Το κατά Θεόν coping στον Ιερό Χρυσόστομο, Καθηγητού Σπυρίδωνος Τσιτσίγκου MA, DD, PhD

«Ἐν τῷ καιρῷ τῆς νόσου μάλιστα

 τῆς μάχης ταύτης ὁ καιρός»[1].

 

Είναι γεγονός ότι, από πολλές επόψεις, η ζωή μπορεί να εκληφθεί ως ένας αγώνας, που απαιτεί συνεχή προσπάθεια. Από το «πόλεμος πάντων πατήρ» τού Ηράκλειτου[2], και το Νείκος τού Εμπεδοκλή[3] και τον ηθική άμιλλα των Στωικών (ιδίως τού Σενέκα)[4] μέχρι το Κυριακόν «ἀγωνίζεσθε εἰσελθεῖν διά τῆς στενῆς πύλης»[5] ή «τον καλόν αγώνα τής πίστεως»[6], κατά τον Απόστολο Παύλο, τον οποίο μάλιστα ο Χρυσορρήμων είχε ως πρότυπό του[7], αλλά και <Το θάρρος τής ύπαρ­ξης> του θεολογο-φιλόσοφου P. Tillich[8], πολλοί και ποικίλοι στο­χαστές επιβεβαιώνουν διαχρονικά την αξία τής αγωνιστικότητας, που ξεκινά στον άνθρωπο, μιλώντας θεολογικά, από αυτό το Προπατορικό Αμάρτημα[9]. Κά­ποιοι μάλιστα φθάνουν να θεωρούν ως σκοπό τής ζωής αυτό τούτο το (αέναο) «κυ­νήγι τής περιπέτειας». Τι αξία, ερωτούν, θα είχε η ζωή χωρίς περιπέτεια; Δηλαδή, η περιπέτεια ορίζεται εδώ ως η ουσία τής ζωής. Στη νεοελληνική γλώσσα, εξάλλου, μετά την ερώτηση «τι κάνεις, πώς τα πας», ακούμε συνήθως τη στερεότυπη απάντηση «καλά, εδώ στον αγώνα», εννοώντας, προφανώς, την καθημερινή βιοπάλη. Ομοίως, γνωστή είναι η ρήση τού τιμωμένου Αγίου μας «Ἥμαρτες; Μετανόησον. Μυριάκις ἥμαρτες; Μυριάκις μετανόησον»[10], όσο αφορά στο ζήτημα των συνεχών ηθικών πτώσεων και της πιθανής απελπισίας. Αν, τώρα, σε όλα αυτά προσθέσουμε και την πανθομολογούμενη πλέον διαπίστωση ότι η εποχή μας, παρά τα τεχνολογικά επιτεύγματα, «παράγει» πολύ ψυχικό και σωματικό πόνο, άγχος[11], stress και ταραχή, για τα οποία πλήθος πιστών προστρέχει στις θαυματουργικές ιάσεις των Αγίων, αντιλαμβανόμαστε την κατάσταση, που καλεί­ται να διαβιώσει ο κάθε άνθρωπος. Εκ των πραγμάτων, λοιπόν, το coping και η υποστηρικτι­κότητα καθίστανται πρώτιστη ανάγκη και γι’ αυτό, δικαιολο­γημένα, οι λεγόμενες σήμερα «Επιστήμες τού ανθρώπου» στρέ­φουν ιδιαίτερα την προσοχή τους σε αυτό, ευελπιστώντας σε επανορθωτικές συμπεριφορές και υγιεινότερες ανθρώπινες σχέσεις[12]. Μάλιστα δε, η σύγχρονη Ψυχολογία εισηγείται την εισαγωγή ειδικού μαθήματος στην Εκπαίδευση[13].

Η Ορθόδοξη Ανατολική Εκκλησία, ως φιλάνθρωπος μη­τέρα, οφείλει να μη μένει αμέτοχη ―ένας ουδέτερος παρατη­ρητής― στο δράμα αυτό τού σύγχρονου ανθρώπου. Άλλωστε, από τη φύση της η Πατερική Θεολογία είναι Θεολογία σαρκού­μενη, που ενδιαφέρεται πρώτιστα για την κλινική πράξη. Ιδιαί­τερα ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ως ο κατ’ εξοχήν πρακτι­κός τής Εκκλησίας Πατήρ και Οικουμενικός Διδάσκαλος, ανά­λωσε, όπως γνωρίζουμε, ολόκληρη την αγία ζωή του στην έμπρακτη συμπαράσταση και περίθαλψη των ποικιλότροπα πασχόντων αδελφών και πνευματικών του τέκνων.

Ο αγγλικός όρος coping προέρχεται από το ουσιαστικό cope, που πρωταρχικά σημαίνει το ιερατικό φαιλόνιον (< λατ. paenula), το οποίο, κατά τον Συμεών Θεσσαλονίκης, συμβολίζει «την άνω­θεν προς ημάς πρόνοιαν»[14]. Εξάλλου, ως ρήμα το cope αποδίδεται στα Ελληνικά με το «αντεπεξέρχεσθαι» γενικώς σε πολύ δύσκολες συνθήκες και «οριακές καταστάσεις» (Grenzsituationen)[15]. Το coping μπο­ρεί είτε να είναι, είτε να μην είναι θρησκευτικό[16]. Οι μορφές του συνυφαίνονται με τις χωροχρονικές πολιτισμι­κές δομές. Εφόσον δεχόμαστε ότι υφίσταται η ψυχοσωματι­κή αλληλεπίδραση, δεν μπορούμε να αρνηθούμε τη δια-σύνδεση φυσικο-ψυχικής και πνευματικής υγείας. Ο Χρυσόστομος όχι μόνο δεν υποβαθμίζει τη σωματική κατάσταση έναντι της ψυχο-πνευματικής, αλλά και, ακολουθώντας, σύμφωνα με τον Ξενοφώντα, τη Σωκρατική αρχή («τῶν δέ σωμάτων θηλυνομένων καί αἱ ψυχαί ἐπί πολύ ἀῤῥωστότεραι γίνονται»[17]), διδάσκει ότι απαιτείται διατήρηση της σωματικής υγείας, αφού αυτή συντελεί στην υγεία τής ψυχής: «Φέρε οὖν γενναίως τάς κατά την διάνοιαν οδύνας, ἵνα τά τοῦ σώματος ἐνέγκῃς»[18]. Γενικά, πάντως, όπως ήδη αυτός ο Freud είχε αναγνωρίσει, οι θρησκείες παρέχουν κάποια ανακούφιση από το άγχος[19]. Επίσης, η «θύραθεν» θρησκευτικότητα, απαντώντας στο πρόβλημα τής ανθρώπινης αποτυχίας και της λεγόμενης θεοδικίας, προτείνει διάφορες λύσεις· δέχεται, για παράδειγμα, ότι αυτό το «κακό» μπορεί να οφείλεται είτε σε μια επαναφορά τής διαταραγμένης ισορροπίας τής Φύσης ή σε προσωπική ανεπάρκεια, είτε να αποτελεί δαιμονική επέμβαση (την οποία ο Θεός επιτρέπει, συμπάσχοντας), ή, αντίθετα, Θεία τιμωρία, παραδειγματισμός, παιδαγωγία και δοκιμασία. Όσο αφορά στην πανθεϊστική δοξασία περί φυσικής ισορροπίας ή στην προσωπική ανεπάρκεια, που υποστηρίζεται κυρίως από νεο-κομφουκιανές αιρέσεις[20], θα λέγαμε ότι, λόγω τής έμφασης στην αυτοεπιβολή και το μη συγγνωστό, η αντίληψη αυτή δεν αφήνει περιθώρια οποιουδήποτε coping, γι’ αυτό, άλλωστε, μέχρι σήμερα έχουμε και τόσα κρούσματα (τελετουργικών) αυτοκτονιών (hara-kiri) στην Ιαπωνία. Για τις υπόλοιπες «λύσεις», πολλές από τις οποίες χρησιμοποιήθηκαν και από τους Πατέρες τής Εκκλησίας, γνωρίζουμε ότι παρέχουν, ομολογουμένως, κάποιο νόημα στη δοκιμασία τού πάσχοντα, προσφέροντάς του ανάλογη ψυχική ανακούφιση.

Από την άλλη μεριά, η Εκκλησία τού Χριστού, ως «νοσοκομείο των ψυχών», κατά τον ιερό Χρυσόστομο[21], συνιστά έναν ισχυρότατο παράγοντα coping, όπως δεικνύουν πολλές πρόσφατες εμπειρικές μελέτες. Καταρχήν, η Εκκλησία ως «κοινότητα μνήμης»[22] αποτελεί έναν πολυ-συνεκτικό χωροχρονικά παράγοντα, δηλ. έναν παράγοντα θε-ανθρώπινων δεσμών· η τριαδική θεότητα[23], μαζί με όλον τον πνευματικό κόσμο[24], τη «θριαμβεύουσα» και τη «στρατευομένη» Εκκλησία, αποτελούν ένα ανεξάντλητο ταμίευμα ψυχο-πνευματικών δυνάμεων, έτοιμων ανά πάσα στιγμή να αντληθούν από τον πιστό σε οποιαδήποτε περίσταση δυσκολίας, ανάγκης ή έλλειψης (βλ. π.χ. μοναξιά, ανασφάλεια κ.λπ.)[25]. Ιδιαίτερα η ορθόδοξη πνευματικότητα, δεν ανασταίνει απλά τον ψυχικά συντετριμμένο άνθρωπο, αλλά και τον αναγεννά εκ βάθρων. Ο θεοσεβής, που αποδέχεται συντετριμμένος την κατάστασή του και συσταυρώνεται με τον Χριστό, εμβαπτίζεται στον θάνατο του Χριστού, ανίσταται μαζί Του ψυχο-πνευματικά[26] και, εν τέλει, μεταμορφώνεται «θεοειδώς», δηλ. θεώνεται, δεδομένου ότι χωρίς νέκρωση του «ιδίου θελήματος» (δηλ. του «παλαιού ανθρώπου») και πλήρη αυτοπαράδοση στον Θεό (αλλ’ όχι αυτοπαραίτηση), δεν μπορεί να υπάρξει ανακαίνιση. Ο Ιώβ πριν τη δοκιμασία του έλεγε «ακοήν... ωτός ήκουόν Σου», μετά όμως από αυτήν ανέκραξε: «νυνί δε ο οφθαλμός μου εόρακέν σε»[27]. Έτσι, ο πιστός όχι μόνο ανευρίσκει (νέο) νόημα ζωής και προσανατολισμό, αλλά φθάνει σε τέτοιες υπερφυείς καταστάσεις (βλ. σαλότητα), όπου το coping του διενεργείται πλέον μέσω ενός μη coping, δηλ. δεν ζητά από τον Θεό την απαλλαγή λ.χ. τού προβλήματός του, αλλ’, αντίθετα, την προσθήκη δεινών, ευχαριστώντας και δοξάζοντας γι’ αυτά τον Θεό! «Δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν»[28], «η γαρ δύναμίς μου εν ασθενεία τελειούται...διο ευδοκώ εν ασθενείαις, εν ύβρεσιν, εν ανάγκαις, εν διωγμοίς, εν στενοχωρίαις, υπέρ Χριστού· όταν γαρ ασθενώ, τότε δυνατός ειμι»[29]. Γιατί, βέβαια, το πνευματικά ώριμο πρόσωπο, έχοντας μεταβάλει τη βιοψυχική εξάρτηση σε αγαπητική πνευματικά κοινωνία, δεν ζει, όπως το νήπιο, μέσα σε ένα προστατευτικό κουκούλι ή ένα διαρκές πατρονάρισμα, αλλ’ ίσταται «ενώπιος ενωπίω» στις μεγάλες υπαρξιακές προκλήσεις, όπως είναι ο Θεός, η πολυπάθεια και ο θάνατος, αναλαμβάνοντας εξ ολοκλήρου τις ευθύνες του. Άνευ τού αγώνα για αγιασμό, «ουδείς όψεται τον Κύριον»[30]. Ο εσταυρωμένος αυτός βίος και η ασκητική γενικά αντιμετώπιση της ζωής, αναμφίβολα, δεν οφείλονται σε συμπλεγματικές τάσεις, ούτε σε κάποια ιδεολογικο-φιλοσοφική υποτίμηση (μηδενισμό) τού κόσμου, αλλά στην εσχατολογική θεώρηση της ζωής ως περιόδου αγώνα[31]. Για την ύπαρξη του κακού δεν ευθύνεται ο Θεός, αλλ’ η από τον άνθρωπο κακή χρήση τής ελευθερίας βουλήσεώς του[32]. Έτσι, η θλίψη και ο πόνος χριστιανικά, χωρίς να αυτονομούνται ή να επιδιώκονται (λ.χ. για ενδυνάμωση πιθανώς της ίδιας μας της ύπαρξης, όπως θα ήθελε μια σχετική πρόταση των ανατολικών θρησκειών), αλλ’, αντίθετα, να αποδοκιμάζονται μέσω τής υπέρβασης της απόγνωσης[33], θεραπεύουν τον άνθρωπο πνευματικά· του υπενθυμίζουν δηλ. την κτιστή και πεπερασμένη φύση του, περιστέλλοντάς του τον εγωισμό[34].

Η βουλησιοκρατική[35] θεολογία τού ιερού Χρυσοστόμου θέλει σύσσωμη την Ηθική και την Ποιμαντική του να τάσσονται υπέρ ενός ενεργού κοινωνικά βίου. Ο Χρυσόστομος, άριστος γνώστης τής ψυχολογίας και των κοινωνικών συνθηκών τού ποιμνίου του[36], ενθαρρύνει «Θεία συνάρσει» σε προσωπικό και συλλογικό πνευματικό και κοινωνικό αγώνα[37], κατά το παράδειγμα Ιωάννου τού Προδρόμου με τον οποίο, όπως φαίνεται, ψυχικά είχε ταυτιστεί. Κύριο και διαρκές μέλημα του ανθρώπου θα πρέπει να είναι ο αγώνας κατά τής αμαρτίας[38], όχι γιατί η φύση μας είναι αμαρτωλή, αλλά γιατί είναι ελεύθερη: «Εἶδες ὡς αὐτεξούσιον ἡμῶν τήν φύσιν ὁ Δεσπότης ἐδημιούργησε;»[39], ερωτά ο Χρυσόστομος. Επίσης, ο αγώνας αυτός οφείλει να είναι διαρκής, αρχίζοντας αμέσως μετά το βάπτισμα, σαν σε είσοδο στους Ολυμπιακούς αγώνες, κατά το πρότυπο του Κυρίου, ο οποίος αμέσως μετά τη Βάπτισή Του πειράστηκε στην έρημο από τον διάβολο[40].

 

ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΦΑΣΕΙΣ ΤΟΥ COPING

 Σχετική έρευνα έχει δείξει ότι ο άνθρωπος, που εισέρχεται στην ψυχική διαδικασία τού «αντεπεξέρχεσθαι», διέρχεται βασικά τρεις φάσεις. Ο Χρυσόστομος, μαζί με τον Επίκτητο (50-138 μ.Χ.)[41] και τους Στωικούς, προλαμβάνοντας κατά πολύ τον πατέρα τής σύγχρονης Γνωσιακής Ψυχολογίας, Αμερικανό ψυχίατρο Aaron Beck (1921-)[42], διδάσκει ότι όχι τα πράγματα αυτά καθαυτά, αλλ’ η στάση και η ερμηνεία μας έναντι αυτών καθορίζει τη συγκεκριμένη ψυχική μας κατάσταση[43]· πρόκειται για μια πρωτογενή, όπως λέγεται, φάση τού coping[44].

Έπειτα, η πεποίθηση ότι με διάφορα μέσα, συμπεριλαμβανομένης ή μη τής Θείας αρωγής, το υποκείμενο μπορεί να αντεπεξέλθει στην παρούσα αντίξοη κατάσταση, συνιστά τη λεγόμενη δευτερογενή φάση τού coping[45]. Εδώ, αν μεν το πρόσωπο λειτουργήσει αυτόνομα (με τη δύναμη της θέλησης), βασιζόμενο δηλ. μόνο στον εαυτό του (self-control ή internal control)[46], τότε λέμε ότι έχουμε να κάνουμε με ένα ενεργητικό coping[47], το οποίο κινδυνεύει, στη συνέχεια, να καταστεί αυτοσκοπός για ολόκληρη τη ζωή τού ατόμου. Αντίθετα, αν το υποκείμενο παραδοθεί εξ ολοκλήρου στον Θεό, χωρίς το ίδιο να προσπαθήσει οτιδήποτε, τότε πρόκειται για ένα παθητικό coping[48] (μια θρησκευτική θυματοποίηση), που δεν απέχει τής μοιρολατρίας[49] και τού ισλαμικού κισμέτ. Η χρυσοστομική[50] και ορθό-δοξη, ως γνωστό, θέση επ’ αυτού είναι η της συνεργίας. Το θε-ανθρώπινο control συναρμόζει τον εξωτερικό και τον εσωτερικό έλεγχο (control). Το συνεργιστικό coping σχετίζεται ψυχολογικά με την εσωστρεφή θρησκευτικότητα/πνευματικότητα[51]. Για να κρούσει, σημειώνει πολύ γλαφυρά ο ιερός ρήτορας, το Άγιο Πνεύμα την ψυχή μας, η οποία παρομοιάζεται με τις χορδές τής κιθάρας, προαπαιτείται από μέρους μας το κατάλληλο χόρδισμα[52].

Τέλος, η επιλογή τού πιο ανώδυνου από τα διαθέσιμα μέσα, το οποίο όμως εξασφαλίζει το μεγαλύτερο κέρδος με τη μικρότερη δυνατή απώλεια, απαρτίζει την τριτογενή φάση τού coping[53]. Συνήθως οι άνθρωποι, αναφέρει ο ιερός Χρυσόστομος[54], στρέφονται στο θρησκευτικό coping όσο αφορά στα σοβαρότερα θέματα (ανίατες ασθένειες, σεισμούς, επικείμενα ναυάγια, πολέμους κ.λπ.). Ωστόσο, το ζήτημα είναι τι από τον καθέναν εκλαμβάνεται ως το πλέον κρίσιμο και σοβαρό· και σε αυτό, βέβαια, έχει κατά πολύ συμβάλει η ίδια του η θρησκευτική βιοθεωρία, όπως και το προσωπικό του βίωμα.

 

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΟΥ ΚΑΤΑ ΘΕΟΝ COPING

Η εκ μέρους τού Κατηχούμενου επίγνωση τού επιδιωκόμενου σκοπού τής ζωής αποτελεί πρώτιστο στοιχείο τής θέλησης του ανθρώπου για την πνευματική του ανάπαυση, όπως παρατηρεί ο ιερός Χρυσόστομος[55]. Πράγματι, ο άνθρωπος, μέσω τής χριστιανικής Πίστεως, αντλεί νόημα ζωής ακόμα και εντός μιας χαοτικής και α-λόγου φαινομενικά καταστάσεως[56]. Πώς επιτυγχάνεται αυτό; Με τη μετα-νοηματοδότηση ενός τραγικού γεγονότος σε θεοσημείο. Με άλλα λόγια, ο πιστός, μέσω τού φωτισμού και αγιασμού των πνευματικών του οφθαλμών[57] υπό τού αγίου Πνεύματος, «βλέπει»[58] να μεταμορφώνεται η θεωρούμενη ως «κατάρα» σε «ευλογία». Η θεώρησή του όμως αυτή, που δεν παύει να είναι μια πράξη υπέρλογη[59] αλλά και επίπονη (πρβλ. το μυστήριο της Μετανοίας και την εσωτερική σύγκρουση μεταξύ εγωικού και Θείου θελήματος), δεν αποτελεί μια ψευδαίσθηση, η οποία, μέσω τής (αυθ)υποβολής, λειτουργεί θεραπευτικά ως (ψυχολογικό) placebo, αλλά μια οντολογική μεταστοιχείωση (βλ. αγιασμός) της όλης του ύπαρξης (χωρίς, ωστόσο, ―και εδώ έγκειται το ανθρωπίνως λογικό παράδοξο― να αυτοδιαιρείται, αλλοτριώνεται ή, εν γένει, να διαταράσσεται η προσωπικότητά του), η οποία (μεταστοιχείωση αυτή) λαμβάνει χώρα σε ένα πραγματικό και όχι φαντασιακό επίπεδο, καθιστώντας ικανά όλα τα μέρη τής ψυχής τού πιστού να λειτουργούν εύρυθμα και αρμονικά.

Έπειτα, ο άνθρωπος αποκτά έναν θεοκεντρικό προσανατολισμό. Ως γνωστό, πέραν τής μυστηριακής ψυχο-θεραπείας, ο ιερός Πατήρ τονίζει με έμφαση την προσπάθεια του ιδίου τού ανθρώπου. Κατ’ αυτόν, η δύναμη της ανθρώπινης θέλησης δεν υπόκειται σε κανέναν φυσικό ή πολιτισμικό περιορισμό (εθνικότητας, φύλου, ηλικίας, κοινωνικής τάξης, μόρφωσης κ.λπ.)[60]. Αν διαθέτουμε, διδάσκει η χρυσή τής Εκκλησίας γλώσσα, σωτηριοκεντρική (δηλ. προσανατολισμένη μόνο στο γεγονός τής εν Χριστώ σωτηρίας) ψυχή, ήτοι ανορθωμένο «νουν», τότε δεν κινδυνεύουμε να παρασυρθούμε ούτε από την αθυμία τής πενίας, των δεινών, των λιμών, των νόσων και των συκοφαντιών, ούτε από τη ραθυμία (δηλ. αμέλεια) τού πλούτου και τής ευημερίας[61]. Σε αυτό, βέβαια, βοηθά το εκ των προτέρων γέμισμα των πνευματικών μας δεξαμενών, έτσι ώστε, όταν προκύψει κάποια σοβαρή κατάσταση που απαιτεί αυξημένη ψυχική ενέργεια, να διαθέτουμε τα ανάλογα αποθέματα[62]. Συνεπώς, η ψυχο-πνευματική καλλιέργεια δεν έγκειται αποκλειστικά στην έκτακτη δωρεά τής Θ. Χάρης, αλλά «τής ανθρωπίνης σπουδής εστι το κατόρθωμα»[63]. Στην εκ του Αγίου Πνεύματος γέννηση (βάπτισμα αφέσεως), δηλ. στη δωρεά, που αγιογραφικά παρομοιάζεται με φωτιά, ούτε όλοι προσχωρούν, ούτε αυτή παραμένει μόνιμα. Το βάπτισμα, για παράδειγμα, δεν μας εξασφαλίζει αδιάλειπτα την ιδιότητα του μέλους τού σώματος του Χριστού· απαιτείται συνεχώς η εκούσια συνεργασία μας με τη Θ. Χάρη, ειδάλλως «έρημον αυτόν καταλιμπάνη το Πνεύμα το Άγιον»[64].

Τέλος, ο πιστός οδηγείται σε επίγνωση της Θείας συμμαχίας. Όταν ο άνθρωπος φθάσει σε τέτοιο πνευματικό ύψος, ώστε να αναγνωρίζει τις δωρεές τού Θεού, ακόμα και μέσω των δικών του θλίψεων, τότε γίνεται προθυμότερος, προσθέτοντας παρρησία «τῇ προτέρᾳ»[65]. Έτσι, η Θ. Χάρη «παιδεύει μαστίγων μᾶλλον κατανύττουσα»[66].

Ωστόσο, το θρησκευτικό coping, αν δεν βιωθεί ορθό-δοξα[67], μπορεί να λειτουργήσει επιβαρυντικά για την ψυχοσωμα­τική υγεία τού ατόμου[68], όπως, άλλωστε, κάθε «αιρετική» «προ­σκόλληση» (attachment) στο Θείο, η οποία δεν είναι πάντοτε αγ­χολυτική[69]. Για παράδειγμα, μια συμβατική (εξωστρεφής και τυπολατρική) θρησκευτικότητα μπορεί, επειδή για τον συγκεκριμένο άνθρωπο¾πιστό ταυτίζεται (για διάφορους λόγους) με τη ζωντάνια και την κινητικότητα, να λειτουργήσει γι’ αυτόν ανακουφιστικά· ή, μια λανθασμένη πνευματική κατεύθυνση μπορεί είτε να υπερτονίζει ορισμένες μόνο πνευ­ματικές αξίες έναντι των άλλων, είτε να εξυπηρετεί προσωπι­κούς, κατά βάθος, σκοπούς και επιδιώξεις, ή, αντίθετα, να απαξιώνει τον εαυτό και τους άλλους. Ομοίως, μπορεί να τιμωρεί τον εαυτό (βλ. μαζοχιστική εκζή­τηση των δοκιμασιών) με μια λ.χ. τεχνητή αύξηση της κρίσης (όπως συμβαίνει στον Ζεν Βουδισμό), να προκαλεί πόνο στους άλλους, να αρνείται στρουθοκαμηλικά κάτι δήθεν το a priori επιβλαβές  (δαιμονικό) τής «αντικειμενικής πραγματικότητας»[70] (ζώντας ουσιαστικά μια αυταπάτη και, κατ’ επέκταση, προσλαμβάνοντας λαθεμένα μηνύματα από το Θείο), ή να θεωρεί ότι τα στρεσογόνα γεγονότα έχουν αρνητικό αντί­κτυπο στον εαυτό του και, γενικά, να ερμηνεύει μονοφυσιτικά το coping ως ενέργεια μόνο τού Θεού[71].

 

Η ΕΞΑΤΟΜΙΚΕΥΣΗ ΤΟΥ COPING

Ο προσωπικός αγώνας τού κάθε πιστού, όπως και το style τού coping του, ποικίλλουν ανάλογα με την ψυχική και πνευματική του ιδιοσυστασία, δηλ., εν τέλει, ανάλογα με τον βαθμό προθυμίας του[72]. Ειδικότερα, το κατά Θεόν coping είναι ανάλογο με τη βαθμίδα τής πίστεως. Κατά τον ιερό Χρυσόστομο, η πίστη μειώνεται στα παιδιά, τους σωματικά ανάπηρους (βλ. τον κατάκοιτο δούλο τού Εκατόνταρχου τού ιερού Ευαγγελίου) και τους ψυχοπνευματικά ασθενείς (βλ. τη δαιμονισμένη κόρη τής Χαναναίας, τον δαιμονισμένο κωφάλαλο κ.ο.κ.)[73]. Στις περιπτώσεις μειωμένης, ποσοτικά ή ποιοτικά, πίστης (βλ. τους πνευματικά νηπίους), ο Χρυσόστομος επιτρέπει την «εργαλειοποίηση» ψυχοπαιδαγωγικά τής χριστιανικής διδασκαλίας, με μέσα τον εσχατολογικό φόβο, την απειλή ή, αντίθετα, την αμοιβή[74].

Ο ιερός Πατήρ, με βάση τις ευαγγελικές διηγήσεις, διακρίνει τέσσερεις κύριες κατηγορίες πίστεως: πρώτη και υψηλότερη, η τού Εκατόνταρχου, που ζήτησε από τον Χριστό τη μακρόθεν θεραπεία τού δούλου του[75]· δεύτερη, η της μετανοήσασας πόρνης, που προσήλθε μόνη της στον Χριστό[76]· τρίτη, η του αρχισυνάγωγου Ιάειρου, που προσκάλεσε ο ίδιος τον Χριστό στην οικία του[77]· και τέταρτη, και κατώτερη, η του παραλυτικού τής Βηθεσδά, τον οποίο ο Χριστός ¾με δική Του πρωτοβουλία¾ επισκέφτηκε[78]. Γενικότερα, οι ψυχοσωματικά ασθενείς δεν βρίσκονται σε κατάλληλη ψυχικά θέση για να μπορέσουν να πιστέψουν με μεγαλύτερη προθυμία[79].

 

ΜΕΣΑ ΑΣΚΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΑΤΑ ΘΕΟΝ COPING

Ο Χρυσόστομος δεν αρκείται στη θεωρητική τεκμηρίωση θεολογικά τού coping και της αυτο-παράδοσης γενικά τού ανθρώπου στον Θεό· σε κάθε κηρυγματική ευκαιρία παρέχει και τα κατάλληλα πρακτικά μέσα άσκησης αυτής τής προσφυγής στον Θεό. Και πρώτα-πρώτα, η μελέτη τής Αγίας Γραφής και των πνευματικών βιβλίων αποτελούν άριστο φαρμακείο για όλα τα προβλήματα της ζωής: «Πᾶσα Γραφή παράκλησίς ἐστι τοῖς προσέχουσι»[80]. Έπειτα, η προσεκτική ακρόαση του Θείου λόγου, όπου ο καθένας από το όλο κήρυγμα ακούει και «εισπράττει» αυτό που τον απασχολεί και τον «καίει» περισσότερο, παραμυθεῖται καταλλήλως τις ψυχές[81].

Ομοίως, η συμμετοχή στη Θεία λατρεία και ιδιαίτερα στο μυστή­ριο της Θ. Ευχαριστίας συνιστά, για τον Χρυσόστομο, άριστο ψυχο-πνευματικό φάρμακο. Ο ορθό-δοξος[82] συγχρωτισμός των εκκλησιαζόμενων ενισχύει ψυχο-πνευματικά τον πάσχοντα αδελφό[83]. Ειδικά, η Θ. Κοινωνία καλείται συχνά από τον ιερό Πατέρα «φάρμακον σωτήριον των ημετέρων τραυμάτων»[84]. Στον πνευματικό αγώνα τής ψυχής κατά τού διαβόλου, αυτή ενδυναμώνεται με το σώμα και το αίμα τού Χριστού, τρέποντας σε άτακτη φυγή τον διάβολο και τους ανάλογους (δαιμονικούς) λογισμούς[85].

Έ­πει­τα, η α­το­μι­κή και συλ­λο­γι­κή προ­σευ­χή γλυ­καίνει και α­να­κου­φί­ζει τον πό­νο[86], «α­πα­θο­ποιώ­ντας»[87] και «να­ο­ποιώ­ντας»[88] την ψυ­χή: «Μέ­γα ὅπλον ἡ εὐχή, με­γά­λη ἀσφά­λεια, μέγας θη­σαυ­ρός, μέ­γας λι­μήν, ἄσυ­λον χω­ρί­ον»[89]. «Πα­ρα­μυθί­α καί λύπης καί πε­ρι­στά­σε­ων καί πά­ντων τῶν ἀνιαρῶν λυ­τή­ριον φάρ­μακον»[90].

Ε­ξάλ­λου, η ορ­θό-δοξη φι­λαν­θρω­πί­α/ε­λε­η­μο­σύ­νη χαρί­ζει γα­λή­νη στην ψυ­χή[91]: «ῥών­νυ­σι ψυ­χήν καί ἀχεί­ρω­τον πᾶσιν ἐργά­ζε­ται καί ἀνά­λω­τον τῷ δια­βόλ­ῳ ποιεῖ. Ὑγιεί­ας ἐστίν ὑπό­θε­σις, φω­τός χο­ρη­γί­α, φαιδρό­τη­τος ἀφορ­μή»[92]. Οι ε­λε­ή­μο­νες «πά­ντων ἔσονται ἐλευ­θε­ρώ­τε­ροι» και α­νώ­τε­ροι «τοῦ πα­θεῖν κακῶς»[93].

Τέλος, η προσωπική επικοινωνία με πνευματικούς ανθρώπους και μάλιστα τους ιερείς, στηρίζει ψυχικά και ενισχύει το φρόνημα των ασθενέστερων[94].

 

ΤΑ ΕΥΕΡΓΕΤΙΚΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΟΥ ΚΑΤΑ ΘΕΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ COPING

Με μια τέτοια Θεία αντιμετώπιση των δυσχερειών και δυσκολιών τής ζωής, ο πιστός νιώθει σιγουριά και ασφάλεια, που του επιτρέπουν να κινείται με ευρυχωρία και άνεση έναντι όλων των ψυχολογικών, βιολογικών και κοινωνικο-οικονομικών του αντιξοοτήτων[95]. Στην καρδιά του πλέον δεν φωλιάζει ο φόβος, ο θυμός ή το μίσος, αλλ’ η ελπίδα και η αγάπη· αποκτά δηλ. μια ουράνια ησυχία, γαλήνη και εσωτερική ειρήνη, αγαθά για τα οποία πολλοί στις μέρες μας καταφεύγουν για να τα βρουν π.χ. στις ανατολικές θρησκείες, τις εναλλακτικές θεραπείες κ.λπ. Μάλιστα δε, η άσκηση στο πνευματικό coping χαλυβδώνει τον ψυχισμό, προκειμένου να καταστεί ικανός να αντεπεξέρχεται σε μεγαλύτερες συμφορές[96]. Στο μεταξύ, καθ’ όλο το διάστημα του πνευματικού αυτού αγώνα τού πιστού, ο ίδιος δέχεται από τον Θεό τη λεγόμενη «δρόσο τού Πνεύματος», δηλ. την ενισχυτική ενέργεια της Θ. Χάρης, η οποία επουλώνει τα τυχόν ψυχικά τραύματα, αναπαύει, μαλάσσει και γενικά προπαρασκευάζει την ψυχή του, έτσι ώστε αυτή να καθίσταται ολοένα και περισσότερο οικεία προς τον Θεό[97].

  



* Εισήγηση στο διεθνές συνέδριο για τα 1600 έτη από την κοίμηση του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου (Θεσσαλονίκη 22/11/2007).

[1] Ιωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς Ψαλμ. 5, MPG 55, 70-71, Εἰς τήν Γέν., 5, MPG 53, 190: Οὗτος γάρ εστιν ὁ τῶν σκαμμάτων καιρός καί τῶν ἀγώνων καί τῶν παλαισμάτων».

[2] Εκδ. H. Diels & W. Kranz, Die Fragmente der Vorsokratiker, vol. 1, Berlin: Weidmann, 19516 (repr. Dublin/Zurich: 1966): 150-182, απόσπασμα Β 53: «πόλεμος πάντων μέν πατήρ ἐστι…». Πρβλ. Ιω. Χρυσ., Εις Ρωμ. 32, MPG 60, 677: «οὐδέποτε ἔχομεν ἐκεχειρίαν τοῦ πολέμου τούτου, οὐδέποτε ἔχομεν ἀνακωχήν κατά τόν παρόντα βίον, ἀλλά διηνεκής ὁ ἀγών, ἵνα καί λαμπρός ὁ στέφανος γένηται. Διά τοῦτο ἀεί ἡμᾶς Παῦλος καθοπλίζει, ἐπειδή ἀεί πολέμου καιρός, ἐπειδή ἀεί γρηγορεῖ ἐχθρός».

[3]

[4] L. A. Seneca, Epistulae morales ad Lucillium, σειρά Loeb, 3 τόμοι, 1917-1925.

[5] Λουκ. 13, 24.

[6] Α’ Τιμ. 6, 12.

[7] Ιω. Χρυσ., Εις τον άγιον Απόστολον Παύλον, MPG 50, 473-514. Βλ. Σ. Κ. Τσιτσίγκου, Η ψυχή τού ανθρώπου κατά τον ιερό Χρυσόστομο, Αθήνα 2000 (διδ. δ.), σ. 281. Πρβλ. π. Θ. Ζήση, Ο Απόστολος Παύλος ¾ Πατερική θεώρηση, Θεσσαλονίκη 2004.

[8] P. Tillich, The Courage to Be, New Haven, Conn.: Yale University Press, 1952, μτφρ. Χ. Μαλεβίτση, ἐκδ. Δωδωνη, Ἀθήνα 1976.

[9] Γεν. 3, 15. Πρβλ. Α. Καντιώτη, «Αγών», ΘΗΕ 1 (1962) 352.

[10] Εις Ψαλμ. 50, 2, MPG 55, 578.

[11] Ο ι. Χρυσόστομος (Εἰς Ἀνδριάντας 21, 3, MPG 48, 746, Περί Ἀκαταλήπτου 5, MPG 48, 746, Εἰς Ματθ. 15, 5, MPG 57, 228. 66, MPG 58, 631) χρησιμοποιεί τούς όρους «ἄγχειν» και «ἀποπνίγειν» με την ηθική και την ψυχολογική τους σημασία.

[12] K. I. Pargament, The Psychology of Religion and Coping, The Guilford Press, New York – London 1997, K. I. Pargament, B. J. Zinnbauer, A. B. Scott, E. M. Butter, J. Zerowin & P. Stanik, “Red flags and religious coping: Identifying some religious warning signs among people in crisis”, Journal of Clinical Psychology, 59/12 (2003) 1335-1348, C. L. Park, “Religiousness and religious Coping as Determinants of Stress-Related Growth”, Archive for the Psychology of Religion, 28 (2006) 287-302, D. Rowe, “Teaching Concepts of Sustainability in Introductory Psychology”, Psychology Teacher Network, 17/1 (2007) 21-23.

[13] D. Rowe, όπ. π., p. 22.

[14] Συμεών Θεσσαλονίκης, Τα Άπαντα, εν Αθήναις 1857, κεφ. κε’, σ. 133.

[15] Βλ. Κ. Jaspers, Über meine Philosophie (La Philosophie Contemporaine, IV, Firenze 1969), τ. ΙΙ, σ. 204.

[16] K. I. Pargament, The Psychology of Religion and Coping, p. 158 εξ.

[17] Αρσενίου, Αποφθέγματα, Centuria 17, 46, εκδ. E. L. von Leutsch, Corpus paroemiographorum Graecorum, vol. 2. Göttingen: Vandenhoeck & Ruprecht, 1851 (repr. Hildesheim: Olms, 1958): 240-744. Πρβλ. Χ. Ζαλοκώστα, Σωκράτης, Αθήνα 3η έκδ., χ.χ., σ. 305, J. J. Rousseau, Emil oder über die Erziehung I, 19633, ελλην. μτφρ. Αἱμίλιος, εκδ. Δαρεμα, Αθήνα, χ.χ., σ. 16-17.

[18] Ιω. Χρυσ., Εις Ματθ., 33, MPG 57, 395-396.

[19] S. Freud, The future of an illusion, New York: Norton 1927/1961, p. 63.

[20] Π. Κ. Πάλλη, «Ιαπωνία», ΘΗΕ 6 (1965) 674-683, Ι. Λουκά, «Κομφουκιανισμός», Εκπαιδευτική Ελληνικη Εγκυκλοπαιδεια 21 (1992) 235-237.

[21] Ιω. Χρυσ., Περί τού μη δημοσιεύειν τα αμαρτήματα 1, MPG 51, 354, Εις Γέν., λόγ. 3, 1, MPG 54, 591, Εις Γέν., 1, 3. 1, MPG 53, 24. 22, Εις Ιω. 2, 5, MPG 59, 36. Πρβλ. Σ. Κ. Τσιτσίγκου, Η ψυχή τού ανθρώπου κατά τον ιερό Χρυσόστομο, σ. 240 εξ.

[22] Βλ. R. N. Bellah, R. Madsen, W. M. Sullivan, A. Swidler & S. M. Tipton, Habits of the heart: Individualism and commitment in American life, New York: Harper & Row, 1985. Πρβλ. Α. Μ. Σταυρόπουλου, Μνήμη και λήθη στη Θεία Λειτουργία, Αθήνα 1989.

[23] «Έτι δεόμεθα υπέρ τού διαφυλαχθήναι την αγίαν Εκκλησίαν και την πόλιν ταύτην, και πάσαν πόλιν και χώραν από οργής, λοιμού, λιμού, σεισμού, καταποντισμού, πυρός, μαχαίρας, επιδρομής αλλοφύλων, εμφυλίου πολέμου, και αιφνιδίου θανάτου, υπέρ τον ίλεων, ευμενή και  ευδιάλακτον, γενέσθαι τον αγαθόν και φιλάνθρωπον Θεόν ημών, τού αποστρέψαι και, διασκεδάσαι πάσαν οργήν και νόσον, την καθ' ημών κινουμένην, και ρύσασθαι ημάς εκ τής επικειμένης δικαίας αυτού απειλής, και ελέησαι ημάς» (εσπερινή δέηση, Ιερατικόν, ΑΔΕΕ 1962, σ. 29).

[24] Ιω. Χρυσ., Εἰς Β’ Τιμ. 9, MPG 62, 652.

[25] Ιω. Χρυσ., Εἰς Α’ Κορ. 13, MPG 61, 112. Πρβλ. Α. Σταυρόπουλου, Επιστήμη και Τέχνη τής Ποιμαντικής, Αθήνα 1997, σ. 46 εξ.

[26] Ιω. Χρυσ., Εἰς Α’ Κορ. 40, MPG 61, 348, Εἰς Γέν. 39, MPG 54, 362, Εἰς Ἰω. 25, MPG 59, 149, Κατά μεθυόντων 4, MPG 50, 435.

[27] Ιώβ 42, 5. Πρβλ. Ιω. Χρυσ., Εις Ματθ. 33, MPG 57, 395-396.

[28] Παλλάδιου, Διάλογος ιστορικός, εκδ. P. R. Coleman-Norton, Cambridge: Cambridge University Press, 1928, σ. 68.

[29] Β’ Κορ. 12, 9-10. Πρβλ. Ιω. Χρυσ., Εις Β’ Κορ. 12, MPG 61, 486-487: «Ὅταν τι πάσχωμεν διά τόν Χριστόν, μή μόνον γενναίως φέρωμεν, ἀλλά καί χαίρωμεν».

[30] Εβρ. 12, 14.

[31] π. Θ. Ζήση, Η σωτηρία τού ανθρώπου και του κόσμου, Θεσσαλονίκη 1992, σ. 104, 219.

[32] π. Θ. Ζήση, όπ. π., σ. 41.

[33] Ιω. Χρυσ., Περί μετανοίας 2, MPG 49, 284: «(ἡ ἀπόγνωση εἶναι) προδοσία τῆς ἡμετέρας σωτηρίας».

[34] Ιω. Χρυσ., Εις Γέν. 17, 9, MPG 53, 146. Πρβλ. Σ. Κ. Τσιτσίγκου, Η ψυχή τού ανθρώπου κατά τον ιερό Χρυσόστομο, σ. 225.

[35] π. Γ. Florovsky, The Eastern Fathers of the Fourth Century, Büchervertriebsanstalt, μτφρ. Π. Κ. Πάλλη, εκδ. Π. Πουρναρα, Θεσσαλονίκη 1991, σ. 387. Πρβλ. Σ. Κ. Τσιτσίγκου, Η ψυχή τού ανθρώπου κατά τον ιερό Χρυσόστομο, σ. 281.

[36] Σ. Κ. Τσιτσίγκου, Η ψυχή τού ανθρώπου κατά τον ιερό Χρυσόστομο, σ. 29 εξ.

[37] Ιω. Χρυσ., Εις Εφ., 17, 2, MPG 62, 118, Εις Α’ Τιμ. 5, 1, MPG 62, 527, Εις 143 Ψαλμ. 1, MPG 55, 457, Κατήχ., Sources Chrétiennes τ. 50: A’ 40, 6, B’ 17-27, Γ’ 8-15, Δ’ 3, Εἰς Γέν. 3, MPG 53, 33: «Τό γάρ ἀκίνητον πάντῃ ἄχρηστον, τό δέ κινούμενον, πρός πολλά ἐπιτήδειον». Πρβλ. Α. Καντιώτη, «Αγών», ΘΗΕ 1 (1962) 351-355, π. Θ. Ζήση, Η σωτηρία τού ανθρώπου και του κόσμου, Θεσσαλονίκη 1992, σ. 206, 219, Σ. Κ. Τσιτσίγκου, Η ψυχή τού ανθρώπου κατά τον ιερό Χρυσόστομο, σ. 219 εξ., 223.

[38] Ιω. Χρυσ., Εἰς Γέν. 22, MPG 53, 196.

[39] Ιω. Χρυσ., Εἰς Γέν. 22, 1, MPG 53, 187.

[40] Ιω. Χρυσ., Εις Ματθ. 13, 1, MPG 57, 207, Προς τους εγκαταλείψαντας την σύναξιν της Εκκλησίας 5, MPG  51, 76.

[41] Διατριβαί 4,1 εξ., Εγχειρίδιον 39, εκδ. H. Schenkl, Leipzig: Teubner, 1916 (repr. Stuttgart: 1965): 5-38, 7-454. Βλ. Ιω. Χρυσ., Εις Β’ Κορ. 15, 3, MPG 61, 507. 19, 3-4, MPG 61, 534, Εις τους Ανδριάντας 2, 5, MPG 49, 41. Πρβλ. M. Spanneut, “Epiktet”, Reallexikon für Antike und Christentum 5 (1940) 628 εξ.

[42] Βλ. A. T. Beck, Cognitive Therapy band the Emotional Disorders, Penguin Books, 1976, 1991 (repr.).

[43] Ιω. Χρυσ., Εις Ιω. 3, 2, MPG 59, 38. Πρβλ. π. Θ. Ζήση, Η σωτηρία τού ανθρώπου και του κόσμου, Θεσσαλονίκη 1992, σ. 42.

[44] K. I. Pargament, The Psychology of Religion and Coping, The Guilford Press, New York – London 1997, p. 96 εξ.

[45] K. I. Pargament, όπ. π., p. 114 εξ.

[46]  H. Levenson, “Differentiating among internality, powerful others, and chance”, in: H. M. Lefcourt (Ed.), Research with the locus of control construct, 1 (1981) 15-63, New York: Academic.

[47]  K. I. Pargament, N.Grevengoed, J. Kennell, J. Newman, W. Hathaway & W. Jones, “Religion and the problem solving process: Three styles of coping”, Journal for the Scientific Study of Religion 27 (1988) 90-104.

[48] A. Wong-McDonald and R. L. Gorsuch, “Surrender to God: An additional coping style?”, Journal of Psychology and Theology 28 (2000) 149-161, των ιδίων, “A multivariate theory of God concept, religious motivation, locus of control, coping, and spiritual well-being”, Journal of Psychology and Theology 32/4 (2004) 318-334.

[49] E. Brenner, Winning by letting go: Control without compulsion, surrender without defeat, San Diego: Harcourt Brace Jovanovich, 1985, p. 36 εξ.

[50] Ιω. Χρυσ., Εἰς τήν Γέν., 42, MPG 54, 386-387. Πρβλ. Σ. Κ. Τσιτσίγκου, Η ψυχή τού ανθρώπου κατά τον ιερό Χρυσόστομο, σ. 219 εξ.

[51] A. Wong-McDonald and R. L. Gorsuch, “A multivariate theory of God concept, religious motivation, locus of control, coping, and spiritual well-being”, Journal of Psychology and Theology 32/4 (2004) 321.

[52] Σ. Κ. Τσιτσίγκου, όπ. π., σ. 219-220.

[53] K. I. Pargament, όπ. π., p. 122 εξ.

[54] Ιω. Χρυσ., Περί μετανοίας 4, 3, MPG 49, 303. Πρβλ. Σ. Κ. Τσιτσίγκου, όπ. π., σ. 214, 222 εξ., 231.

[55] Σ. Κ. Τσιτσίγκου, όπ. π., σ. 224.

[56] L. K. George, D. B. Larson, H. G. Koenig & M. E. McCullough, “Spirituality and health: What we know, what we need to know”, Journal of Social and Clinical Psychology 19 (2000) 102-116.

[57] Ιω. Χρυσ., εκδ. Stavronikita 2. 9, 10, 17, 28.

[58] H. S. Kushner, Who needs God, New York: Summit Books, 1989, p. 27.

[59] Ιω. Χρυσ., Εἰς Ἑβρ. 22, 1, MPG 63, 153.

[60] Σ. Κ. Τσιτσίγκου, όπ. π., σ. 280-281.

[61] Ιω. Χρυσ., Εις Εβρ. 13, 2, MPG 63, 104.

[62] Ιω. Χρυσ., Εις Β’ Κορ. 7, 7, MPG 61, 452. Πρβλ. Σ. Κ. Τσιτσίγκου, όπ. π., σ. 189, 284.

[63] Ιω. Χρυσ., Περί Ακαταλήπτου 1, MPG 48, 701.

[64] Ιω. Χρυσ., Περί ιερωσύνης 6, 1, MPG 48, 677.

[65] Ιω. Χρυσ., Εις την Ανάληψιν 5, MPG 50, 449.

[66] Ιω. Χρυσ., Εις τα Θεοφάνεια 20, Revue des Etudes Byzantines 29 (1971) 131-132.

[67] Ιω. Χρυσ., Εἰς Ἐφ., 23, MPG 62, 163.

[68] K. I. Pargament, B. J. Zinnbauer, A. B. Scott, E. M. Butter, J. Zerowin & P. Stanik, “Red flags and religious coping: Identifying some religious warning signs among people in crisis”, Journal of Clinical Psychology 54 (1998) 77-89, K. I. Pargament, B. M. Smith, H. G. Koenig & L. Perez, “Patterns of positive and negative religious coping with major life stressors”, Journal for the Scientific Study of Religion 37 (1998) 710-724, K. I. Pargament, “The bitter and the sweet: An evaluation of the costs and benefits of religiousness”, Psychological Inquiry 13 (2002) 168-181, J. J. Exline, J. M. Smyth, J. Gregory, J. Hockemeyer & H. Tulloch, “Religious framing by individuals with PTSD when writing about traumatic experiences”, The International Journal for the Psychology of Religion 15/1 (2005) 17-33.

[69] L. A. Kirkpatrick, “An attachment-theoretical approach to the psychology of religion”, International Journal for the Psychology of Religion 2 (1992) 3-28.

[70] Μελέτες έχουν δείξει, για παράδειγμα, ότι ασθενείς που αρνούνται τη σοβαρότητα της κατάστασής τους, έδειξαν βελτίωση [M. J. Stern, L. Pascale & A. Ackerman, “Life adjustment post myocardial infarction: Determining predictive variables”, Archives of Internal Medicine, 137 (1977) 1680-1685, M. J. Stern & l. Pascale, “Psychosocial adaptation post-myocardial infarction: The spouse’s dilemma”, Journal of Psychosomatic Research, 23 (1979) 83-87].

[71] K. I. Pargament, B. J. Zinnbauer, A. B. Scott, E. M. Butter, J. Zerowin & P. Stanik, “Red flags and religious coping: Identifying some religious warning signs among people in crisis”, Journal of Clinical Psychology 59/12 (2003) 1335-1348.

[72] Ιω. Χρυσ., Εἰς Πράξ. 8, MPG 60, 72-74: «Σπουδή, σπουδήν γεννᾷ καί ῥαθυμία ῥαθυμίαν. Ὁ μικρόν τι κατορθωκώς ἔλαβε παράκλησιν καί ἐπί τό μεῖζον ἐλθεῖν». Πρβλ. Σ. Κ. Τσιτσίγκου, Η ψυχή τού ανθρώπου κατά τον ιερό Χρυσόστομο, σ. 279.

[73] Ιω. Χρυσ., Είς τόν παραλυτικόν, MPG 51, 48, Εἰς Ματθ. 32, MPG 57, 379. Πρβλ. Ματθ. 9, 32-33. 15, 21-28. 17, 14-15, Μάρκ. 7, 24-30.

[74] Ιω. Χρυσ., Εις Γέν. 9, 4, MPG 53, 79.

[75] Ιω. Χρυσ., Εἰς Ἰω. 35, 2, MPG 59, 198, Εἰς τόν παραλυτικόν, MPG 51, 48, Εἰς Ματθ. 31, MPG 57, 370. Πρβλ. Ματθ. 8, 5-13, Λουκ. 7, 1-10.

[76] Ιω. Χρυσ., Εἰς Ματθ. 80, MPG 58, 724. Πρβλ. Ματθ. 26, 6-16.

[77] Ιω. Χρυσ., Εἰς Ματθ. 31, MPG 57, 370. Πρβλ. Ματθ. 9, 18.

[78] Ιω. Χρυσ., Είς τόν παραλυτικόν, MPG 51, 48. Πρβλ. Ἰω. 5, 1-16.

[79] Ιω. Χρυσ., Εἰς Β’ Τιμ. 5, 1, MPG 62, 625: «Πολλοί τῶν ἀσθενεστέρων ἀνθρώπων πρός μέν τόν τῆς πίστεως τόνον ἀπαγορεύουσιν, οὐδέ τήν ἀναβολήν τῆς ἐλπίδος φέρουσι, τά παρόντα δέ ἐπιζητοῦσι, καί ἀπό τούτων τά μέλλοντα χαρακτηρίζουσι».

[80] Ιω. Χρυσ., Εἰς Ἀνδριάντας 7, MPG 49, 92-93. 8, MPG 63, 485, Εἰς Γέν., 29, MPG 53, 261-262, Εἰς τό Μη φοβοῦ ὅταν πλουτήσῃ ἄνθρωπος 2, MPG 55, 512-513, Εις Ματθ. 3, MPG 57, 31-32, Εἰς Ἰω., 30, MPG 59, 174. 37, MPG 59, 207. 84, MPG 59, 459-460, Εἰς Β’ Τιμ. 8, MPG 62, 647. 9, MPG 62, 649-650, Περί μετανοίας 4, MPG 49, 299-301, Περί τοῦ μή δημοσιεύειν, MPG 51, 354-355. Πρβλ. Α. Καντιώτη, «Αγών», ΘΗΕ 1 (1962) 353.

[81] Ιω. Χρυσ., Εἰς Ματθ. 47, MPG 58, 483-484, Εἰς Πράξ. 7, MPG 60, 64. Πρβλ. Σ. Κ. Τσιτσίγκου, Η ψυχή τού ανθρώπου κατά τον ιερό Χρυσόστομο, σ. 247.

[82] Μελέτες καταδεικνύουν ότι ένας μη ορθό-δοξος (δηλ. μη αγαπητικός εν Χριστώ και πνευματικός) συγχρωτισμός μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση των ψυχικών συγκρούσεων [N. Krause, C. G. Ellison & K. M. Wulff, “Church-based emotional support, negative interaction and psychological well-being: Findings from a national sample of Presbyterians”, Journal for the Scientific Study of Religion 37 (1998) 725-741].

[83] Βλ. Σ. Κ. Τσιτσίγκου, Η ψυχή τού ανθρώπου κατά τον ιερό Χρυσόστομο, σ. 246.

[84] Ιω. Χρυσ., Εις την γενέθλιον ημέραν τού Σωτήρος 7, MPG 49, 361. Πρβλ. Αρχιμ. Η. Μαστρογιαννόπουλου, Φάρμακον αθανασίας, Αθήναι 19593.

[85] Σ. Κ. Τσιτσίγκου, Η ψυχή τού ανθρώπου κατά τον ιερό Χρυσόστομο, σ. 264.

[86] Ιω. Χρυσ., Πε­ρί Ἀκα­τα­λή­πτου 5, MPG 48, 736.

[87] Ιω. Χρυσ., Πε­ρί Ἄννης 4, MPG 54, 661, Πε­ρί Ἀκα­τα­λή­πτου 6, MPG 48, 748.

[88] Ιω. Χρυσ., Κα­τήχ. 3, 15, MPG 47, 277, Εἰς Ψαλ­μ. 140, MPG 55, 442. Πρβλ. Ἐφ. 3, 14-17, Ἠσ. 66, 1.

[89] Ιω. Χρυσ., Εις Γέν. 30, MPG 53, 279-280.

[90] Ιω. Χρυσ., Εἰς Φι­λιπ. 14, MPG 62, 283-284.

[91] Ιω. Χρυσ., Εἰς Γέν. 37, 5, MPG 53, 350, Εἰς Ματ­θ. 64, 5, MPG 58, 615.

[92] Ιω. Χρυσ., Εις Ματθ. 64, MPG 58, 615, Εἰς Ἰω. 24, MPG 59, 148. 81, MPG 59, 441-442.

[93] Ιω. Χρυσ., Εἰς Τίτ. 6, 3, MPG 62, 698-699.

[94] Ιω. Χρυσ., Εἰς Ἑβρ. 9, 4, MPG 63, 81, Εἰς Β’ Τιμ. 2, MPG 62, 609-610, Περί Ἄννης 2, MPG 54, 648-649.

[95] Βλ. Σ. Κ. Τσιτσίγκου, Η ψυχή τού ανθρώπου κατά τον ιερό Χρυσόστομο, σ. 296.

[96] Ιω. Χρυσ., Εις Β’ Κορ. 7, 7, MPG 61, 452. Πρβλ. Σ. Κ. Τσιτσίγκου, όπ. π., σ. 189, 284.

[97] Βλ. Σ. Κ. Τσιτσίγκου, όπ. π., σ. 296 εξ.




ΡΩΜΗΟΣΥΝΗ
Powered by active³ CMS - 28/03/2024 9:09:10 μμ