"Η θέωση του ανθρώπου", Αικατερίνης Διαμαντοπούλου,PhD Φιλοσοφίας

Ο Θε­ό­φι­λος Α­ντιο­χεί­ας φαίνεται ότι χρη­σι­μο­ποί­η­σε πρώτος τον όρο θέ­ω­ση, αλ­λά πε­ρι­ορί­ζοντας τη ση­μα­σί­α του σ' αυ­τή της α­θα­νασί­ας[1]. Εξάλλου, ο άγιος Ει­ρη­ναί­ος συ­σχέ­τι­σε την έννοια τής θέωσης με την εν­σάρ­κω­ση του Λό­γου[2]. Ί­σως ο πιο α­να­γνω­ρι­σμέ­νος ό­ρος για τη θέωση προ­έρ­χε­ται απ’ τον Μέγα Αθα­νά­σιο[3]. Στην  καπ­πα­δο­κι­κή θε­ο­λο­γί­α κα­νέ­νας χρι­στια­νός Θε­ο­λό­γος πριν τον άγιο Γρη­γό­ριο δεν χρησι­μο­ποί­η­σε τον ό­ρο θέ­ω­ση με τό­ση ε­πι­μο­νή και συ­χνό­τη­τα· τε­λ­ο­λο­γι­κά, την πή­γε πέ­ρα απ’ τους προ­κα­τό­χους του. Δεν υ­πάρ­χει κα­νέ­να τμή­μα στη γρα­πτή πα­ρα­γω­γή τού Γρη­γο­ρί­ου εί­τε θε­ο­λο­γι­κό, εί­τε χρι­στο­λο­γι­κό, εί­τε σω­τη­ριο­λο­γι­κό, εί­τε δια­λο­γι­κό, εί­τε ποι­μα­ντι­κό ή α­σκη­τι­κό, στο ο­ποί­ο αυ­τή η διαρ­κής έ­γνοια για τη θέ­ω­ση να μην α­πο­τε­λεί το κυρίαρχο μο­τί­βο. Η θέ­ω­ση, γι’ αυτόν, δεν εί­ναι ένας ό­ρος, που μπο­ρεί να ερ­μη­νευ­θεί μέ­σω μιας κατα­φυ­γής σε μη χρι­στια­νι­κούς πα­ραλ­λη­λι­σμούς (ει­δω­λο­λα­τρί­α, λα­τρευ­τι­κή α­πο­θέ­ω­ση, πο­λυ­θε­ϊ­σμό ή παν­θε­ϊ­σμό). Για το Γρη­γό­ριο, η θέ­ω­ση συνιστά μια σχέ­ση με­τα­ξύ Θε­ού και δη­μιουρ­γί­ας. Η θέ­ω­ση εί­ναι ο σκοπός, προς τον ο­ποί­ο ό­λη η δη­μιουρ­γί­α κα­τευ­θύ­νε­ται[4].

Η Σο­φί­α κατέστησε τον άν­θρω­πο ικανό να προ­α­χθεί σταδιακά, να ανορθωθεί και τελικά να θε­ωθεί, ε­νεργώντας ως ε­ντο­λο­δό­χος στην υ­πη­ρε­σί­α τού Θε­ού και της Χάρης Του. Ο Γρηγόριος Νύσσης εννοεί τη θέωση ως τον ύπατο βαθμό κατά Χάρη ένωσης του ανθρώπου με τον Θεό. Με τη θέ­ω­ση η αν­θρώ­πι­νη φύ­ση βρί­σκε­ται σε πλή­ρη κοι­νω­νί­α και αλ­λη­λο­πε­ρι­χώ­ρη­ση με τη Θεί­α[5]. Πά­ντο­τε ο Άγιος υ­πο­στή­ριζε την ποιο­τι­κή διαφορά με­τα­ξύ δη­μιουρ­γή­μα­τος και δη­μιουρ­γού. Οι Browne και Swallow, σχο­λιάζοντας τον Γρη­γό­ριο, παρατηρούν ότι η θέ­ω­ση εί­ναι μια πο­λύ ι­σχυ­ρή έκ­φρα­ση, που ε­ξά­γει την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα και την οι­κειό­τη­τα της έ­νω­σης του Χρι­στια­νού με τον Χριστό ως α­πο­τέ­λε­σμα της α­γιο­ποι­η­τι­κής Χά­ρης, με την ο­ποί­α ό­λοι οι βα­πτισμέ­νοι καθίστανται συμ-­μέ­το­χοι της Θεί­ας φύ­σης[6]. Θέωση, σε τελευταία ανάλυση, ση­μαί­νει υ­ιο­θε­σί­α απ’ τον Θε­ό[7].

Η χριστιανική θέωση είναι εφικτή λόγω τής Θ. Ενανθρώπησης. Ο Θε­ός κατά την Οι­κο­νο­μί­α τής σω­τη­ρί­ας ε­νήρ­γησε εκ μέ­ρους μας και η δη­μιουρ­γη­θεί­σα δυ­να­τό­τη­τά μας για θέ­ω­ση έ­χει απο­κα­τα­στα­θεί «ἐν Χριστῷ»[8]. Σε πολλά σημεία από το όλο έργο τού αγίου Γρηγορίου μαρτυρείται ότι η Εναν­θρώ­πη­ση του Υ­ιού τού Θε­ού ήταν το μέ­σο με το ο­ποί­ο επι­τεύ­χθηκε η θε­ρα­πεί­α τής αν­θρω­πό­τη­τας[9]. Μό­νο ό­ταν ο Θε­ός κα­τε­βαί­νει, μπο­ρού­με εμείς να α­νε­βού­με! Μό­νο ό­ταν ο Θε­ός λά­μπει, μπο­ρού­με να Τον δού­με! Μό­νο ό­ταν ο Θε­ός α­πο­κα­λύ­πτεται, μπο­ρού­με να Τον γνω­ρί­σου­με! Και οι τρεις αυτές με­τα­φο­ρές χρη­σι­μο­ποιού­νται για να εκ­φρά­σουν την πε­ποί­θη­ση ό­τι δη­μιουρ­γη­θή­κα­με για να εί­μα­στε με τον Θε­ό και να μετάσχου­με της τριαδι­κής Του Βα­σι­λεί­ας[10]. Για το Γρη­γό­ριο, το σώ­μα θε­ώ­νε­ται, ό­ταν ο Λό­γος τού Θε­ού σαρ­κώ­νε­ται. Τα κα­τάλ­λη­λα για το Λό­γο έργα πραγματοποιούνται μέ­σω τού σώ­μα­τος. Η σάρ­κα θε­ώ­θη­κε με το να υ­πη­ρε­τεί τα έρ­γα τού Θε­ού, αφού η αν­θρώ­πι­νη φύ­ση τού Χρι­στού ή­ταν αναμάρτητη[11]. Η εν­σάρ­κω­ση ε­πι­τέ­λε­σε μια θέ­ω­ση της αν­θρώ­πι­νης φύ­σης, πνευ­μα­τική και φυ­σι­κή, και εί­ναι αυ­τή η θέ­ω­ση, που γί­νε­ται για τη σω­τη­ρί­α μας, διό­τι η εν­σάρ­κω­ση έ­πρε­πε να πε­ρι­λά­βει την α­ξί­ω­ση του Θε­ού για την αν­θρώ­πι­νη φύ­ση στη φυ­σι­κή και την πνευ­μα­τι­κή της ο­λό­τη­τα. Η θέ­ω­ση της αν­θρώ­πι­νης φύ­σης τού Χρι­στού δεν συνιστά ε­ξα­φά­νι­ση της ο­ντό­τη­τάς του ή ο­λι­κή α­πορ­ρό­φη­ση α­πό την α­νώ­τε­ρη φύ­ση ή, α­κό­μα, έ­να εί­δος με­τα­φυ­σι­κής ε­πι­βε­βαί­ω­σης. Κα­νέ­να στοι­χεί­ο της αν­θρώ­πι­νης φύ­σης τού Χρι­στού δεν μπο­ρεί να αντι­τα­χθεί στο Θεί­ο, κα­θώς η φύση αυτή ως ο­λό­τη­τα εί­ναι θε­ο­ποι­η­μέ­νη. Ο Χρι­στός έχει δυο  τέ­λειες φύ­σεις. Έ­χει πνεύ­μα και σάρ­κα. Το Θεί­ον θε­ο­ποί­η­σε και το αν­θρώ­πι­νο θε­ο­ποι­ή­θη­κε. Κατά τον άγιο Γρηγόριο, το σώμα τού Χρι­στού έγι­νε Θεὸς «τῇ θε­ώ­σει»[12]. Σε αυ­τή την προοπτική και μό­νο μπο­ρεί να ει­πω­θεί ό­τι ο Γρη­γό­ριος γί­νε­ται υ­πέρ­μα­χος της άπο­ψης, που συνδέει τη σω­τη­ρί­α με την εν­σάρ­κω­ση[13].

Στην κατάσταση της θέωσης, όπως άλλωστε και σε όλα τα πνευματικά στάδια, συμμετέχει ο όλος άνθρωπος. Η θέ­ω­ση ως μια α­ντα­νά­κλα­ση του Θείου Αρ­χέ­τυ­που δεν α­πο­τε­λεί μό­νο έ­να νο­η­τι­κό φαι­νό­με­νο. Η ε­να­σχό­λη­σή μας και η πο­ρεί­α μας προς τη θέ­ω­ση, δεν υ­φί­στα­ται χωρίς την  ψυ­χο­σω­μα­τι­κή μας υ­πό­στα­ση: «Ολό­κλη­ρη η ύ­παρ­ξη υ­γιαί­νει, ό­ταν οι έ­ξεις και οι λει­τουρ­γί­ες εί­ναι θε­ο­ει­δείς. Τό­τε η κα­τά­στα­ση εί­ναι ή τεί­νει α­νά­λο­γα με το στά­διο της τε­λεί­ω­σης, να γί­νει φυ­σιο­λο­γι­κή. Δεν α­παι­τεί­ται κα­μιά δρα­πέ­τευ­ση του νου α­πό τη φυλα­κή του σώ­μα­τος. Η υ­περ νουν γνώ­ση και κα­τά­στα­ση δεν εί­ναι έκ­στα­ση αλ­λά φωτι­σμός και κα­τά φύ­ση ευ­στά­θεια αυ­τής της φυ­σιο­λο­γί­ας»[14].

Τέλος, η θέ­ω­ση για το Γρη­γό­ριο συνιστά μια δυναμική πο­ρεί­α, μια διαρ­κή και α­διά­λει­πτη α­νά­πτυ­ξη, και ό­χι έ­να στατικό ή τετελεσμένο γε­γο­νός. Η θέ­ω­ση εί­ναι πε­ρι­γρα­φι­κή μιας αν­θρώ­πι­νης κα­τά­στα­σης, αλ­λά μιας κα­τά­στα­σης, που προ­κα­λεί πα­ρο­δι­κές ο­ριο­θε­τή­σεις. Δεν υ­πάρ­χει κα­νέ­να «νῦν» στη σύλ­λη­ψη της Γρηγοριανής θέ­ω­σης, κα­θώς, ως πο­ρεί­α α­νά­πτυ­ξης, ει­σά­γε­ται στο πα­ρελ­θόν, τε­λειο­ποιεί­ται στο μέλ­λον και δια­μορ­φώ­νε­ται τόσο α­πό το πα­ρελ­θόν όσο και α­πό το μέλ­λον μέσα στο πα­ρόν. Για το λό­γο αυ­τό, η θέ­ω­ση δεν μπο­ρεί να ο­ρι­σθεί ως το α­κρι­βές ι­σο­δύ­να­μο της σω­τη­ρί­ας· η πρώ­τη έ­χει τις ρί­ζες της στο δη­μιουρ­γι­κό πα­ρελ­θόν, ενώ η δεύ­τε­ρη στο α­να­δη­μιουρ­γη­μέ­νο πα­ρελ­θόν. Έτσι, η θέωση εκλαμβάνεται ως η αν­θρώ­πι­νη α­ντα­πό­κρι­ση και μετοχή «κατὰ Χά­ριν» στη Θεί­α Ε­ναν­θρώ­πη­ση. Μάλιστα δέ, μέσα στη σκέψη τού Γρη­γο­ρί­ου μπορούμε να δούμε στη θέωση την ύ­στα­τη ση­μα­σί­α και τον έ­σχα­το σκοπό τής πα­ρού­σας ζω­ής τού Χρι­στιανού, στον οποίο αυτή κα­τευ­θύ­νε­ται[15].

 


[1] Θεόφιλος Αντιοχείας

[2] Ειρηναίος

[3] Μέγας Αθανάσιος, Λόγος περί της ενανθρωπήσεως του Λόγου, και της δια σώματος προς ημάς επιφανείας αυτού P.G 25,96: «αὐτὸς γὰρ ἐνην­θρώ­πη­σε, ἵνα ἡμεῖς θε­ο­ποι­ηθῶμεν».

[4] H. A. Wolfson, The philosophy of the Church Fathers, Cambridge 1964, σ. 51-55.

[5] Ο.π., σ. 208.

[6] Georg Florofsky, Οι Α­να­τολι­κοί Πα­τέ­ρες τού 4ου αιώ­να, Θεσ­σα­λο­νί­κη 1991, σελ. 243 και εξ.

[7] Ο.π., σ. 69.

[8] Γεν. 3, 16: «Πλη­θύ­νων πλη­θυνῶ τὰς λύ­πας του καὶ τὸν στε­ναγ­μόν του, ἐν λύ­παις τέ­ξη τέ­κνα», Ψαλ­μ. 6, 2: «Ἐν ἱδρώ­τι τοῦ προ­σώ­που σου φαγῇ τὸν ἄρτον σου ἕως τοῦ ἀπο­στρέ­ψαι σε εἰς τὴν γῆν ἐξ ἧς ἐλή­φθης». Πρβλ. Γεν. 3, 19.

[9] π. Γ.  Φλο­ρόφ­σκυ,  Δη­μιουρ­γί­α και α­πο­λύ­τρω­ση , σ. 101, 102.

[10] Ο.π. σ.79

[11] Πρβλ. Edwar Caird, Die Entwickluhg der Theilogie ih der griechischen philosophie Max Niemeyer, Halle 1909.

[12] Γρηγορίου Νύσσης, Περί κατασκευής ανθρώπου, P.G 44 ,KA Ότι η ανάστασις ού τοσούτον εκ του κηρύγματος του γραφικού όσον εξ αυτής της ανάγκης των πραγμάτων ακολούθως ελπίζεται.

[13] F. D. Chadwick,  Early Christian through and the classical tradition, New York 1966, p. 92.

[14] Ν. Ματσούκα, Δογ­μα­τι­κή και Συμ­βο­λι­κή Θε­ο­λο­γί­α, τό­μος Β’, σ. 505.

[15] H. Chardwick, Early Christian Thought and the Classical Tradition, New York 1966, σ. 78.

 

Πηγή υλικού

Αικατερίνη Κ. Διαμαντοπούλου, Πλάτων και Καππαδόκες πατέρες. Περί σώματος: Συγκριτική θεώρηση, Αθήνα 2007

 

Επιλογή υλικού

Αικατερίνη Διαμαντοπούλου, Υπεύθυνη υλικού των Ιστοχώρων του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων




ΡΩΜΗΟΣΥΝΗ
Powered by active³ CMS - 29/03/2024 5:04:54 μμ