδοξοι Χριστιανοί». Σήμερα στὴν Διασπορὰ γίνεται μεγάλη συζήτηση στοὺς θεολογικοὺς κύκλους γύρω ἀπὸ τὸ τί ἐννοοῦσε ὁ Φλορόφσκυ μιλώντας γιὰ τὴν σύγχρονη ἀνάγκη «νεοπατερικῆς σύνθεσης».
Μακαριότατε,
Ἅγιοι Ἀρχιερεῖς,
Ἱερεῖς,
Ἑλληνορθόδοξοι Ἀδελφοὶ
Πιστεύω ὅτι ἡ «νεοπατερικὴ σύνθεση» τοῦ ἀείμνηστου πατρὸς Φλορόφσκυ ἀναφέρεται στὴν πνευματικὴ/πολιτισμικὴ ἀνασυγκρότηση τῆς σύγχρονης διευρυμένης, ἑλληνορθόδοξης Ρωμηοσύνης, ἡ ὁποία πρέπει νὰ συνεχίσει νὰ εἶναι ὑπερεθνικὴ καὶ οἰκουμενικὴ καὶ νὰ περιλαμβάνει ὅλους τοὺς Ὀρθόδοξους λαοὺς καὶ τὴν Ὀρθόδοξη Διασπορὰ ποὺ εἶναι ἐγκατεσπαρμένη σὲ ὁλόκληρο τὸν κόσμο. Αὐτῆς τῆς διευρυμένης Ρωμηοσύνης ἡ βάση θὰ πρέπει νὰ συνεχίσει νὰ εἶναι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία τῆς ἱστορικῆς Ρωμηοσύνης, τῶν Πρεσβυγενῶν καὶ Παλαίφατων Πατριαρχείων τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, καὶ τῆς κοινῆς ὀρθόδοξης κληρονομιᾶς της. Αὐτὸ ἄλλωστε εἶναι καὶ τὸ ζητούμενο τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Πανορθόδοξης Συνόδου ἡ προετοιμασία τῆς ὁποίας ἐπανέρχεται καὶ πάλιν στὸ ἱστορικὸ προσκήνιο.

Τὸ σημερινὸ διευρυμένο σχῆμα τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας περιλαμβάνει: 1ον) τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο τῆς Νέας Ρώμης, τῆς Κωνσταντινούπολης, καὶ τὰ ἄλλα τρία Πρεσβυγενῆ Πατριαρχεῖα, τῆς Ἀλεξάνδρειας, τῆς Ἀντιόχειας καὶ τῶν Ἱεροσολύμων, 2ον) τὰ Νεοπαγῆ Πατριαρχεῖα, Μόσχας (1593), Σερβίας (1897), Ρουμανίας (1925), Βουλγαρίας (1961), Γεωργίας (1991), καὶ 3ον) τὴν Αὐτοκέφαλη Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία τῆς Κύπρου καὶ τὶς νεοπαγεῖς Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες, τῆς Ἑλλάδας (1850), τῆς Πολωνίας (1927), τῆς Ἀλβανίας (1937), καὶ τῶν χωρῶν Τσεχίας καὶ Σλοβακίας (1998). Τὸ ζητούμενο ὅμως εἶναι πῶς θὰ διατηρηθεῖ ἀναλλοίωτη καὶ ἀδιαίρετη ἡ ἑλληνορθόδοξη παράδοση τῆς Ρωμηοσύνης στὴν σύγχρονη Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία χωρὶς νὰ ἐπηρεαστεῖ ἡ σύγχρονη διεύρυνσή της ἀπὸ τὴν περιρρέουσα πολιτισμικὴ κατάσταση ἡ ὁποία ἔχει προβληματικὸ χαρακτήρα ἐξ αἰτίας τῆς ἐκκοσμικευμένης προοπτικῆς της. Γιὰ νὰ ἐπιτευχθεῖ τὸ ζητούμενο αὐτὸ θὰ πρέπει τὰ νεοπαγῆ πατριαρχεῖα καὶ οἱ νεοπαγεῖς αὐτοκέφαλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες νὰ συνεχίσουν τὴν ἁγιοπατερικὴ ἱερὴ παράδοση τῆς ὀρθοδόξου πίστεως καὶ τάξεως τῶν πρεσβυγενῶν Πατριαρχείων καὶ νὰ τὴν διατηρήσουν ἀπαραχάρακτη καὶ ἀπόλυτα συνεπῆ στὶς θεόδοτες καταβολές της καὶ στὴν ἁγιοπνευματικὴ ἱστορικὴ πορεία της.
Δυστυχῶς ὅμως, αὐτὸ δὲν εἶναι τόσο αὐτονόητο σήμερα, διότι οἱ πολιτικὲς μεταβολὲς ποὺ ἐπῆλθαν μετὰ τὴν κατάλυση τῆς Ρωμανίας, τόσον στὸν γεωγραφικὸ χῶρο τῆς ἐπιρροῆς της ὅσον καὶ στὸ εὐρύτερο πολιτικὸ χῶρο, προκάλεσαν τὴν ἐμφάνιση νέων κινδύνων ποὺ ἀπείλησαν τὴν ἀλλοίωση τοῦ φρονήματος τῶν ὀρθοδόξων λαῶν καὶ τὴν ἀκεραιότητα τῆς ἐσωτερικῆς των πολιτισμικῆς παράδοσης. Οἱ κίνδυνοι αὐτοὶ ἔγιναν ἰδιαίτερα αἰσθητοὶ κυρίως κατὰ τὴν διάρκεια τῶν δύο τελευταίων αἰώνων μὲ τὴν ἐμφάνιση νέων πολιτικῶν καὶ πολιτισμικῶν ἀνασχηματισμῶν, οἱ ὁποῖοι προκάλεσαν τὴν ἵδρυση νεοπαγῶν κρατῶν καὶ αὐτοκέφαλων ἐκκλησιῶν ἀνάμεσα στοὺς ὀρθοδόξους λαοὺς ποὺ προκάλεσαν ἀντιπαραθέσεις καὶ ἀλληλοσυγκρούσεις, δηλαδὴ στὴν σύγχρονη διευρυμένη Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ στὴν σύγχρονη διασπορά της. Ἡ ἱστορία τῶν ἐξελίξεων αὐτῶν εἶναι γνωστὴ καὶ δέν θὰ ἀναφερθῶ σ' αὐτήν. Θέλω ὅμως νὰ ἐπισημάνω τὰ σύγχρονα ρεύματα τοῦ φυλετισμοῦ, τοῦ ἐθνισμοῦ καὶ τῶν ἄλλων σύγχρονων ἰδεολογικῶν παρεκκλίσεων τῆς ἐκκοσμικευμένης καὶ παγκοσμιοποιημένης πολιτικῆς τῆς ἱστορίας αὐτῆς τὰ ὁποῖα συνεχίζουν νὰ ἀπειλοῦν τὴν ἑλληνοχριστιανικὴ πολιτισμικὴ κληρονομιὰ τῆς Ρωμηοσύνης τῶν Ὀρθοδόξων λαῶν. Ἀπειλεῖται μὲ οὐσιαστικὴ ἀλλοίωση -γιὰ νὰ τὸ ἐκφράσω διαφορετικὰ- τὸ «Βυζάντιο μετὰ τὸ Βυζάντιο», ὅπως ὀνόμασαν τὴν συνεχιζόμενη παρουσία τῆς Ρωμηοσύνης στοὺς Ὀρθόδοξους λαοὺς οἱ νεώτεροι ἱστορικοί. Μιὰ τέτοια ἀλλοίωση θὰ εἶναι καταστρεπτικὴ γιὰ τοὺς Ὀρθόδοξους λαοὺς γιατὶ τοὺς ἀποξενώνει ἀπὸ τὴν ἱστορική τους ταυτότητα καὶ ἡγετικὴ πολιτισμικὴ πορεία καὶ ἀποστολή τους στὸ ἱστορικὸ γίγνεσθαι τοῦ κόσμου. Τὸ ζητούμενο λοιπὸν τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας σήμερα εἶναι ἡ διατήρηση τῶν οἰκουμενικῶν παραδόσεων τῆς Ρωμηοσύνης μέσα στὴ δίνη τῶν σημερινῶν κρίσεων τοῦ κόσμου.

Εἶναι προφανὲς ὅτι ὁ ρόλος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στὸ ζητούμενο αὐτὸ εἶναι κρίσιμος, γιατὶ ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἐξακολουθεῖ νὰ εἶναι ὁ κύριος ἀντιπρόσωπος τῆς Ρωμηοσύνης τόσο στὶς δομές της ὅσο καὶ στὸ περιεχόμενό της. Δὲν πρέπει ἐπουδενὶ λόγω οἱ νεοπαγεῖς Ἐκκλησίες νὰ ἀφήσουν τοὺς λαούς τους νὰ παραδώσουν τὴν οἰκουμενικὴ πολιτισμικὴ καὶ πνευματικὴ κληρονομιά τους, τὰ ἱερὰ καὶ ὅσια τῆς Ρωμηοσύνης, στὴν λαίλαπα μιᾶς παγκοσμιοποίησης ποὺ ἰσοπεδώνει σὲ τελικὴ ἀνάλυση τὸν ἴδιο τὸν ἄνθρωπο ἀφοῦ τὸν ἀποξενώνει ἀπὸ τὴν ἐν Χριστῷ σωτηρία, δηλ. τὴν θεία ἀποκάλυψη καὶ θεανθρώπινη ἱστορία. Ἡ ἑλληνορθόδοξη παράδοση τῆς Ρωμηοσύνης εἶναι ὁ οἰκουμενικὸς χριστιανικὸς πολιτισμὸς τὸν ὁποῖον κληρονόμησαν οἱ Ὀρθόδοξοι λαοὶ καὶ τὸν ὁποῖον χρειάζεται ἰδιαίτερα σήμερα ὁ σύγχρονος κόσμος γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσει τὶς κοσμογωνικὲς κρίσεις ποὺ τὸν συγκλονίζουν. Ἡ ἱστορικὴ ἑνότητα, συνέπεια καὶ συνοχὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἶναι ἕνα πανίσχυρο καὶ θεραπευτικὸ ἀντίδοτο στὸ σημερινὸ προβληματικό, πολιτικὸ καὶ πολιτισμικὸ πλουραλισμό. Αὐτὴν τὴν πνευματικὴ κληρονομιὰ τῆς ρωμηοσύνης πρέπει νὰ διατηρήσουν καὶ νὰ ἀναδείξουν μέσω μιᾶς σύγχρονης «νεοπατερικῆς σύνθεσης» -γιὰ νὰ χρησιμοποιήσω τὸν ὅρο τοῦ σύγχρονου πατέρα τῆς Ὀρθόδοξης Διασπορᾶς, τοῦ καθηγητοῦ μου π. Γεωργίου Φλορόφσκυ- οἱ νεοπαγεῖς Ἐκκλησίες τῶν Ὀρθόδοξων λαῶν στοὺς συγκεκριμένους τόπους τους καὶ στὴν διασπορά τους. Ἔτσι θὰ συνεχίσουν τὴν ἱστορικὴ οἰκουμενικὴ καὶ θεόδοτη ἀποστολή τους προβάλλοντας τὴν αὐθεντικὴ πνευματικὴ καὶ πολιτισμικὴ ἑνότητα καὶ ἀκεραιότητα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στὰ πολιτισμικὰ πλαίσια τῆς σύγχρονης κοινωνίας.

Αὐτὸ ἀκριβῶς φαίνεται ὅτι ἐπιδιώκεται ἀπὸ τὶς σύγχρονες πανορθόδοξες διασκέψεις ἀλλὰ καὶ τὴν ὅλη προσπάθεια τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου νὰ ὀργανώσει τὴν ὀρθόδοξη Διασπορὰ μὲ βάση τὶς κανονικὲς Ἀρχιεπισκοπὲς καὶ Μητροπόλεις τὶς ὁποῖες ἵδρυσε στὸν 20 αἰῶνα τὸ Πρωτόθρονο Πατριαρχεῖο τῆς Ρωμηοσύνης, συνεχίζοντας τὸν ἐθναρχικὸ πολιτισμικὸ ρόλο του, παρὰ τὶς ἐξωτερικὲς ἀντιξοότητες ποὺ δημιούργησε ἡ σύγχρονη ἱστορία. Ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ 20ου αἰώνα μέχρι σήμερα ἵδρυσε τὶς ἑξῆς κανονικὲς Ἀρχιεπισκοπὲς καὶ Ἐξαρχίες: Θυατείρων καὶ Μ. Βρεταννίας (1922), Ἀμερικῆς (1922), Αὐστραλίας (1924), Γαλλίας (1963), Γερμανίας (1963), Αὐστρίας (1963), Σουηδίας (1969), Βελγίου (1969), Ν. Ζηλανδίας (1970), Ἐλβετίας (1982), Ἰταλίας (1991), Τορόντο (1996), Μπουένος Ἄιρες (1996), Μεξικοῦ (1996), Χὸνγκ Κόνγκ (1996), Ἰσπανίας (2003), Κορέας (2004) καὶ Σιγκαπούρης (2008). Δίπλα σ' αὐτὲς ὑπάρχουν βεβαίως καὶ οἱ διάφορες ἐθνικὲς καὶ ἱεραποστολικὲς Μητροπόλεις τὶς ὁποῖες ἵδρυσαν στὴν Διασπορὰ κυρίως τὰ Νεοπαγῆ Πατριαρχεῖα καὶ οἱ νεοπαγεῖς Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες, πολλὲς ἀπὸ τὶς ὁποῖες δὲν ὑπάγονται στὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο. Τὸ θέμα τῆς ἑνότητας καὶ κανονικῆς ἐκκλησιαστικῆς διευθετήσεως τῆς Ὀρθόδοξης Διασπορᾶς εἶναι ἀπὸ τὰ τελευταῖα στὸ θεματολόγιο τῆς προσεχοῦς πανορθόδοξης συνόδου. Θὰ ἔλεγα ὅμως ὅτι εἶναι πρῶτο σὲ σημασία, γιατὶ συνδέεται ἄμεσα μὲ τὴν οἰκουμενικὴ μαρτυρία καὶ ἀποστολὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στὸν σύγχρονο κόσμο. Πιστεύω ὅτι καὶ σήμερα μὲ τὴν χάρη τοῦ Κυρίου τῆς Ἐκκλησίας, θὰ ἐπικρατήσει ἡ πατερικὴ νηφαλιότητα καί, παρὰ τὶς δυσκολίες τὶς ὁποῖες δημιουργεῖ τὸ σύγχρονο πολιτισμικὸ πλαίσιο, θὰ πρυτανεύσει ἡ νεοπατερικὴ σύνθεση τῆς ὀρθόδοξης παράδοσης τῆς Ρωμηοσύνης γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ κόσμου.

Αὐτὸ ἀκριβῶς ἦταν καὶ τὸ μήνυμα τὸ ὁποῖο ἔφερε στὸ παρὸν Συνέδριο ἀπὸ τὸν Πανάγιο Τάφο ὁ Μακαριότατος Πατριάρχης Ἱεροσολύμων κ.κ. Θεόφιλος Γ΄. Ὁ Μακαριότατος τόνισε ἰδιαίτερα τὴν καίρια σχέση τῆς Ρωμηοσύνης μὲ τὴν Ὀρθόδοξη Χριστιανικὴ Ἐκκλησία ἡ ὁποία ἔχει οἰκουμενικὸ καὶ σωτηριολογικὸ χαρακτῆρα καὶ παρ΄ ὅλες τὶς ἱστορικὲς κρίσεις καὶ ἐκκλησιολογικὲς αὐξομειώσεις της. Συνεχίζει εἶπε ὁ Μακαριότατος, καὶ θὰ συνεχίσει τὴν ἱστορικὴ καὶ διαχρονικὴ πορεία της ἡ Ρωμηοσύνη μέχρι τὴν συντέλεια τοῦ κόσμου, γιατὶ ἡ βάση της εἶναι τὸ γεγονὸς τῆς Ἐνσάρκωσης τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ κόσμου ἡ ὁποία ἔλαβε χώρα ἱστορικὰ στὰ Ἱεροσόλυμα.

Πράγματι ἡ Ἐκκλησία ποὺ ἵδρυσε ὁ Χριστὸς στὰ Ἱεροσόλυμα εἶχε τρία κύρια ἱστορικὰ (πολιτισμικὰ θὰ λέγαμε ἴσως σήμερα) χαρακτηριστικὰ ποὺ περιγράφονται συμβολικὰ καὶ περιφραστικὰ στὶς ἐπιγραφὲς τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ ποὺ ἦταν χαραγμένες «γράμμασι ἑλληνικοῖς καὶ ρωμαϊκοῖς καὶ ἑβραϊκοῖς». Ὁ Χριστιανισμὸς βγῆκε μέσα ἀπὸ τὸν Ἰουδαϊσμό, ἀλλὰ τὸ ἱστορικὸ πολιτικὸ καὶ πολιτιστικό του ὑπόβαθρο ἦταν ρωμαίικο-ἑλληνιστικό. Τὸ ἑλληνιστικὸ στοιχεῖο ἀπεδείχθη καίριο γιὰ τὸν Χριστιανισμό, γιατὶ μὲ αὐτὸ ἀνέδειξαν οἱ ἀπόστολοι καὶ οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας τὴν Ἑλληνορθόδοξη οἰκουμενικὴ καὶ ὑπερεθνικὴ Ρωμηοσύνη ἡ ὁποία διασώζεται σήμερα στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ στοὺς Ὀρθόδοξους λαοὺς καὶ στὴν ὁποία ὑπάρχουν ὅλοι οἱ θεόδοτοι πόροι γιὰ μιὰ σύγχρονη καταλλαγὴ καὶ ἀνανέωση τοῦ κόσμου. Ἐπιτρέψτε μου νὰ κλείσω μὲ μιὰ παραλλαγὴ στὰ λόγια τοῦ ποιητῆ: «Ἡ Ρωμανία δὲν πέρασε, ἀνθεῖ καὶ φέρνει κι ἄλλο»!




ΡΩΜΗΟΣΥΝΗ
Powered by active³ CMS - 25/04/2024 1:41:53 μμ