"Ἑλληνισμὸς καὶ Ρωμηοσύνη. Ἡ ἄρρηκτος συνέχεια τῆς κλασσικῆς παραδόσεως στὸ Βυζάντιο καὶ ἐντεῦθεν στὸ Νέο Ἑλληνισμὸ"

Μ.Κ.Ο. «Ρωμηοσύνη»
1ο Διεθνὲς Συνέδριο μὲ θέμα «Ἡ Ρωμηοσύνη διαμέσου τῶν αἰώνων»
Ἀμφιθέατρο τοῦ Πολεμικοῦ Μουσείου Ἀθηνῶν
Σάββατο 30 & Κυριακὴ 31 Μαΐου 2009

Εἰσηγητής: κ. Κωνσταντῖνος Γ.-Α. Νιάρχος
Καθηγητὴς Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς Φιλοσοφίας Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν

Θέμα: «Ἑλληνισμὸς καὶ Ρωμηοσύνη. Ἡ ἄρρηκτος συνέχεια τῆς κλασσικῆς παραδόσεως στὸ Βυζάντιο καὶ ἐντεῦθεν στὸ Νέο Ἑλληνισμὸ»

Τὸ ἐπιστημονικὸν πρόβλημα, τῆς συνεχείας ἢ τῆς ἀσυνεχείας τῆς πνευματικῆς δημιουργίας τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων εἰς τὸ Βυζάντιον, καὶ ἐν συνεχείᾳ εἰς τὸν νεώτερον Ἑλληνισμόν, ὑφίσταται μεταξὺ τῶν ἐρευνητῶν. Ἤδη, πρὸ τινων ἐτῶν, ὁ διάσημος Γάλλος Βυζαντινολόγος Paul Lemerle, εἰς τὸ ἔργον του "Le premier Humanisme Byzantin", ὁ πρῶτος βυζαντινὸς πολιτισμός, Paris 1971, ἔθετεν εὐθέως τὸ ἐρώτημα: ποιοὶ ἦσαν οἱ πολίται τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας; Ἦσαν οἱ πραγματικοὶ ἀπόγονοι τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων ἢ ἐπρόκειτο περὶ ἑνὸς συνοθυλεύματος λαῶν, οἱ ὁποῖοι κατά τινα τρόπον συνεδέοντο μετὰ τῶν Ἑλλήνων, ἢ ἦσαν ἅρπαγες καὶ σφετερισταὶ τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς κλασσικῆς φιλοσοφικῆς καὶ πολιτικῆς δημιουργίας;

Εἶναι προφανὲς ὅτι, τεθέντος τοῦ ὡς ἄνω ἐρωτήματος, ἐξεδηλώθη τεράστιον ἐνδιαφέρον ἐκ μέρους ἐρευνητῶν καὶ πανεπιστημιακῶν καθηγητῶν διεθνῶς. Αἱ διατυπωθεῖσαι καὶ συνεχῶς διατυπούμεναι, ἀπόψεις εἶναι ἀλληλοσυγκρουόμεναι. Ἐπὶ τοῦ προβλήματος αὐτοῦ παρενέβη ὁ διαπρεπὴς καθηγητὴς τῶν Πανεπιστημίων Ἀθηνῶν καὶ Berkeley, τῆς Καλιφόρνιας τῶν ΗΠΑ, Σπῦρος Βρυώνης, ὁ ὁποῖος μὲ τὴν διακρίνουσαν αὐτὸν ἐπιστημονικὴν ἐμβρίθειαν ἀνεζήτησεν τὴν ἐπιστημονικὴν ἀλήθειαν ἐν προκειμένω. Ὁ εἵς τῶν ἀρνητῶν τῆς συνεχείας τῆς κλασσικῆς ἀρχαιότητος εἰς τὸ Βυζάντιον, καθηγητὴς R.Jenkins εἰς τὸ King's College τοῦ Λονδίνου, μὲ τὸ ἔργον "Byzantium and Byzantinism" (1963) ὑπεστήριζεν τὴν φυλετικὴν ἀσυνέχειαν τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων μεταξὺ τῶν πληθυσμῶν τοῦ Βυζαντίου. Προφανῶς ὁ R.Jenkins υἱοθετεῖ ἀκρίτως τὰς γνωστὰς ἀπόψεις τοῦ Fallmerayer, περὶ καθολικῆς ἐπιμιξίας τῶν λαῶν τῆς Αὐτοκρατορίας, ἰδία διὰ τῶν ἐπιδρομῶν τῶν Σλαύων καὶ τῶν Ἀλβανῶν, ὡς ἐπιχείρημα δέ, μεταξὺ ἄλλων, ἔφερεν καὶ τὴν πληθώραν ξένων γλωσσικῶν τύπων ἐνσωματωμένων εἰς τὴν τότε λαλουμένην γλώσσαν ὑπὸ τῶν Βυζαντινῶν λαῶν. Αἱ ἀπόψεις τοῦ Jenkins προεκάλεσαν τὴν ἀντίδρασιν τοῦ Γ.Ἀρνάκη, ὁ ὁποῖος μὲ τὴν μελέτη τοῦ "Buzantium and Greece" ἀπέδειξεν τὸ ἔωλον τῶν ἐπιχειρημάτων τοῦ Jenkins,ὁ ὁποῖος, εἰρήσθω ἐν παρόδω, πιθανῶς ἀγνοοῦσε τὴν κονιορτοποίησηιν τῶν ἐπιχειρημάτων τοῦ Fallmerayer ὑπὸ τοῦ ἐθνικοῦ μας ἱστορικοῦ Κωνσταντίνου Παπαρηγόπουλου.

Ὁ διάδοχος τοῦ Jenkins εἰς τὸ King's College, τοῦ Πανεπιστημίου τοῦ Λονδίνου C. Mango συνεφώνησε μετὰ τῆς ἐπιχειρηματολογίας τοῦ προκατόχου του, μὲ τὸ ἔργον του "Byzantinism and Romantic Hellenism (1965), ὅπου ἑστιάζει τὸ ἐρευνητικὸν ἐνδιαφέρον τοῦ ἐπὶ τῶν ἰδεολογιῶν τῶν Βυζαντινῶν καὶ τῶν Μεταβυζαντινῶν Ἑλλήνων, καί, ὅπως χαρακτηριστικῶς τονίζει, «εἰς τὸ φάντασμα τῆς φυλετικῆς συνεχείας». Ὁ Mango ὑπερτονίζει τὴν χριστιανικὴν πίστιν τῶν Βυζαντινῶν, τὴν ὁποίαν ἐκλαμβάνει ὡς τὸ κύριον ἐμπόδιον τῆς κοινωνίας των μετὰ τῆς κλασσικῆς ἀρχαιότητος.

Εἰς τὰς αἰτιάσεις καὶ ἀμφισβητήσεις τῆς συνεχείας τῆς κλασσικῆς Ἑλλάδος εἰς τὸ Βυζάντιον τοῦ C.Mango, ἀπήντησεν ὁ καθηγητὴς Ἀπ. Βακαλόπουλος, ὁ ὁποῖος ταυτοχρόνως ἀνέτρεψεν ὅλα τὰ ἐπιχειρήματά του καθὼς καὶ ἐκεῖνα τοῦ Jenkins. Αἱ θεωρίαι τοῦ Fallmerayer ἀπεδείχθησαν ἀπολύτως ἐσφαλμέναι, καθ'ὅσον ὑπῆρξαν παντελῶς αὐθαίρετον ἀποτέλεσμα διεθνῶν πιέσεων καὶ παραχαράξεων τῆς ἐπιστήμης τῆς θεολογίας. Ἡ ἀνεξήγητος ἐμμονὴ τοῦ Jenkins καὶ τοῦ Mango ἐπὶ τῆς ἀσυνεχείας τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ὑπῆρξεν ὡσαύτως τὸ καταστάλαγμα ἐσφαλμένων ἐρμηνειῶν καὶ προσωποληπτικῶν ἐνεργειῶν, ἀποσκοπουσῶν εἰς ἀντιεπιστημονικοὺς στόχους. Παρὰ τὴν ἐγνωσμένην καὶ διεθνῶς γνωστὴν ἐπιστημονικότητά του, ὁ Mango ἀπεσιώπησεν τὰ δυναμικὰ ἐπιχειρήματα ἐκ τὲ τῆς γλώσσης καὶ τῆς φιλοσοφίας τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων, καθὼς καὶ τὴν ἐκπληκτικὴν ἐπιχειρηματολογίαν τοῦ καθηγητοῦ τοῦ Πανεπιστημίου τῆς Ὀξφόρδης Gebrase Mathews, ὁ ὁποῖος εἰς τὸ περισπούδαστον ἔργον του "Byzantine Aesthetics" ἀποδεικνύει περιτράνως τὴν ἐπίδρασιν τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας ἐπὶ τῆς αἰσθητικῆς τῆς βυζαντινῆς τέχνης, ἰδιαιτέρως τοῦ Νεοπλατωνισμοῦ.

Συμφώνως πρὸς τὴν ἔρευναν τοῦ καθ. Βακαλόπουλου,
α) Δὲν τίθεται κὰν θέμα φυλετικῆς συνεχείας τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα μέχρι τὴν ἐποχή μας.
β) Ὁ Mango πλήρως ἀγνοεῖ ἢ σκοπίμως παραλλάσσει τὰ στοιχεῖα ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα συγκροτοῦν τὴν ἑλληνικὴν συνείδησιν, ἀπὸ τὸν Ὅμηρον καὶ ἑξῆς, ὅπως τὴν γλώσσαν, τὴν θρησκείαν, τὴν τέχνην καὶ τὴν πολιτινήν, πρωτίστως δὲ τὴν φιλοσοφίαν. Προσωπικῶς ἐκτιμῶ βαθύτατα τὴν ἐπιστημονικὴν προσφορὰν τοῦ Mango διεθνῶς, ἀλλὰ διερωτῶμαι πῶς παραβλέπει τὴν ἀκατάλυτον συνέχειαν τοῦ φιλοσοφικοῦ λόγου τοῦ Ἡρακλείτου εἰς τὴν θεωρίαν περὶ τοῦ Λόγου τοῦ Κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγελίου, τῶν φιλοσόφων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, τῶν Βυζαντινῶν φιλοσόφων καὶ τῶν διανοητῶν τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ.

Ὁ διάδοχος τοῦ Mango εἰς τὸ King's College, καθηγητὴς D.Nicol ἀπέρριψε τὴν ἐπιχειρηματολογίαν τῶν καθηγητῶν Jenkins καὶ Mango καὶ ὑπεστήριζε ὅτι καθ' ὅλην τὴν διάρκειαν τῆς Αὐτοκρατορίας οἱ κάτοικοι τῆς κυρίως Ἑλλάδος, ἀλλὰ καὶ πολλοὶ ἄλλοι βυζαντινοὶ πολῖται εἶχον ἑλληνικὴν συνείδησιν. Εἰς οὐδεμίαν περίπτωσιν ἔχομεν ὁμαδικόν, γλωσσικὸν ἢ συνειδησιακὸν ἐκσλαυισμὸν τοῦ Βυζαντίου. Ὁ καθηγητὴς D.Nicol, μὲ τὸ ἔξοχον ἔργον του, The Last Centuries of Byzantium 1261-1453(London 1972) ἀπέδειξεν τὴν γλωσσικὴν καὶ πολιτισμικὴν συνέχειαν τοῦ ἀρχαίου ἑλληνικοῦ πνεύματος εἰς τὸ Βυζάντιον, καθὼς καὶ τὴν Μετα-Βυζαντινὴν περίοδον.

Καταπέλτης ἐναντίον τῶν ἀμφισβητούντων τὴν συνέχειαν τοῦ κλασσικοῦ πολιτισμοῦ τῶν Ἑλλήνων εἰς τὸ Βυζάντιον ὑπῆρξεν καὶ ὁ Καθηγητὴς τοῦ Πανεπιστημίου τοῦ Λονδίνου, εἰς τὰ Birbeck College, Robert Browning, μέλος τῆς British Royal Academy καὶ ἐπ. δρ τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν. Χαρακτηριστικῶς λέγει ὁ διαπρεπὴς καθηγητὴς «Ἡ ἀγωνία τῶν Βυζαντινιστῶν ἐπιστημόνων, ὅπως λ.χ. οἱ Jenkins, Mango, κ.ἄ., νὰ σταθεροποιήσουν καὶ νὰ ἱσχυροποιήσουν τὴν ἀνεξαρτησίαν τῆς ἐπιστημονικῆς εἰδικότητός τῶν ἔναντι τῶν κλασσικῶν φιλολόγων καὶ τῶν ἱστορικῶν, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ διακρίνουν τελείως τὸ Βυζάντιον καὶ τὸν Νέον Ἑλληνισμὸν ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα.»

Τὴν συνέχειαν τοῦ κλασσικοῦ πολιτισμοῦ ὑποστηρίζει καὶ ὁ W.Jaeger εἰς τὸ ἐξαίρετον ἔργον του, "Early Christianity and Greek Paideia" (1961), ὅπου ὑπεραμύνεται τῆς νέας μορφῆς τοῦ Βυζαντινοῦ πολιτισμοῦ καὶ ἐρμηνεύει θετικῶς τὴν ἐπίδρασιν τῆς Χριστιανικῆς πίστεως ἐπὶ τῶν δομῶν τῆς Βυζαντινῆς κοινωνίας.

Εἰδικώτερον, ὁ R.Browing ἐνετόπισε τὴν συνέχειαν τοῦ Ἑλληνισμοῦ εἰς τὸν χῶρον τῆς παιδείας, καθὼς καὶ τῆς καθόλου διανοήσεως τῶν Βυζαντινῶν. Ὄντως, ὅπως σαφῶς τονίζουν οἱ Καππαδόκαι Πατέρες, ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὁ Διονύσιος Ἀρεοπαγίτης, ὁ Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, ὁ Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, ὁ Μέγας Φώτιος, ὁ Ἰωάννης Εὐχαΐτων, ὁ Μιχαὴλ Ψελλός, ὁ Ἰωάννης ὁ Ἰταλός, ὁ Θεόδωρος Μετοχίτης, ὁ Νικηφόρος Γρηγορᾶς, ὁ Γεώργιος Πλήθων-Γεμιστὸς κ.ἄ., ἡ συνέχεια τοῦ φιλοσοφικοῦ λόγου, τῆς φιλολογίας, τῆς τραγωδίας καὶ τῆς τέχνης ὑπῆρξεν ἀδιάκοπος, μάλιστα δὲ πολλὰ ἐκ τῶν στοιχείων των ἐγονιμοποιήθησαν θετικῶς καὶ συνετέλεσαν εἰς τὴν διαμόρφωσιν τοῦ ὑπερόχου Βυζαντινοῦ πολιτισμοῦ καὶ ἐντεῦθεν τοῦ νέου Ἑλληνισμοῦ, καθὼς καὶ ὅλου τοῦ Δυτικοῦ Πολιτισμοῦ μέχρι σήμερον.

Ἡ ἔρευνα τοῦ πολιτισμοῦ τῶν Βυζαντινῶν, ὅπως προκύπτει ἐκ τῶν μελετῶν τοῦ Φαίδωνος Κουκουλέ, τοῦ Σπύρου Βρυώνη, τοῦ Robert Browning καὶ ἄλλων, ἀποκαλύπτει τὴν οὐσιαστικὴν σχέσιν των μετὰ τῶν δημιουργῶν τοῦ κλασσικοῦ πολιτισμοῦ τοῦ 5ου καὶ 4ου αἰῶνος π.Χ. Ἐάν οἱ Βυζαντινοὶ εἶχον ἀνακαλύψει μόνοι των τὴν κλασσικὴν ἀρχαιότητα, ὅπως συνέβη κατὰ τὴν Ἀναγέννησιν τοῦ 14ου καὶ 15ου αἰῶνος εἰς τὴν δυτικὴν Εὐρώπην, τότε πράγματι τίθεται σοβαρὸν θέμα, ἐρώτημα περὶ τῆς ἀσυνεχείας. Τὸ γεγονὸς ὅμως ὅτι οἱ Βυζαντινοὶ ἀφομοίωσαν φυσιολογικῶς τὰ δομικὰ στοιχεῖα τῆς κλασσικῆς ἀρχαιότητος καὶ ἐν πολλοῖς ἔδωσαν εἰς αὐτὰ νέαν μορφὴν καὶ νέαν πνοὴν ἀποδεικνύει περιτράνως τὴν δυναμικὴν τῆς συνεχείας. Οἱ Βυζαντινοὶ διανοηταί, πολυμερῶς, πολλαχῶς καὶ πολυτρόπως ἐφιλοσόφησαν καὶ οἱ πλέον φωτισμένοι ἐξ αὐτῶν, ἱεράρχαι, μοναχοὶ καὶ λαϊκοί, ἀνεδείχθησαν ἐξαίρετοι σχολιασταὶ τοῦ Πλάτωνος, τοῦ Ἀριστοτέλους καὶ τῶν Νεοπλατωνικῶν, ὅπως οἱ Μεγάλοι Πατέρες, ὁ Ψέλλος, ὁ Ἰταλὸς καὶ ὁ Γεώργιος Πλήθων-Γεμιστός. Μάλιστα δὲ ὁ Εὐστάθιος Θεσσαλονίκης ἀνεδείχθη ἀνυπέρβλητος σχολιαστὴς τῶν Ὁμηρικῶν Ἐπῶν.

Καθ' ἡμᾶς ἡ ἀνωτέρω, ἐν συντομίᾳ ἐκτεθείσα ἔρευνα διεθνῶς μαρτυρεῖ τὸ ἐνδιαφέρον τῶν ἐπιστημόνων διὰ τὸ μεγίστης σπουδαιότητος πρόβλημα τῆς συνεχείας ἢ τῆς ἀσυνεχείας τοῦ ἑλληνισμοῦ, ὡς πνευματικῆς καὶ πολιτισμικῆς δημιουργίας, διὰ μέσου τῶν αἰώνων. Κορυφαῖον, ὑπὲρ τῆς συνεχείας ἐπιχείρημα εἶναι τὸ τῆς φιλοσοφίας, δεδομένου ὅτι ἡ φιλοσοφικὴ ἐπιχειρηματολογία βεβαιώνει, ὑπὲρ πάσαν ἄλλην ἐπιστημονικὴν συμβολήν, τοῦ τῆς συνεχείας λόγου τὸ ἀληθές.

Ἡ ἐσκεμμένη διαβάθμησις τῆς πνευματικῆς δημιουργίας τοῦ Βυζαντίου ὀφείλεται ἐν πολλοῖς εἰς τὴν ἐκ μέρους ἐρευνητῶν τινων τῆς νεωτέρας ἐποχῆς νὰ τὴν χαρακτηρίσουν ὡς μεσαιωνικήν, δηλονότι σκοταδιστικήν, προφανῶς διὰ νὰ τὴν ἐξισώσουν μετὰ τοῦ Μεσαίωνος τῆς Δύσεως, ὅπου ἐπὶ πολλοὺς αἰώνας ὑπῆρξεν στασιμότης, ὡς πρὸς τὴν πρόοδον ἐπιστημῶν, κυρίως καὶ πρωτίστως ἐξ αἰτίας τῆς καταθλιπτικῆς ἐπ' αὐτῶν ἐπιρροῆς τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας, μὲ τὰς γνωστὰς ὑπερβολὰς καὶ περιπετείας τῆς τὲ φιλοσοφίας καὶ τῶν ἐπιστημόνων. Ἡ ὑπερβολικὴ ἐξάρτησις τῶν ἐπιστημόνων ἐκ τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν θεολόγων ὄντως ἠμπόδισεν τὴν ἐλευθέραν ἀνάπτυξιν τῶν ἐπιστημῶν. Τοιοῦτον τι δὲν συνέβη εἰς τὸ Βυζάντιον. Ἐξαιρουμένων ὡρισμένων ἀτυχῶν περιστατικῶν, κατὰ κανόνα ἡ Ὀρθόδοξος κατ' Ἀνατολὰς Καθολικὴ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ συνήργησεν εἰς τὴν ἐλευθέραν ἀνάπτυξιν τοῦ λόγου, τινὲς δὲ τῶν ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων ἀνεδείχθησαν πρωτοπόροι εἰς τὲ τὴν φιλοσοφίαν καὶ τὴν ἐπιστημονικὴν ἔρευναν. Τούτου ἔνεκα εἰς τὸ Βυζάντιον ἡ φιλοσοφία οὐδέποτε ὑπῆρξεν "ancilla theologiae", αὐτὸ συνέβη πλειστάκις εἰς τὴν Δυτικὴν Εὐρώπην , μέχρις ὅτου φωτεινὰ πνεύματα ὅπως ὁ Descartes, παρενέβησαν διὰ νὰ θραύσουν τὰ δεσμὰ τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας καὶ νὰ ἐλευθερώσουν τὸν λόγον.

Ἱσχυρὸν ἐπιχείρημα ὑπὲρ τῆς συνεχείας τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς φιλοσοφίας εἰς τὸ Βυζάντον εἶναι ἡ ἀναφορὰ τοῦ Hegel εἰς τὴν ἱστορίαν τῆς διαλεκτικῆς θεμελιωθείσης ὑπὸ τοῦ Πλάτωνος καὶ τοῦ Ἀριστοτέλους καὶ τελεποιηθείσης ὑπὸ τῶν Βυζαντινῶν λογίων . Ἡ σχέσις φιλοσοφίας μετὰ τῆς χριστιανικῆς πίστεως, κατὰ τὸν Hegel ἀπεκάλυψε τὴν διαμόρφωσιν τῆς ἐννοίας τοῦ Ἀπολύτου ὄντος, τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ.

Ἀσφαλῶς ἡ λογοτεχνία, ἡ αἰσθητική, ἡ καλλιτεχνικὴ δημιουργία καὶ ἡ φιλοσοφία τῆς κλασσικῆς ἀρχαιότητος ὑπέστησαν μεταλλάξεις ὑπὸ τῶν Βυζαντινῶν λογίων, οὐχὶ ὅμως ἀλλοιώσεις. Ὁ πυρὴν τῶν δημιουργημάτων αὐτῶν ὑπῆρξεν ἡ διήκουσα ἔννοια καὶ ἡ κινητήριος δύναμις τῆς δημιουργίας τοῦ Βυζαντινοῦ πολιτισμοῦ. Τῷ ὄντι οἱ Βυζαντινοὶ πρόγονοι ἡμῶν, τελοῦντες ὑπὸ τὸ εὐεργετικὸν βάρος τῆς μεγάλης κληρονομιᾶς ἐκ τῆς ἑλληνικῆς ἀρχαιότητος ἠδυνήθησαν νὰ οἰκοδομήσουν λόγον ὑψηλόν, νὰ διεισδύσουν εἰς τὸ βάθος δυσκόλων ἐννοιῶν καὶ δὴ καὶ νὰ συνθέσουν τὰ νάματα τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς φιλοσοφίας μὲ τὰ μηνύματα τῆς χριστιανικῆς πίστεως καὶ ἐν τέλει νὰ δημιουργήσουν τὸν νέον ἄνθρωπον, ὁ ὁποῖος καλεῖται εὐθαρσῶς νὰ ἀντιμετωπίσει τὰ προβλήματα τῆς ἐποχῆς του. Ὁ οὔτω πως διαμορφωθεὶς βυζαντινὸς ἀνθρωπισμὸς ἀποτέλεσε τὴν βάσιν τοῦ μετέπειτα ἐξελιχθέντος εὐρωπαϊκοῦ ἀνθρωπισμοῦ, μιὰ νέα πράγματι στροφὴ τῆς παγκοσμίου ἱστορίας.

Ὅθεν, οἴκοθεν νοεῖται τί ἡ ἀρχαία ἑλληνικὴ κλασσικὴ παράδοσις, δηλονότι ἡ πλέον ἐκπληκτικὴ ἀνθρωπίνη πνευματικὴ δημιουργία ἐσυνεχίσθη ἀδιακόπως εἰς τὸ Βυζάντιον καὶ ἐκεῖθεν συνεχίζεται εἰς τὸν Νέον Ἑλληνισμόν, ἀλλὰ καὶ σύμπασαν τὴν οἰκουμένην. Τὰ ἕωλα ἐπιχειρήματα τῶν διαφωνούντων πρὸς τὴν ἄποψιν αὐτὴν δὲν ἀντέχουν εἰς τὴν σοβαρὰν ἐπιστημονικὴν κριτικήν. Ἡ Ρωμιοσύνη, ὡς πνευματική, καλλιτεχνική, φιλοσοφικὴ καὶ δυναμικὴ ἀλκὴ τοῦ Γένους, ὑπῆρξε, εἶναι καὶ θὰ εἶναι ἡ ζωογόνος πνοὴ τῶν Ἑλλήνων, ὑπὸ τὴν ἀρχαιοελληνικὴν καὶ τὴν χριστιανικήν της ὑφὴν τῆς προσωπικότητός της, καὶ δὴ καὶ εὶς τὴν ἐποχήν μας τῆς κρίσεως τῶν συνειδήσεων ἐκδηλουμένης ὡς σοβαρᾶς κρίσεως τῶν ἀξιῶν. Ὄντως ἡ Ρωμιοσύνη, ἡ οἰκουμενικότης ἐκφράζει τὴν ἀρμονικὴν σύνθεσιν τῆς ἀρχαιοελληνικῆς κλασσικῆς δημιουργίας μετὰ τῆς Ὀρθοδόξου Χριστιανικῆς πίστεως, εἰς τὸ μοναδικὸν ἀνάχωμα κατὰ τῆς παγκοσμιοποιήσεως, τῆς καταλυτικῆς αὐτῆς ποὺ καταλύει κάθε στοιχεῖον τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, ὡς ἠθικοῦ ἀναπτύγματος τοῦ ἀτόμου.

Μακαριώτατε,

Πάντες οἱ ἀνωτέρω μνημονευθέντες, καθὼς καὶ οἱ σὺν αὐτοῖς σκαπανεῖς τοῦ πνεύματος, ἱεροφάντες τῆς γνώσεως καὶ μυσταγωγοὶ τῆς ἐπιστήμης, ἀστέρες πολύφωτοι τοῦ νοητοῦ στερεώματος τοῦ λόγου, ἀκαταμάχητοι ὑπερασπισταὶ τῆς διαλεκτικῆς, ὀρθοτόμοι τῆς ἀληθοῦς οὐσίας τῶν ὄντων, ἐλεγκταὶ τοῦ ψεύδους καὶ τῆς κενῆς ἀπάτης περιφρονηταί,
ἐκφράζουν τὴν συνισταμένην τῆς δημιουργικῆς φορᾶς τῆς συνειδήσεως τὴν πρὸς τὸ φῶς τῆς ἀληθείας, διὰ τῆς ὁποίας ὁ ὄντως φιλοθεάμων τοῦ ἀληθοῦς ἄνθρωπος χωρεῖ ἀπὸ τὸ εἶναι τῆς ὑπάρξεως εἰς τὸ πλέον εἶναι τῆς συνυπάρξεως τοῦ εἶναι μετὰ τοῦ ἱστορικοῦ γίγνεσθαι.

Σημείωση: Οἱ ὑποσημειώσεις καὶ οἱ παραπομπὲς τῆς παρούσας εἰσηγήσεως θὰ δημοσιευθοῦν προσεχῶς.




ΡΩΜΗΟΣΥΝΗ
Powered by active³ CMS - 29/03/2024 3:49:10 μμ